............................................................
Πάνος
Σταθόγιαννης
(γ. 1959)
ΚΟΥΡΟΥΝΕΣ
Ακτήμων κι άπολις
μόνο στα λατιφούντια της εξορίας ρίζωνα
πρόσκαιρα βέβαια
ως να ξεκαλοκαιριάσω
τον οίκτο εξισώνοντας αυθαίρετα με την αποδοχή.
Άλλωστε, κι άλλοι ποιητές
άλλωστε, κι άλλοι τρυφεροί που προηγήθηκαν
εδώ τους διαμέλισε η δόξα.
Όμως εγώ, που λέτε,
εμένανε, λοιπόν, που με θωρείτε,
μικρό πολύ με στεφανώσαν με το ανώφελο
με δυο χεράκια αριστερά
με μια καρδούλα εύθριπτη σαν μουσελίνα –
μόνο στις διορθώσεις ξέρω να καινοτομώ
ποτέ στο έργο.
Έκθετος, ως εκ τούτου, στης αγάπης τα αμφίθυμα
με την αφοσίωση όμως ενός κοχλία.
Γι’ αυτό και πάντα αμφίβολη η φιλοξενία –
στην κόψη πάντα
στα διάκενα κάποιου adagio. Πάντα.
Σωστά το εννοήσατε –
ερασιτέχνης καθώς είμαι των αναχωρήσεων
ποτέ δεν μου χαρίστηκε τοπίο
ακόμα και οι απέναντι βραχονησίδες
μόνο στον ύπνο μου παλιότερα
μόνο στον ύπνο μου κάτι φορές
τις έσερνα
τις έδενα στην αυλή δίπλα στο σκύλο.
Κι ως ξύπνησα, που λέτε, το πρωί
ποιος σκύλος; ποια αυλή;
μόνο κουρούνες
πέφτανε σαν στραβές στα ψαροκάικα
φιλονικούσαν με τις γάτες της Αγια-Μαρίνας
άρπαξα μία
να δω πώς προσορμίζεται
το ράμφος της έστω
στις σκοτεινές καταβολές μου.
Γιατί ήθελα πολύ
πόσο πολύ το ήθελα
να ’χει και κάτι χειροποίητο η μοίρα μου.
Πάνος
Σταθόγιαννης
(γ. 1959)
ΚΟΥΡΟΥΝΕΣ
Ακτήμων κι άπολις
μόνο στα λατιφούντια της εξορίας ρίζωνα
πρόσκαιρα βέβαια
ως να ξεκαλοκαιριάσω
τον οίκτο εξισώνοντας αυθαίρετα με την αποδοχή.
Άλλωστε, κι άλλοι ποιητές
άλλωστε, κι άλλοι τρυφεροί που προηγήθηκαν
εδώ τους διαμέλισε η δόξα.
Όμως εγώ, που λέτε,
εμένανε, λοιπόν, που με θωρείτε,
μικρό πολύ με στεφανώσαν με το ανώφελο
με δυο χεράκια αριστερά
με μια καρδούλα εύθριπτη σαν μουσελίνα –
μόνο στις διορθώσεις ξέρω να καινοτομώ
ποτέ στο έργο.
Έκθετος, ως εκ τούτου, στης αγάπης τα αμφίθυμα
με την αφοσίωση όμως ενός κοχλία.
Γι’ αυτό και πάντα αμφίβολη η φιλοξενία –
στην κόψη πάντα
στα διάκενα κάποιου adagio. Πάντα.
Σωστά το εννοήσατε –
ερασιτέχνης καθώς είμαι των αναχωρήσεων
ποτέ δεν μου χαρίστηκε τοπίο
ακόμα και οι απέναντι βραχονησίδες
μόνο στον ύπνο μου παλιότερα
μόνο στον ύπνο μου κάτι φορές
τις έσερνα
τις έδενα στην αυλή δίπλα στο σκύλο.
Κι ως ξύπνησα, που λέτε, το πρωί
ποιος σκύλος; ποια αυλή;
μόνο κουρούνες
πέφτανε σαν στραβές στα ψαροκάικα
φιλονικούσαν με τις γάτες της Αγια-Μαρίνας
άρπαξα μία
να δω πώς προσορμίζεται
το ράμφος της έστω
στις σκοτεινές καταβολές μου.
Γιατί ήθελα πολύ
πόσο πολύ το ήθελα
να ’χει και κάτι χειροποίητο η μοίρα μου.
***
Α, τι τρομερός οιωνός
τι πέλεκυς θα πέσει
τι κλάμα απαρηγόρητο…
Α, τι τρομερός οιωνός
τι πέλεκυς θα πέσει
τι κλάμα απαρηγόρητο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου