....................................................
Στις Αγορές, Πτωχευμένοι No.2
Τον Μάιο του 2010, κυβερνητικοί
κύκλοι με αποκάλεσαν μικρόψυχο που αρνήθηκα να πανηγυρίσω τη σύναψη του
μεγαλύτερου δανείου στην ανθρώπινη ιστορία -του πρώτου μνημονίου.
Κάποιοι μάλιστα με χαρακτήρισαν εθνοπροδότη (ζωντανά,, στην κρατική
τηλεόραση) επειδή εξέφρασα την άποψη ότι ένα πτωχευμένο κράτος δεν
δικαιούται να δανείζεται με σκοπό να προσποιηθεί ότι δεν πτώχευσε, καθώς
με αυτό τον τρόπο η πτώχευση βαθαίνει και, μέχρι να έρθει, στεγνώνει
την οικονομία από επενδύσεις επιδεινώνοντας την κρίση.
Στις αρχές του 2012, όταν πλέον το κράτος και πτώχευσε (γιατί αυτό ήταν το PSI, όσο και να κρυβόμαστε πίσω από ευφημισμούς) και σύναψε ένα νέο, ακόμα μεγαλύτερο δάνειο που μας εγκλώβιζε έως το 2035 στην χρεο-δουλοπαροικία (το δεύτερο μνημόνιο), άλλη μια φορά κατηγορήθηκα για μικροψυχία και εθνοπροδοσία αρνούμενος να πανηγυρίσω για τις εξελίξεις.
Σήμερα, το «έργο» επαναλαμβάνεται καθώς, άλλη μια φορά, αρνούμαι να συμμορφωθώ στις εντολές του ίδιου πολιτικού προσωπικού (π.χ. του κ. Βενιζέλου) να συμμετάσχω στους εορτασμούς για την «έξοδο στις αγορές» -δηλαδή για νέα δάνεια που λαμβάνει ένα κράτος, του οποίου το χρέος είναι σήμερα ακόμα λιγότερο βιώσιμο απ’ ό,τι ήταν το 2012 και το 2010. Μάλιστα, όχι μόνο αρνούμαι να πανηγυρίσω αλλά τολμώ να πω (π.χ. στο BBC, εδώ) ότι η σημερινή μέρα είναι μέρα πένθους και όχι χαράς καθώς αποτελεί την πρώτη φάση του τρίτου μνημονίου, που θα επεκτείνει την πτώχευση του κράτους μας πέραν του 2055.
Τις σημερινές εξελίξεις τις είχα σχολιάσει εδώ στο protagon τον Φεβρουάριο σε άρθρο με τίτλο «Στις Αγορές, Πτωχευμένοι!» -το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα: «Αυτό λοιπόν που προτείνεται στον ελληνικό λαό, αντί για ένα βιώσιμο σχέδιο για την επόμενη δεκαετία, είναι το να συνεναίσει στην έξοδό του στις αγορές όσο το κράτος του είναι πτωχευμένο, και με προοπτική να βουλιάζει όλο και πιο πολύ στον βούρκο της μακροπρόθεσμης πτώχευσης αλλά, βέβαια, παραμένοντας στις αγορές. Θεωρώ εθνική ανοησία την συναίνεσή μας σε αυτό το πλάνο.»
Το μόνο που χρειάζεται να προστεθεί σε εκείνο το άρθρο (εξού και η χρήση του ίδιου τίτλου σήμερα), είναι μια απάντηση στο εύλογο ερώτημα: «Αν Βαρουφάκη έχεις δίκιο, ότι τα τραπεζικά ιδρύματα και το ελληνικό δημόσιο παραμένουν πτωχευμένα, τότε γιατί πέφτουν οι χρηματιστές και οι ντίλερς ο ένας πάνω στον άλλον για να αγοράσουν τα χαρτιά αυτά;» Οι λόγοι για αυτό το Μέγα Παράδοξο είναι δύο, κανένας εκ των οποίων δεν δίνει στον μέσο έλληνα λόγο να γιορτάζει, όπως απαιτεί από αυτόν το πολιτικό κατεστημένο. Το αντίθετο: αποτελούν λόγους να θλιβόμαστε!
Ο πρώτος λόγος προκύπτει από τις εξελίξεις στις διεθνείς χρηματαγορές. Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται σημαντική αύξηση της ζήτησης για χαρτιά υψηλού ρίσκου (junk bonds), λόγω των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων των «ασφαλών» χαρτιών (π.χ. γερμανικών ομολόγων). Όπως έγραφε στους Financial Times προχτές ο John Plender, «όπως και στην προ του 2008 εποχή, τα χαμηλά επιτόκια οδηγούν το κυνήγι των spreads από τους επενδυτές και [συνεπώς] μείωση στην ποιότητα των χαρτιών που αγοράζονται καθώς οι επενδυτές παραπλανώνται από το χαμηλό ποσοστό πτωχεύσεων. Κάτι που φέρνει κατά νου την ρήση: εάν παραείναι καλό για να διαρκέσει, δεν θα διαρκέσει.»
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Στις αρχές του 2012, η Γερμανία σηματοδοτούσε (όπως έγραφα τότε εδώ) πως δεν αποκλείει την εκπαραθύρωση της Ελλάδας από το ευρώ. Λογικό ήταν οι τιμές των ελληνικών χαρτιών (ομολόγων και τραπεζικών μετοχών κυρίως) να πέσουν στο πάτωμα. Όπως λογικό ήταν ότι από τότε που η κ. Μέρκελ αποφάσισε πως η διάσωση της Ευρωζώνης απαιτεί να εκλίψει το Grexit από την ημερήσια διάταξη, κάτι που έγινε σταδιακά από το καλοκαίρι του 2012 έως πρότινος, τα χαρτιά αυτά θα επανέκαμπταν κάπως (όπως συνέβη από τον Ιούνιο του 2013). Σήμερα έχουμε μια νέα εξέλιξη: Την απόφαση του Βερολίνου και της Φραγκφούρτης να διακηρύξουν, προ των ευρωεκλογών του Μαΐου, την περήφανη νίκη τους εναντίον της ελληνικής κρίσης. Μια απόφαση που υποδηλώθηκε με την συναίνεση του Βερολίνου στο μοίρασμα 500 εκ. από το δήθεν πλεόνασμα και, τώρα, την απόφαση για «έξοδο στις αγορές» η οποία, στα μάτια των ντίλερς, σηματοδοτεί ένα πράγμα: Ότι Βερολίνο και Φραγκφούρτη αποφάσισαν να εντάξουν, σιωπηλά, και την Ελλάδα υπό την σκέπη του προγράμματος ΟΜΤ της ΕΚΤ, που επέτρεψε την έξοδο στις αγορές της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας (όπως εξηγούσα στο προαναφερόμενο άρθρο). Εν συντομία, προϊδέασαν για το τρίτο μνημόνιο, το οποίο θα διαφέρει από τα προηγούμενα δύο σε μόνο ένα πράγμα: τα πάνω από 150 δισεκατομμύρια νέων δανείων θα έρθουν την επόμενη δεκαετία όχι από τον ESM αλλά από τις αγορές, υπό την κηδεμονία του προγράμμαοτος ΟΜΤ της ΕΚΤ.
Επίλογος
Το πολιτικό κατεστημένο απαιτεί από μάς εθνική χαρά και εορτασμό της ηρωικής εξόδου στις αγορές. Με το παρόν άρθρο επιχειρηματολογώ ότι πρόκειται για άλλη μια μέρα θλίψης. Μήπως η αλήθεια βρίσκεται στη μέση; Μήπως είναι καλό που βγαίνουμε στις αγορές αλλά όχι και σωτήριο, καθώς θα χρειαστούν πολλά άλλα για να περάσει το καλό κλίμα των αγορών στην πραγματική οικονομία; Μακάρι να ίσχυε η λογική της μέσης οδού. Δεν το πιστεύω. Και δεν το πιστεύω επειδή άλλη μια φορά δανειζόμαστε πτωχευμένοι, υπό συνθήκες που βαθαίνουν την πτώχευση, προϊδεάζουν την επιμήκυνσή της στο διηνεκές, και δεν περιέχουν καμία απολύτως προοπτική για επανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Κάτι που, βεβαίως, είναι απολύτως λογικό όταν στην εξουσία ανακυκλώνουμε ακριβώς το ίδιο πολιτικό προσωπικό που απαιτούσε από εμάς να τους δοξάζουμε το 2010 και το 2012.
Στις αρχές του 2012, όταν πλέον το κράτος και πτώχευσε (γιατί αυτό ήταν το PSI, όσο και να κρυβόμαστε πίσω από ευφημισμούς) και σύναψε ένα νέο, ακόμα μεγαλύτερο δάνειο που μας εγκλώβιζε έως το 2035 στην χρεο-δουλοπαροικία (το δεύτερο μνημόνιο), άλλη μια φορά κατηγορήθηκα για μικροψυχία και εθνοπροδοσία αρνούμενος να πανηγυρίσω για τις εξελίξεις.
Σήμερα, το «έργο» επαναλαμβάνεται καθώς, άλλη μια φορά, αρνούμαι να συμμορφωθώ στις εντολές του ίδιου πολιτικού προσωπικού (π.χ. του κ. Βενιζέλου) να συμμετάσχω στους εορτασμούς για την «έξοδο στις αγορές» -δηλαδή για νέα δάνεια που λαμβάνει ένα κράτος, του οποίου το χρέος είναι σήμερα ακόμα λιγότερο βιώσιμο απ’ ό,τι ήταν το 2012 και το 2010. Μάλιστα, όχι μόνο αρνούμαι να πανηγυρίσω αλλά τολμώ να πω (π.χ. στο BBC, εδώ) ότι η σημερινή μέρα είναι μέρα πένθους και όχι χαράς καθώς αποτελεί την πρώτη φάση του τρίτου μνημονίου, που θα επεκτείνει την πτώχευση του κράτους μας πέραν του 2055.
Τις σημερινές εξελίξεις τις είχα σχολιάσει εδώ στο protagon τον Φεβρουάριο σε άρθρο με τίτλο «Στις Αγορές, Πτωχευμένοι!» -το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα: «Αυτό λοιπόν που προτείνεται στον ελληνικό λαό, αντί για ένα βιώσιμο σχέδιο για την επόμενη δεκαετία, είναι το να συνεναίσει στην έξοδό του στις αγορές όσο το κράτος του είναι πτωχευμένο, και με προοπτική να βουλιάζει όλο και πιο πολύ στον βούρκο της μακροπρόθεσμης πτώχευσης αλλά, βέβαια, παραμένοντας στις αγορές. Θεωρώ εθνική ανοησία την συναίνεσή μας σε αυτό το πλάνο.»
Το μόνο που χρειάζεται να προστεθεί σε εκείνο το άρθρο (εξού και η χρήση του ίδιου τίτλου σήμερα), είναι μια απάντηση στο εύλογο ερώτημα: «Αν Βαρουφάκη έχεις δίκιο, ότι τα τραπεζικά ιδρύματα και το ελληνικό δημόσιο παραμένουν πτωχευμένα, τότε γιατί πέφτουν οι χρηματιστές και οι ντίλερς ο ένας πάνω στον άλλον για να αγοράσουν τα χαρτιά αυτά;» Οι λόγοι για αυτό το Μέγα Παράδοξο είναι δύο, κανένας εκ των οποίων δεν δίνει στον μέσο έλληνα λόγο να γιορτάζει, όπως απαιτεί από αυτόν το πολιτικό κατεστημένο. Το αντίθετο: αποτελούν λόγους να θλιβόμαστε!
Ο πρώτος λόγος προκύπτει από τις εξελίξεις στις διεθνείς χρηματαγορές. Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται σημαντική αύξηση της ζήτησης για χαρτιά υψηλού ρίσκου (junk bonds), λόγω των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων των «ασφαλών» χαρτιών (π.χ. γερμανικών ομολόγων). Όπως έγραφε στους Financial Times προχτές ο John Plender, «όπως και στην προ του 2008 εποχή, τα χαμηλά επιτόκια οδηγούν το κυνήγι των spreads από τους επενδυτές και [συνεπώς] μείωση στην ποιότητα των χαρτιών που αγοράζονται καθώς οι επενδυτές παραπλανώνται από το χαμηλό ποσοστό πτωχεύσεων. Κάτι που φέρνει κατά νου την ρήση: εάν παραείναι καλό για να διαρκέσει, δεν θα διαρκέσει.»
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Στις αρχές του 2012, η Γερμανία σηματοδοτούσε (όπως έγραφα τότε εδώ) πως δεν αποκλείει την εκπαραθύρωση της Ελλάδας από το ευρώ. Λογικό ήταν οι τιμές των ελληνικών χαρτιών (ομολόγων και τραπεζικών μετοχών κυρίως) να πέσουν στο πάτωμα. Όπως λογικό ήταν ότι από τότε που η κ. Μέρκελ αποφάσισε πως η διάσωση της Ευρωζώνης απαιτεί να εκλίψει το Grexit από την ημερήσια διάταξη, κάτι που έγινε σταδιακά από το καλοκαίρι του 2012 έως πρότινος, τα χαρτιά αυτά θα επανέκαμπταν κάπως (όπως συνέβη από τον Ιούνιο του 2013). Σήμερα έχουμε μια νέα εξέλιξη: Την απόφαση του Βερολίνου και της Φραγκφούρτης να διακηρύξουν, προ των ευρωεκλογών του Μαΐου, την περήφανη νίκη τους εναντίον της ελληνικής κρίσης. Μια απόφαση που υποδηλώθηκε με την συναίνεση του Βερολίνου στο μοίρασμα 500 εκ. από το δήθεν πλεόνασμα και, τώρα, την απόφαση για «έξοδο στις αγορές» η οποία, στα μάτια των ντίλερς, σηματοδοτεί ένα πράγμα: Ότι Βερολίνο και Φραγκφούρτη αποφάσισαν να εντάξουν, σιωπηλά, και την Ελλάδα υπό την σκέπη του προγράμματος ΟΜΤ της ΕΚΤ, που επέτρεψε την έξοδο στις αγορές της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας (όπως εξηγούσα στο προαναφερόμενο άρθρο). Εν συντομία, προϊδέασαν για το τρίτο μνημόνιο, το οποίο θα διαφέρει από τα προηγούμενα δύο σε μόνο ένα πράγμα: τα πάνω από 150 δισεκατομμύρια νέων δανείων θα έρθουν την επόμενη δεκαετία όχι από τον ESM αλλά από τις αγορές, υπό την κηδεμονία του προγράμμαοτος ΟΜΤ της ΕΚΤ.
Επίλογος
Το πολιτικό κατεστημένο απαιτεί από μάς εθνική χαρά και εορτασμό της ηρωικής εξόδου στις αγορές. Με το παρόν άρθρο επιχειρηματολογώ ότι πρόκειται για άλλη μια μέρα θλίψης. Μήπως η αλήθεια βρίσκεται στη μέση; Μήπως είναι καλό που βγαίνουμε στις αγορές αλλά όχι και σωτήριο, καθώς θα χρειαστούν πολλά άλλα για να περάσει το καλό κλίμα των αγορών στην πραγματική οικονομία; Μακάρι να ίσχυε η λογική της μέσης οδού. Δεν το πιστεύω. Και δεν το πιστεύω επειδή άλλη μια φορά δανειζόμαστε πτωχευμένοι, υπό συνθήκες που βαθαίνουν την πτώχευση, προϊδεάζουν την επιμήκυνσή της στο διηνεκές, και δεν περιέχουν καμία απολύτως προοπτική για επανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Κάτι που, βεβαίως, είναι απολύτως λογικό όταν στην εξουσία ανακυκλώνουμε ακριβώς το ίδιο πολιτικό προσωπικό που απαιτούσε από εμάς να τους δοξάζουμε το 2010 και το 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου