...........................................................
O Α. Σικελιανός ήταν ένας «αλαφροΐσκιωτος» στη ζωή και στην ποίηση.Χαρακτηριστικό είναι και το περιστατικό που αφηγείται ο Ν. Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο», από τα χρόνια που παραθέριζαν στο Ξυλόκαστρο.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού• έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
-Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα.... είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε• διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το ’ δωκε:
- Διάβασε... μου ’ πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου, ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε• σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ‘γραφε η γυναίκα του.
Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
- Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
-Δεν ξέρω, αποκρίθηκα• πάντως είναι δύσκολο πολύ.(…) Δοκίμασε, αποκρίθηκα• εγώ θα πάω περίπατο. (…)
Όταν επέστρεψα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ• μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει• κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος• άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω• ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα• δυο μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα• κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
-Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να ’θελε να δικαιολογηθεί• θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε• το ίδιο έκαμα κι εγώ...
Σώπασε, και σε λίγο:
-Όλη νύχτα.... όλη νύχτα.... του κάκου! (…)
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε• βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμα της τον γαλήνευαν.
-Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
-Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα• θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου• μα παλικαριά μεγάλη και ν’ αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν...
Φωτό 1.Καζαντζάκης, Σικελιανός, Καρυωτάκης μπροστά από τη βίλα του Σικελιανού στον Πευκιά του Ξυλοκαστρου. Εκεί έζησε με την πρώτη του σύζυγο, Εύα Πάλμερ, 20 χρόνια. Σήμερα είναι η ρεσεψιόν ενός πολυτελούς ξενοδοχείου.
Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ*, Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡ’ ΟΛΙΓΟΝ ΘΑΥΜΑ
O Α. Σικελιανός ήταν ένας «αλαφροΐσκιωτος» στη ζωή και στην ποίηση.Χαρακτηριστικό είναι και το περιστατικό που αφηγείται ο Ν. Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο», από τα χρόνια που παραθέριζαν στο Ξυλόκαστρο.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού• έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
-Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα.... είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε• διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το ’ δωκε:
- Διάβασε... μου ’ πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου, ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε• σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ‘γραφε η γυναίκα του.
Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
- Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
-Δεν ξέρω, αποκρίθηκα• πάντως είναι δύσκολο πολύ.(…) Δοκίμασε, αποκρίθηκα• εγώ θα πάω περίπατο. (…)
Όταν επέστρεψα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ• μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει• κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος• άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω• ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα• δυο μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα• κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
-Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να ’θελε να δικαιολογηθεί• θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε• το ίδιο έκαμα κι εγώ...
Σώπασε, και σε λίγο:
-Όλη νύχτα.... όλη νύχτα.... του κάκου! (…)
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε• βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμα της τον γαλήνευαν.
-Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
-Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα• θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου• μα παλικαριά μεγάλη και ν’ αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν...
Φωτό 1.Καζαντζάκης, Σικελιανός, Καρυωτάκης μπροστά από τη βίλα του Σικελιανού στον Πευκιά του Ξυλοκαστρου. Εκεί έζησε με την πρώτη του σύζυγο, Εύα Πάλμερ, 20 χρόνια. Σήμερα είναι η ρεσεψιόν ενός πολυτελούς ξενοδοχείου.
*Σημείωση: Σαν σήμερα το 1951 πέθανε ο Άγγελος Σικελιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου