.....................................................
ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ
Μετά την παράσταση
έμεινε κρυφά στο υπερώον
στα σκοτεινά.
Η αυλαία ολάνοιχτη
Εργάτες της σκηνής,
φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
ξεστήνουνε τα σκηνικά
μετέφεραν στο υπόγειο
ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
σβήσαν τα φώτα
έφυγαν,
κλείδωσαν τις πόρτες.
Σειρά σου τώρα
χωρίς φώτα, χωρίς σκηνικά και θεατές,
να παίξεις εαυτόν.
Αθήνα 4.ΙΙΙ.85
ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ
Η σόμπα σκούριασε.
Τα μπουριά ξεφλουδάνε.
Οι τοίχοι ραγίζουν.
Στο κάδρο
ένα δέντρο ολομόναχο
πράσινο ακόμη.
Πούλησες και το ρολογάκι του χεριού σου.
Νοθέψανε και τον καφέ.
Ένα τσιγάρο ξεχασμένο
καπνίζει στο σταχτοδοχείο. Λοιπόν,
τόσο μεγάλο κενό
τόση στέρηση,
η ελευθερία;
Αθήνα, 9.ΙΙΙ.85
ΚΡΙΣΗ
Καιρός ναυτίας, - έλεγε -
δηλώσεις, τυμπανοκρουσίες, μετέωρα επίθετα,
νύχτες βαθιές, ξαγρυπνισμένες
μπροστά σ' έναν τεράστιον ουρανό, απόρθητον
από έλλειψη ενδιαφέροντος.
Έχω - είπε -
ένα χρυσό μαχαίρι. Δεν ξέρω
σε ποιον να το χαρίσω,
δεν ξέρω πού να το καρφώσω.
Τ' άφησε στο τραπέζι.
Ύστερα, αφηρημένος, άρχισε να κόβει
τα φύλλα ενός βιβλίου, ακούγοντας έξω
τα βήματα των δύο πλανόδιων μουσικών.
Αθήνα, 18.ΙΙΙ.85
Τρία ποιήματα από το "Υπερώον",
την τελευταία συλλογή
του Γιάννη Ρίτσου(1909-1990)
ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ
Μετά την παράσταση
έμεινε κρυφά στο υπερώον
στα σκοτεινά.
Η αυλαία ολάνοιχτη
Εργάτες της σκηνής,
φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
ξεστήνουνε τα σκηνικά
μετέφεραν στο υπόγειο
ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
σβήσαν τα φώτα
έφυγαν,
κλείδωσαν τις πόρτες.
Σειρά σου τώρα
χωρίς φώτα, χωρίς σκηνικά και θεατές,
να παίξεις εαυτόν.
Αθήνα 4.ΙΙΙ.85
ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ
Η σόμπα σκούριασε.
Τα μπουριά ξεφλουδάνε.
Οι τοίχοι ραγίζουν.
Στο κάδρο
ένα δέντρο ολομόναχο
πράσινο ακόμη.
Πούλησες και το ρολογάκι του χεριού σου.
Νοθέψανε και τον καφέ.
Ένα τσιγάρο ξεχασμένο
καπνίζει στο σταχτοδοχείο. Λοιπόν,
τόσο μεγάλο κενό
τόση στέρηση,
η ελευθερία;
Αθήνα, 9.ΙΙΙ.85
ΚΡΙΣΗ
Καιρός ναυτίας, - έλεγε -
δηλώσεις, τυμπανοκρουσίες, μετέωρα επίθετα,
νύχτες βαθιές, ξαγρυπνισμένες
μπροστά σ' έναν τεράστιον ουρανό, απόρθητον
από έλλειψη ενδιαφέροντος.
Έχω - είπε -
ένα χρυσό μαχαίρι. Δεν ξέρω
σε ποιον να το χαρίσω,
δεν ξέρω πού να το καρφώσω.
Τ' άφησε στο τραπέζι.
Ύστερα, αφηρημένος, άρχισε να κόβει
τα φύλλα ενός βιβλίου, ακούγοντας έξω
τα βήματα των δύο πλανόδιων μουσικών.
Αθήνα, 18.ΙΙΙ.85
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου