......................................................
Μάριος Χάκκας
(1931- 1972)
Ένας κάπως αισιόδοξος επίλογος (μαυρόασπρο)
Η επιστροφή του αόρατου...
Μάριος Χάκκας
(1931- 1972)
Ένας κάπως αισιόδοξος επίλογος (μαυρόασπρο)
Η επιστροφή του αόρατου...
Δεν έχεις άδεια οπλοφορίας, δεν έχεις φυσικά και περίστροφο. Δεν έχεις άδεια κυκλοφορίας, να λέγεται, δεν έχεις και πόδια. Δεν έχεις άδεια εμπορίας, αλλά ούτε κι εμπόρευμα, το σώμα του εγκλήματος, χωρίς κεφάλαιο, η ασώματος κεφαλή ή το ακέφαλο σώμα, κι όυτε χέρια κρυμμένα στις τσέπες. Σκοντάφτεις επάνω τους και λένε "ο αέρας", μπαίνεις σύγκρυο κάτω απ' το δέρμα τους, εκείνοι συνεχίζουν να μη σε παίρνουνε είδηση, τρώνε, σβήνουν το φως και κοιμούνται.
Έτσι έρχεται κάποτε ο αόρατος άνθρωπος μετά τα μεσάνυχτα, ένας μεγάλος χειμώνας, σε κείνον το στενό κι αδιέξοδο δρόμο, τόσο στενό που με το ζόρι χωράει ακόμα κι ο ίσκιος του, γιατί όσο κι αν είναι αέρας και τίποτα, πάλι θέλει το χώρο του.
Δεν μπορεί να προχωρήσει, όχι τόσο γιατί του λείπουν τα πόδια, γιατί στερείται κεφάλι και σώμα, αλλά γιατί δυο σειρές στα πλάγια παρκαρισμένα αυτοκίνητα κλείνουν τον έρημο δρόμο. Δυο σειρές από σίδερο και λαμαρίνα σιάχνουν αυτόν τον διάδρομο που μέσα φυσάει φυλακή και χειμώνας, που βγάζει σ' άλλη φυλακή, σε σιδερένιους διαδρόμους, ένα τούνελ που φέρνει σ' άλλα στενότερα τούνελ.
Κρυώνει, μαζεύει τον ίσκιο του, το μόνο που τού έμεινε, να μην πετσοκοπεί, να μην ξεσκιστεί στις λαμαρίνες επάνω, παίρνει το κεφάλι του προστατευτικά παραμάσχαλα να μη μείνει κάτω από κανένα τροχό, κρύβει το περίστροφο να μη χτυπάει πάνω στα σίδερα και ξυπνήσουν αυτοί που φάγανε, σβήσαν το φως και κοιμούνται.
Σέρνεται παγωνιά στιν κλειδωμένο αυτό δρόμο, στον αμυδρά φωτισμένο διάδρομο ο αόρατος άνθρωπος οραματίζεται ένα αύριο δίχως ίσκιο, δίχως το φόβο τι θ' απογίνει ο ίσκιος του, χωρίς σκιά φόβου ή φοβισμένη σκιά, δίχως σκιά ίσκιου, σέρνεται αποζητώντας το δίκιο του κραδαίνοντας στο ένα χέρι την άδεια οπλοφορίας, στο άλλο την άδεια κυκλοφορίας, στο άλλο χουφτώνοντας την άδεια εμπορίας, στο άλλο μαγκώνει την καρδιά του και λέει: "Είναι μεγάλος ο χειμώνας, λίγο το δίκιο μας και δεν υπάρχουν πια πουλιά που πετάνε με κλεισμένα φτερά. Άλλοτε έρχονταν, ζυγιάζονταν ψηλά όσο να ξεφουσκώσουν οι αεροφόροι ασκοί του Αιόλου, για μια στιγμή έστω ελαφρότερα όμως κι απ' τον αέρα, μες στον αέρα, αέρας και πνεύμα απιφοιτώντας τη στάση μας".
Κάποτε είχες χέρια, είχες δάχτυλα κι έπαιζες πιάνο τα κουμπιά των πολυκατοικιών. Κάποτε είχες πόδια, είχε πέλματα, περπάταγες πάνω σε πλάκες, όλο προσοχή να μην πατήσεις τις γραμμές, το πέλμα ολόκληρο σε κατάλευκο μάρμαρο, (χάνει - βγαίνει, ένα παιχνίδι δικό σου). Κάποτε είχες μάτια να βλέπουν πουλιά που ζυγιάζονται, αετούς μ' ανοιγμένα φτερά, ακίνητα όμως, επιφοιτώντας τη στάση σου.
Τώρα σέρνεται σε μια τρύπα για στόμα βγάζοντας ακατανόητους ήχους, με δυο τρύπες για μάτια σε σκοτάδια αξεδιάλυτα, απλώνει του χεριού του τον τεράστιο ίσκιο και πατάει των πολυκατοικιών τα κουδούνια. Ξέρει, πολύ καλά ξέρει, πως δεν θα ξυπνήσουν γιατί δεν πιστεύουν στην επιστροφή του, άλλωστε ένα ξεπερασμένο παιχνίδι πατενταρισμένο κι αυτό από κάποιον Ουέλς.
Παρ' όλα αυτά επιμένει. Απλώνει τον ίσκιο του χεριού του πάνω στην άσφαλτο και κάνει ένα σκύλο να ουρλιάζει μέσα στη νυχτα, μ' ένα επιδέξιο τρέμουλο κάνει ταχύκαρδο τρομοκρατημένο λαγό, με πίσω το χνώτο του σκύλου, μαζεύει τα τέσσερα δάχτυλα κι αφήνει σταθερά προτεταμένο το δείκτη, ένα περίστροφο που εκπυρσοκροτεί, σπάνε πάνω τα σύννεφα, πέφτει ένα αστέρι καντήλι, πέφτει αργά φωτοβολίδα στο δρόμο, μαζεύονται οι σκιές, ζαρώνουνε, χάνονται ο σκύλος, ο λαγός, το περίστροφο, βλέπει ότι αστόχησε πάλι (χάνει - βγαίνει), γιατί άλλαξε ο φωτισμός και δεν τον ελέγχει καθόλου. Δεν ελέγχει ούτε τον ίσκιο του πια.
Έτσι ήταν πάντα. Όλα άλλαζαν προς το χειρότερο πάντα, μια απροσδόκητη αντιγραφή του πιο επικρατέστερου νούμερου, εκείνο το εμπόρευμα που γινόταν ανάρπαστο πέφτει στον ανταγωνισμό, πέφτουν οι τιμές, πέφτουν τα κέρδη, στοκάρεις ενώ πιέζεσαι να ρευστοποιήσεις και δεν αγοράζει κανένας. Αρχίζει θόρυβος στα ξένα συρτάρια /* είναι τα γραμμάτιά σου που διαμαρτύρονται / ο θόρυβος μεγαλώνει, πολλαπλασιάζεται, δεν τον χωρούν τα ξένα συρτάρια, τα σπάει, βγαίνει έξω, κυκλοφορεί από μαγαζί σε μαγαζί, φτάνει στους δρόμους, σέρνεται, σέρνεσαι, διασύρεσαι, σε φτύνουν, εσύ σκουπίζεσαι (τι άλλο να κάνεις) χρεοκοπείς (χάνει - βγαίνει, παραδέχεσαι πάλι) κι εξαφανίζεσαι.
Τώρα επιδιώκει να γίνει ξανά ορατός, όπως πρώτα, τουλάχιστο στη δική του την όραση, όπως ένα παιδί ανακαλύπτει τα χέρια του κρατώντας μια κουδουνίστρα / κουδουνώντας την για πρώτη φορά ανακαλύπτει την ακοή του, κι όπως προσπαθεί να τη φέρει ψηλά τον βοηθάει να ξαναποκτήσει τα πόδια του, να σταθεί επιτέλους πάνω σ' αυτά, κι έπειτα επιχειρεί τα πρώτα δειλά κι αβέβαια βήματα. Ένα μερμήγκιασμα ανάμεσα χέρια και πόδια κι έχει το σώμα του μαζί με την πρώτη του σκέψη: "Να μια κουδουνίστρα".
Είναι μια κοινή κουδουνιστρα, μισή αγοράκι - γαλάζια, μισή ροζ - κοριτσάκι, με μια παράσταση μέσα, δυο δεντράκια ένα σπίτι ή δυο σπιτάκια ένα δέντρο, δεν έχει και πολύ σημασία, μια κοινότατηπλαστική κουδουνίστρα με σκάγια που χτυπάνε εντός της και κάνει αυτόν τον πρωτάκουστο θόρυβο που χτυπάει πάνω σε παρθένα τύμπανα αυτιών, και φυσικά ούτε λόγος για άδεια οπλοφορίας. Τι να την κάνει; Αυτή η κουδουνίστρα έχει άλλο σκοπό.
Μ' αυτήν τρομάζει τα σκοτάδια του στενού κι αδιέξοδου δρόμου. Τώρα κάπου στο βάθος ξεχωρίζει μια αμυδρή σχισμάδα φωτός. Βαδίζει με σταθερό βήμα σ' ένα διάδρομο που δε φέρνει σε άλλο διάδρομο, σ' ένα τούνελ που δε βγάζει οπωσδήποτε σ' άλλο. Μακριά διακρίνει ένα κομμάτι φως όσο τόπι του τέννις που όλο μεγαλώνει γίνεται μπάλλα, φεγγάρι, ήλιος που τον περιβάλλει, άνοιξη γύρω του, κάτω φρέσκο χώμα, γρασίδι, μια ατέλειωτη άνοιξη καθώς προχωράει με κείνη την κουδουνίστρα στο χέρι και τη σηκώνει ψηλά, τη διαλαλεί, τη δείχνει σε όλους. Ξυπνούνε οι άνθρωποι, τρίβουν τα μάτια τους, τελικά πιστεύουν στ' αυτιά τους, ακούγοντας τον πρωτάκουστο θόρυβο της κουδουνίστρας, τρέχουν όλοι και τον αγκαλιάζουν, άλλοι τον χαϊδεύουν, άλλοι τον φιλάνε, μερικοί θέλουν κιόλας να τον σηκώσουν στους ώμους όπως γίνεται μέσα στα γήπεδα μετά από μια νίκη, αυτός αρνείται, τους αφήνει όμως να τον αγγίξουν και να ψελίζουν "γύρισε", "ένας άνθρωπος γύρισε πάλι κοντά μας" ή "είναι αυτός που τον θεωρούσαμε χαμένο για πάντα" ή "επιστρέφει κομίζοντας στους ανθρώπους ένα μήνυμα" και άλλα τέτοια, κι αυτός από τη συγκίνηση δεν μπορεί τίποτε άλλο, παρά: "Μια κουδουνίστρα, παιδιά, για μεγάλους". "Τι ωραία, νάχεις μια κουδουνίστρα που δεν προορίζεται για το εμπόριο", κι όλο αυτό λέει καθώς θριαμβευτικά προχωράει μέσα στην καταπράσινη άνοιξη.
*σημείωση: όπου "/ ", εννοείται άνω τελεία.
Κρυώνει, μαζεύει τον ίσκιο του, το μόνο που τού έμεινε, να μην πετσοκοπεί, να μην ξεσκιστεί στις λαμαρίνες επάνω, παίρνει το κεφάλι του προστατευτικά παραμάσχαλα να μη μείνει κάτω από κανένα τροχό, κρύβει το περίστροφο να μη χτυπάει πάνω στα σίδερα και ξυπνήσουν αυτοί που φάγανε, σβήσαν το φως και κοιμούνται.
Σέρνεται παγωνιά στιν κλειδωμένο αυτό δρόμο, στον αμυδρά φωτισμένο διάδρομο ο αόρατος άνθρωπος οραματίζεται ένα αύριο δίχως ίσκιο, δίχως το φόβο τι θ' απογίνει ο ίσκιος του, χωρίς σκιά φόβου ή φοβισμένη σκιά, δίχως σκιά ίσκιου, σέρνεται αποζητώντας το δίκιο του κραδαίνοντας στο ένα χέρι την άδεια οπλοφορίας, στο άλλο την άδεια κυκλοφορίας, στο άλλο χουφτώνοντας την άδεια εμπορίας, στο άλλο μαγκώνει την καρδιά του και λέει: "Είναι μεγάλος ο χειμώνας, λίγο το δίκιο μας και δεν υπάρχουν πια πουλιά που πετάνε με κλεισμένα φτερά. Άλλοτε έρχονταν, ζυγιάζονταν ψηλά όσο να ξεφουσκώσουν οι αεροφόροι ασκοί του Αιόλου, για μια στιγμή έστω ελαφρότερα όμως κι απ' τον αέρα, μες στον αέρα, αέρας και πνεύμα απιφοιτώντας τη στάση μας".
Κάποτε είχες χέρια, είχες δάχτυλα κι έπαιζες πιάνο τα κουμπιά των πολυκατοικιών. Κάποτε είχες πόδια, είχε πέλματα, περπάταγες πάνω σε πλάκες, όλο προσοχή να μην πατήσεις τις γραμμές, το πέλμα ολόκληρο σε κατάλευκο μάρμαρο, (χάνει - βγαίνει, ένα παιχνίδι δικό σου). Κάποτε είχες μάτια να βλέπουν πουλιά που ζυγιάζονται, αετούς μ' ανοιγμένα φτερά, ακίνητα όμως, επιφοιτώντας τη στάση σου.
Τώρα σέρνεται σε μια τρύπα για στόμα βγάζοντας ακατανόητους ήχους, με δυο τρύπες για μάτια σε σκοτάδια αξεδιάλυτα, απλώνει του χεριού του τον τεράστιο ίσκιο και πατάει των πολυκατοικιών τα κουδούνια. Ξέρει, πολύ καλά ξέρει, πως δεν θα ξυπνήσουν γιατί δεν πιστεύουν στην επιστροφή του, άλλωστε ένα ξεπερασμένο παιχνίδι πατενταρισμένο κι αυτό από κάποιον Ουέλς.
Παρ' όλα αυτά επιμένει. Απλώνει τον ίσκιο του χεριού του πάνω στην άσφαλτο και κάνει ένα σκύλο να ουρλιάζει μέσα στη νυχτα, μ' ένα επιδέξιο τρέμουλο κάνει ταχύκαρδο τρομοκρατημένο λαγό, με πίσω το χνώτο του σκύλου, μαζεύει τα τέσσερα δάχτυλα κι αφήνει σταθερά προτεταμένο το δείκτη, ένα περίστροφο που εκπυρσοκροτεί, σπάνε πάνω τα σύννεφα, πέφτει ένα αστέρι καντήλι, πέφτει αργά φωτοβολίδα στο δρόμο, μαζεύονται οι σκιές, ζαρώνουνε, χάνονται ο σκύλος, ο λαγός, το περίστροφο, βλέπει ότι αστόχησε πάλι (χάνει - βγαίνει), γιατί άλλαξε ο φωτισμός και δεν τον ελέγχει καθόλου. Δεν ελέγχει ούτε τον ίσκιο του πια.
Έτσι ήταν πάντα. Όλα άλλαζαν προς το χειρότερο πάντα, μια απροσδόκητη αντιγραφή του πιο επικρατέστερου νούμερου, εκείνο το εμπόρευμα που γινόταν ανάρπαστο πέφτει στον ανταγωνισμό, πέφτουν οι τιμές, πέφτουν τα κέρδη, στοκάρεις ενώ πιέζεσαι να ρευστοποιήσεις και δεν αγοράζει κανένας. Αρχίζει θόρυβος στα ξένα συρτάρια /* είναι τα γραμμάτιά σου που διαμαρτύρονται / ο θόρυβος μεγαλώνει, πολλαπλασιάζεται, δεν τον χωρούν τα ξένα συρτάρια, τα σπάει, βγαίνει έξω, κυκλοφορεί από μαγαζί σε μαγαζί, φτάνει στους δρόμους, σέρνεται, σέρνεσαι, διασύρεσαι, σε φτύνουν, εσύ σκουπίζεσαι (τι άλλο να κάνεις) χρεοκοπείς (χάνει - βγαίνει, παραδέχεσαι πάλι) κι εξαφανίζεσαι.
Τώρα επιδιώκει να γίνει ξανά ορατός, όπως πρώτα, τουλάχιστο στη δική του την όραση, όπως ένα παιδί ανακαλύπτει τα χέρια του κρατώντας μια κουδουνίστρα / κουδουνώντας την για πρώτη φορά ανακαλύπτει την ακοή του, κι όπως προσπαθεί να τη φέρει ψηλά τον βοηθάει να ξαναποκτήσει τα πόδια του, να σταθεί επιτέλους πάνω σ' αυτά, κι έπειτα επιχειρεί τα πρώτα δειλά κι αβέβαια βήματα. Ένα μερμήγκιασμα ανάμεσα χέρια και πόδια κι έχει το σώμα του μαζί με την πρώτη του σκέψη: "Να μια κουδουνίστρα".
Είναι μια κοινή κουδουνιστρα, μισή αγοράκι - γαλάζια, μισή ροζ - κοριτσάκι, με μια παράσταση μέσα, δυο δεντράκια ένα σπίτι ή δυο σπιτάκια ένα δέντρο, δεν έχει και πολύ σημασία, μια κοινότατηπλαστική κουδουνίστρα με σκάγια που χτυπάνε εντός της και κάνει αυτόν τον πρωτάκουστο θόρυβο που χτυπάει πάνω σε παρθένα τύμπανα αυτιών, και φυσικά ούτε λόγος για άδεια οπλοφορίας. Τι να την κάνει; Αυτή η κουδουνίστρα έχει άλλο σκοπό.
Μ' αυτήν τρομάζει τα σκοτάδια του στενού κι αδιέξοδου δρόμου. Τώρα κάπου στο βάθος ξεχωρίζει μια αμυδρή σχισμάδα φωτός. Βαδίζει με σταθερό βήμα σ' ένα διάδρομο που δε φέρνει σε άλλο διάδρομο, σ' ένα τούνελ που δε βγάζει οπωσδήποτε σ' άλλο. Μακριά διακρίνει ένα κομμάτι φως όσο τόπι του τέννις που όλο μεγαλώνει γίνεται μπάλλα, φεγγάρι, ήλιος που τον περιβάλλει, άνοιξη γύρω του, κάτω φρέσκο χώμα, γρασίδι, μια ατέλειωτη άνοιξη καθώς προχωράει με κείνη την κουδουνίστρα στο χέρι και τη σηκώνει ψηλά, τη διαλαλεί, τη δείχνει σε όλους. Ξυπνούνε οι άνθρωποι, τρίβουν τα μάτια τους, τελικά πιστεύουν στ' αυτιά τους, ακούγοντας τον πρωτάκουστο θόρυβο της κουδουνίστρας, τρέχουν όλοι και τον αγκαλιάζουν, άλλοι τον χαϊδεύουν, άλλοι τον φιλάνε, μερικοί θέλουν κιόλας να τον σηκώσουν στους ώμους όπως γίνεται μέσα στα γήπεδα μετά από μια νίκη, αυτός αρνείται, τους αφήνει όμως να τον αγγίξουν και να ψελίζουν "γύρισε", "ένας άνθρωπος γύρισε πάλι κοντά μας" ή "είναι αυτός που τον θεωρούσαμε χαμένο για πάντα" ή "επιστρέφει κομίζοντας στους ανθρώπους ένα μήνυμα" και άλλα τέτοια, κι αυτός από τη συγκίνηση δεν μπορεί τίποτε άλλο, παρά: "Μια κουδουνίστρα, παιδιά, για μεγάλους". "Τι ωραία, νάχεις μια κουδουνίστρα που δεν προορίζεται για το εμπόριο", κι όλο αυτό λέει καθώς θριαμβευτικά προχωράει μέσα στην καταπράσινη άνοιξη.
*σημείωση: όπου "/ ", εννοείται άνω τελεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου