Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ «Αρνιόμαστε την ανάληψη της ξεφτίλας μας» "Εφημερίδα των Συντακτών" 31/03/14


.................................................



 "Εφημερίδα των Συντακτών" 31/03/14
 
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ:  
 
«Αρνιόμαστε την ανάληψη της ξεφτίλας μας» 
 
 
«Ο Ωνάσης και ο Νιάρχος απουσιάζουν. Τα ιδρύματά τους, όμως, είναι ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει σήμερα.Ποιος Παναγιωτόπουλος, ποιο Εθνικό και ποιο Κρατικό;». Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, εκτός από το θέατρο, μας μιλάει και για την κρίση, την Ευρώπη, την πολιτική.


Ανέβασε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τους «Καβγάδες στην Κιότζα», τον πέμπτο Γκολντόνι της μεγάλης καριέρας του, μια ευφρόσυνη παράσταση. Εκτός από το θέατρο, όμως, μας μιλάει και για την κρίση, την Ευρώπη, την πολιτική

«Ο Ωνάσης και ο Νιάρχος φυσικώς απουσιάζουν. Τα ιδρύματά τους, όμως, είναι ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Ποιος Πάνος Παναγιωτόπουλος, ποιο Εθνικό και ποιο Κρατικό;»

Της Εφης Μαρίνου

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Ενα γκρουπούσκουλο θεατρίνων καλείται να κάνει τα Σαρακοστιανά εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. O Γκολντόνι, ένας μαέστρος της παρέας, συνεργάζεται με τους υπέροχους μπουλουκτσήδες στο επιτόπιο γλέντι. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου σκηνοθετεί τους «Καβγάδες στην Κιότζα», μια ευφρόσυνη παράσταση ακολουθώντας την αισθητική που επιλέγει τα τελευταία χρόνια με τα «Τυχοδιώκτης», «Του Κουτρούλη ο γάμος», «Κύκλωψ». Αλλωστε ο Γκολντόνι είναι ο αγαπημένος του και οι ηθοποιοί του ένας κι ένας. Και ο ίδιος ο σπουδαίος σκηνοθέτης, ένας απολαυστικός συνομιλητής, ως γνωστόν.

• Μια απλή ιστορία. Ενα ατελείωτο γαϊτανάκι γυναικοκαβγάδων σ’ ένα ιταλικό ψαροχώρι.

«Ο Γκολντόνι, πολυγραφότατος -είχε γράψει πάνω από 212 κείμενα και λιμπρέτα-, πέθανε 86 ετών, έζησε όσο κι ο 18ος αιώνας. Υπάρχει και μια αστεία λεπτομέρεια: ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του υπήρξε θύμα χρεοκοπίας από τον απατεώνα Ελληνα συνέταιρό του. Οι «Καβγάδες στην Κιότζα» συμβαίνουν σε μια πόλη κοντά στη Βενετία με 40 χιλιάδες ψυχές, από τις οποίες οι 30 χιλιάδες ανήκουν σε γυναίκες, που εργάζονται, διασκεδάζουν τη μοναξιά, περιμένουν τους άντρες τους από τη θάλασσα. Το έργο ανήκει στην περίοδο της μεγάλης ωριμότητας του Γκολντόνι, στα αποχαιρετιστήρια έργα του πριν φύγει για πάντα στο Παρίσι. Είχε αγωνιστεί για τη μεταρρύθμιση της κομέντια ντελ άρτε, συγκρούστηκε με το παραδοσιακό ρεύμα, που εκπροσωπούσε ο Κάρλο Γκότσι, υπήρξε πρόδρομος της ευρωπαϊκής σκέψης. Η Ευρώπη, ξέρεις, υπήρχε πριν τσακωθούμε, πριν ματώσουμε εμείς γι΄ αυτήν. Η Ευρώπη είναι όπου κάποιος αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένας άλλος απέναντι. Κι αυτό πουθενά δεν αποτυπώνεται περισσότερο όσο στην εγκωμιαστική κριτική του Γκέτε για τους «Καβγάδες», όταν έκανε το περίφημο ταξίδι του στην Ιταλία ανακαλύπτοντας την Αναγέννηση».

• Είναι ο πέμπτος σας Γκολντόνι μέσα σε τριάντα χρόνια και μάλιστα αφιερωμένος στον Στρέλερ.

«Ο πρώτος ήταν «Το καφενείο», το 1984. Ο Στρέλερ, το 1964, είχε ανεβάσει τους «Καβγάδες» στο Πίκολο. Διατηρούσε μαζί του τη σχέση του Ανταίου με τη γη. Κάθε φορά που δυσκολευόταν, επέστρεφε σ’ αυτόν για να πάρει δύναμη. Επειδή τα λόγια είναι «παιδιά» πολλών ανθρώπων, πρέπει να έχεις κάπου να πατήσεις, ένα αλωνάκι. Αν ισχυριζόμουν ότι ο Γκολντόνι δεν είναι το δικό μου αλωνάκι, η βιογραφία μου θα με διέψευδε. Ο Βισκόντι και ο Ράινχαρντ πρωτοστάτησαν στην ανακάλυψη του Γκολντόνι. Κι αυτό γιατί τον 19ο αιώνα δεν παιζόταν. Αν εξαιρέσεις τη «Λοκαντιέρα», όλα τα έργα του είναι συνόλου, χορωδιακά, χωρίς πρωταγωνιστή. Επίσης είναι ορατό ένα στοίχημα μελωδίας. Η συνύπαρξη φωνών, τόνων, με όρους μουσικούς, θυμίζει Μότσαρτ. Αλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που αναδείχτηκε δουλεύοντας τους «Καβγάδες», είναι μια παλιά μου υποψία για τη σχέση του Γκολντόνι -αλλά και του Μαριβό- με τον Σέξπιρ. Είδα το αποτύπωμά του σ΄ αυτή την απλή ιστορία, θραύσματα από τις «Εύθυμες κυράδες» αλλά και «Με το ίδιο μέτρο». Και η παράσταση, ομολογώ, στοιχηματίζει σε σχέση μ΄ αυτό το γενεαλογικό φόντο. Ο Γκολντόνι και ο Μολιέρος για να κάνουν θέατρο έπρεπε να πληρώσουν τίμημα. Σε βασιλείς, εμπορικό κατεστημένο, παραγωγούς. Εδιναν τη μάχη των αισθητικών επιλογών δουλεύοντας συνεχώς, συγκρουόμενοι με το παρωχημένο σε μια εποχή όπου το θέατρο δεν επιβαλλόταν όπως επιβάλλεται σήμερα».

• Σήμερα επιβάλλεται;

«Αν δεν κάνεις θέατρο, δεν υπάρχεις. Αποτελεί μέρος της γενικότερης συνθήκης της ζωής που αφορά την πλήρη απελευθέρωση του επαγγέλματος. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο επάγγελμα που απελευθερώθηκε το 1980 ήταν του ηθοποιού. Παλιά πήγαιναν λιγότεροι στο θέατρο με περισσότερες πιθανότητες να διαρκέσουν σ΄ αυτό. Σήμερα πηγαίνουν πολύ περισσότεροι με αντιστρόφως ανάλογες πιθανότητες διάρκειας. Κάποτε μιλούσαμε για στήλη θεαμάτων στις εφημερίδες. Τώρα πρέπει να μετονομαστεί σε σελίδα θεαμάτων. Δεν υπάρχουν πια περιορισμοί. Ανάμεσα στη βούλησή μου να κάνω θέατρο και στην πραγματοποίησή της, κάποιος, καλώς ή κακώς, πρέπει να μου δώσει μια άδεια. Υπάρχει το προεδρικό διάταγμα περί αιθουσών τελέσεως δημοσίων θεαμάτων, το οποίο χαλάρωσε, στην ουσία ακυρώθηκε. Αρα νομιμοποιούμαι να καλέσω ανθρώπους οπουδήποτε προς συνάντηση. Είναι η πραγματικότητα της εκφραστικής δημοκρατίας. Το εν δυνάμει προνόμιο των πληβείων του παρόντος».

• Τι είναι αυτό που στρέφει τόσους νέους στο θέατρο;

«Η χορήγηση του υπαρξιακού επιδόματος, διόλου ευκαταφρόνητου. Το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς. Το νόμισμα της δόξας είναι η αναγνώριση, το χειροκρότημα. Εγινε μια μεγάλη διαφήμιση του επαγγέλματος μέσω της τηλεόρασης, όπως κάποτε συνέβαινε από τον κινηματογράφο. Το τοπίο, όπως έχει διαμορφωθεί, ενδεχομένως οδηγεί κάποιον φίλο του θεάτρου στην απονενοημένη σκέψη: μήπως πρέπει το θέατρο να τεθεί πάλι υπό απαγόρευση προκειμένου να γίνει μεγάλο; Φυσικά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι».

• Εν τέλει ποιος «δικαιούται» να ονομάζεται ηθοποιός;

«Είναι ένα ερώτημα. Το θέατρο άνοιξε ως επικράτεια περιλαμβάνοντας πολλές μορφές έκφρασης (περφόρμανς, χοροθέατρο, device theatre). Εχουμε τη μετατόπιση από την ερμηνεία ενός ρόλου στην παρουσία ενός ανθρώπου. Ο ηθοποιός είναι ένας που από κάπου, -από τη σημαία;- αντλεί το δικαίωμα να βρίσκεται απέναντι σε άλλους, εκείνους που θα θεραπεύσουν το αίτημά του για αναγνώριση. Υπάρχει η ανεργία, αλλά υπάρχει επίσης και η τραυματική ανωνυμία. Ο άνθρωπος για να υπάρχει πρέπει και κάποιος άλλος να του λέει ότι υπάρχει. Και το θέατρο εξυπηρετεί αυτή την αναγνώριση».

• Η κρίση δεν φαίνεται να τους αποτρέπει.

«Παίζει ρόλο το ψυχικό διαζύγιο των ανθρώπων με τις προσφερόμενες σήμερα εργασίες, ο νέος κανόνας που βασίζεται στη exibility της «απασχολησιμότητας» έναντι 200 ή 300 ευρώ. Εννοείται πως δεν μιλάμε για εργαζόμενους. Αλλά τι σημαίνει σε απλά ελληνικά αυτή η «ευλυγισία» στην απασχόληση; Πρόκειται για τον περίφημο Βουλωνοτρύπη! Αυτόν που έχει ένα μεταπτυχιακό, ένα διδακτορικό και σταδιοδρομεί τώρα ως Βουλωνοτρύπης, δηλαδή ως γκαρσόνι, μετά ως φορτηγατζής, μετά ως κούριερ. Εδώ λοιπόν έρχεται ο έχων καλλιτεχνικά οράματα νέος και λέει: «Συγγνώμη, απέναντι σ’ αυτή την προοπτική, επιλέγω το άλλο. Ενα ρόλο που με περιμένει. Δεν πειράζει που δεν τον υπογράφει ο Σέξπιρ ή ο Σοφοκλής, τον γράφω εγώ». Κι έτσι βγαίνει στη «γέφυρα» που τον ενώνει με τους άλλους, τη σκηνή. Δηλαδή μπροστά στη δεινή μοίρα του Βουλωνοτρύπη, αυτός ο νέος θα βρεθεί ενώπιον ανθρώπων που θα τον βεβαιώσουν ότι υπάρχει, θα τον χειροκροτήσουν, θα πάει παρακάτω. Και δεδομένου ότι η πρώτη ύλη του θεάτρου δεν είναι κάτι εξειδικευμένο, δεν προϋποθέτει σπουδή μουσικής ή χορού, αλλά το πιο κοινόχρηστο πράγμα του κόσμου, τη γλώσσα, εύκολα ισχύει το: γιατί αυτός κι όχι εγώ;»…

………………………………………………………………………………………………………………………

ΣΥΡΙΖΑ, επιλογικό κεφάλαιο του μυθιστορήματος που λεγόταν ΠΑΣΟΚ

Τι απομένει να διεκδικήσουμε συλλογικά;

«Μια αντίληψη για τον κόσμο, τη φωνή του απόντος θεού, που έλεγε ο Πλάτων: τη δικαιοσύνη. Στη δημοκρατία ακούγονται όλες οι φωνές και επικρατεί θόρυβος. Αλλά έρχεται η στιγμή για μια απόφαση που υπερβαίνει τον θόρυβο της άποψης ενός εκάστου. Εκεί μέσα βρίσκεται το οικονομικό, το πολιτικό. Γιατί να μην μπορεί να σπουδάσει ένα φτωχό παιδί, γιατί να μην απολαμβάνει περίθαλψης ο ηλικιωμένος;».

Ο σοσιαλισμός όπως δοκιμάστηκε μέχρι σήμερα κινήθηκε προς την κατεύθυνση της δικαιοσύνης;

«Δεν κατασκευάζεις τη δικαιοσύνη και την προσφέρεις στο πιάτο. Μόλις τη σερβίρεις, καταργείται… Η δικαιοσύνη είναι μια λαχτάρα, όπως και η Ευρώπη. Τα πράγματα υπάρχουν, επειδή στηρίζονται στην επιθυμία μας γι’ αυτά. Κι εμείς το 1960 ήμασταν περισσότερο Ευρωπαίοι. Το στοίχημα είναι πώς συντελείται η ανανέωση της λαχτάρας».

Η λαχτάρα να γίνουμε Ευρωπαίοι έσβησε;

«Η Ευρώπη έχει αυτοκτονήσει. Εμείς υπήρξαμε ουραγοί στη συγκρότηση και πρωτοπόροι στη διάλυσή της. Το πείραμα ολοκληρώθηκε. Η Ελλάδα αναγνωρίστηκε λαθρεπιβάτης στο σκάφος της Δύσης και συνελήφθη. Ηξεραν ότι βρίσκεται στο αμπάρι, τον ανέχονταν, τον βοηθούσαν, τον δάνειζαν. Δεν πρόκειται για καινοφανή πράγματα. Το σχέδιο Μάρσαλ τι ήταν; Μόνο την έκθεση Πόρτελ να δεις για την αμερικανική βοήθεια του 1947. Ομολογούν ότι οι Ελληνες είναι «κάτι κατσαπλιάδες». Ετσι νομίζεις ότι θα πρόσφεραν τα λεφτά του αμερικανικού λαού;».

Τουλάχιστον διατηρήσαμε την εθνική μας ταυτότητα;

«Η ταύτιση του πολιτικού με το εθνικό έχει ακυρωθεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Εθνικές κυριαρχίες και πολιτικές πέρασαν αλλού, δι’ υπογραφών. Αρα, για ποια εθνική αυτοδυναμία μιλάμε; Αδύνατον να γεννήσουμε έναν καινούργιο Κολοκοτρώνη ή Καποδίστρια. Και η ανάγκη του πολιτικού; Στη μεγακλίμακα διαμορφώνουμε ένα τύπου εθνικό ευρωκοινοβούλιο. Στη μικροκλίμακα βάζουμε τον Φούχτελ στη Θεσσαλονίκη – έδαφος που συμπαθεί τους Γερμανούς γιατί έχει μετανάστες στη Γερμανία-, να λέει ότι θα στείλει δημοτικούς υπαλλήλους στο Ανόβερο να διδαχτούν πώς θα μαζεύουν τα σκουπίδια… Ολα αυτά αφορούν τις εδαφοποιήσεις του κεφαλαίου. Στις αρχές του 19ου αιώνα έπρεπε διαλυθούν αυτοκρατορίες, να δημιουργηθούν κράτη, να αναπτυχθούν εθνικισμοί. Την εποχή της ελληνικής επανάστασης του ’21, ο Μπολιβάρ έλεγε στον Τζον Ανταμς, ιδρυτή, πατέρα των ΗΠΑ: «Θα κάνουμε στη Λατινική Αμερική ομοσπονδία σαν τη δική σας». Ο,τι έλεγε ο Φεραίος για τα Βαλκάνια. Ομως ισχύει αυτό που γράφει ο Θουκυδίδης: μπορεί να συνυπάρχει μια συνομοσπονδία μικρών κρατών με προϋπόθεση ότι ο μικρός σέβεται τον μεγάλο. Κι έτσι στη Λατινική Αμερική καμώνονται τις αστικές δημοκρατίες, δηλαδή του θεαθήναι. Οπως αυτοί έγιναν κράτος λόγω στεριάς –με την εκμετάλλευση των φυτειών– εμείς γίναμε λόγω θαλάσσης. Αλλά και πάλι βλέπεις τους εφοπλιστές να έχουν βγει στη στεριά. Ο Ωνάσης και ο Νιάρχος, ενώ φυσικώς απουσιάζουν, τα ιδρύματά τους είναι ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Ποιος Πάνος Παναγιωτόπουλος, ποιο Εθνικό και ποιο Κρατικό;…».

Πώς σας φαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το Ποτάμι που μόλις άρχισε να κυλάει στην πολιτική;

«Ολα αυτά πλέουν μέσα στα μπάζα της αποϊδεολογικοποίησης των πάντων. Είναι λίγο σαν τους θιάσους. Οπως τότε που ξεφύτρωνε σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο κι από ένα θέατρο και γελούσατε. Ε, τώρα γίνεται με τα κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το τελευταίο επιλογικό κεφάλαιο του μεγάλου ελληνικού μυθιστορήματος, που λεγόταν ΠΑΣΟΚ. Οταν θρυμματίζεται η κρούστα των βεβαιοτήτων, που στηρίζει την ανθρώπινη ζωή, πάντα σκάει η ρωγμή του γελοίου. Εκεί χρειάζεται η σοφία της γείτονος Ιταλίας. Είχαν τον Δάντη, που το ονόμασε κωμωδία και τους έσωσε. Ενώ εμείς μείναμε με την κλάψα. Οι Ιταλοί, πλην της περιοχής του Πεδεμόντιου, αναλαμβάνουν μεγαλειωδώς την ανάληψη της παρακμής τους. Ο Ελλην αντιθέτως, ενώ έχει πίσω του μέγα απόθεμα παρακμής, είναι κολλημένος στον Παρθενώνα. «Ναι καλέ μου, αλλά μετά από τον Παρθενώνα είχε ελληνιστικούς χρόνους, μετά άφθονη γελοιότητα και γελοίους που ο Καβάφης αναδεικνύει. Και η παρακμή μας, ελληνική είναι». «Οχι», στυλώνει τα πόδια ο Ελλην. «Εγώ έχω τον Σοφοκλή». «Μα δεν γίνεται», του εξηγείς. «Θα πάθεις υστερία, νεύρωση»… Αρνιόμαστε την ανάληψη της ξεφτίλας».

Συλλογική η ευθύνη λοιπόν;

«Μα υπάρχει Ελληνας που δεν ενεπλάκη με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο; Σ’ αυτήν την τεράστια φούσκα με τις δήθεν εφημερίδες, τα δήθεν συνδικάτα, τη δήθεν ιδεολογία, δεν έχουμε, έστω, ψίχουλα ευθύνης; Μουρμουρίζαμε απολογητικά: εγώ ένα μισθό παίρνω. Ναι, αλλά δες και λίγο ποιος σ’τον δίνει… Τώρα βρισκόμαστε σε κατάσταση νεκροφάνειας, κάποια λείψανα εδώ κι εκεί, μερικές ισχνές προσπάθειες λόγου. Το τιμόνι του καραβιού είναι στραμμένο παρατεταμένα, αλλά δεν λειτουργεί κανένα σύστημα πλοήγησης».

* INFO: Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Ηρώων Πολυτεχνείου 32, τηλ.: 210 4143300). «Καβγάδες στην Κιότζα» του Κάρλο Γκολντόνι. Σκηνοθεσία-Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου. Δραματουργική επεξεργασία: Βασίλης Παπαβασιλείου-Σωτήρης Χαβιάρας. Σκηνικά, κοστούμια: Μαρί Νοέλ Σεμέ. Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός. Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ. Κίνηση: Δημήτρης Σωτηρίου. Παίζουν: Αντρη Θεοδότου, Χριστίνα Μαξούρη, Αγγελος Μπούρας, Γιάννης Νταλιάνης, Ελένη Ουζουνίδου, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Αντώνης Πριμηκύρης, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Χρήστος Σαπουντζής, Νικόλας Χανακούλας, Μενέλαος Χαζαράκης, Στράτος Χρήστου.

e.marinou@efsyn.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: