Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

"Ο Τζόρτζι στο κτήμα" διήγημα του Αχιλλέα Κυριακίδη (από το fb -31.12.2017 και την "Εφημερίδα των Συντακτών" - 23.12.2017)

...........................................................
 

Ο Τζόρτζι στο κτήμα

Στον Αριστοτέλη Σαΐνη

“Η πραγματική αιτία είναι η θολή και αόριστη υποψία του αινίγματος του Χρόνου”
Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Τέλος του χρόνου»



Στο κτήμα, του είπαν, εκεί να πας. Και πήγε. Ο καιρός ήταν ζεστός, το σπίτι φροντισμένο και έτοιμο, τέσσερις αραουκάριες έκοβαν τη θέα στη δημοσιά απ’ όπου όλο και περνούσαν άνθρωποι και ζώα κι αμάξια, και τα γαβγίσματα του Ορέστη τον προστάτευαν απ’ την απόλυτη ησυχία. Kάθισε στο παλιό σκαλιστό γραφείο με τα κυματιστά πόδια, έβγαλε ένα μάτσο χαρτιά, πήρε την πένα του κι άρχισε να γράφει το πρωτοχρονιάτικο διήγημα που του είχαν παραγγείλει:
«…κι άρχισε να γράφει το πρωτοχρονιάτικο διήγημα που του είχαν παραγγείλει. Οι πρώτες δυο-τρεις λέξεις ήταν ο άνεμος ο πορθητής που ανοίγει πόρτες και παράθυρα και μπαίνουν μέσα οι άλλες με την ορμή που έχουν οι λέξεις όταν δεν αντέχουν πια να μένουν έξω και θέλουν να πλαγιάσουν στο χαρτί, να πάρουν σχήμα. Την ώρα που με φούρια έμπαινε στην έβδομη σελίδα, ακούστηκε η φωνή που τον καλούσε».
Είχε φτάσει με το ζόρι στα μισά της πρώτης σελίδας, όταν ακούστηκε η φωνή που τον καλούσε. Ο εξάδελφός του απ’ το όμορο κτήμα είχε έρθει να τον πάρει για μια βόλτα στο χωριό, να πιουν κρασί και να γιορτάσουν τον καινούργιο χρόνο που έφτανε σε λίγες ώρες.
Βγήκε στο παράθυρο κι εξήγησε στον εξάδελφο ότι είχε έρθει για συγκεκριμένη αποστολή στο κτήμα, ότι έτρεχαν προθεσμίες, ναι, έτσι ακριβώς το είπε, λες και δεν ήταν το μυαλό του αυτό που έτρεχε για να προλάβει τις προθεσμίες, να συναντήσει τον ακίνητο χρόνο. Ο εξάδελφος έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε με τα γνωστά αν αλλάξεις γνώμη ξέρεις.
«Ο εξάδελφος έσκυψε το κεφάλι σαν να ’χε πειστεί απ’ αυτά που άκουσε κι ετοιμαζόταν να φύγει, αλλά ξαφνικά έπιασε πάλι να επιχειρηματολογεί, θυμίζοντάς του περασμένες βόλτες και παλιές Πρωτοχρονιές, κι απ’ όλα αυτά που έσκαγαν στο κεφάλι του σαν πυροτεχνήματα ένα μονάχα έμεινε για κάμποση ώρα στον ουρανό της μνήμης του, φέγγοντας ένα χωριατόπαιδο, ξυπόλυτο, μικρότερο απ’ αυτούς αλλά τους φώναζε νεαρέ κύριε και νεαρέ κύριε, που ήξερε πάντα απέξω τι ώρα ήταν και, με την απαράμιλλη χρονομετρική του ακρίβεια, έδινε με κραυγές το σύνθημα ν’ αρχίσουν τα εορτάσιμα φιλιά κι οι αγκαλιές για τον καινούργιο χρόνο».
Λυπήθηκε που ’χε διώξει έτσι άσπλαχνα τον συνομήλικό του συγγενή, στο κάτω κάτω καλοσύνη του κι ούτε που είχε καμιά υποχρέωση, ας του ’λεγε τουλάχιστον ν’ ανέβει, να τα πουν για λίγο, να θυμηθούν πολλά, όπως εκείνο τον ξυπόλυτο χωριάτη που ήξερε πάντα να σου πει ό,τι ώρα του ζητούσες και σήμαινε με τη δεκαπεντάχρονη φωνή του κάθε Πρωτοχρονιά των παιδικών τους χρόνων. Κι αν όχι αυτό το αγόρι των θαυμάτων (γιατί δεν ήταν μόνο η ώρα μα κι όλα όσα κουβαλούσε στο μνημονικό του και δεν έλεγε να τα σβήσει ώσπου κι αυτό δεν άντεξε στα δεκαεννιά του), έστω τον γέρο που καθόταν στο ίδιο πάντοτε κατώφλι και προφήτευε αναδρομικά.
«Υστερα ο εξάδελφος θυμήθηκε έναν γέροντα, στο ίδιο χωριό, στο ίδιο πάντοτε κατώφλι καθισμένο, που είχε πάντα μια ιστορία να τους φιλέψει, οι πιο πολλές απ’ τους πολέμους, κι ήξερε να τις κουμαντάρει όπως τον βόλευε, αν ήταν Πάσχα έβαζε στην ιστορία του μαρτύρια και αναστάσεις, κι αν ήτανε Πρωτοχρονιά καλή ώρα φόρτωνε τα λεγόμενά του με καμπάνες και με λιχουδιές, έστω κι αν ήταν απ’ αυτές τις λιχουδιές που λαχταρούσε κάνας πληγωμένος στο πεδίο μιας αέναης μάχης, ίσως πιο πολύ κι απ’ όλους τους καινούργιους χρόνους που απειλούσαν να μην έρθουν. Για ποιο απ’ όλα τα χωριά μου λες, γιατί είναι τρία-τέσσερα αν θυμάμαι, ρώτησε τον εξάδελφο. Ενα είναι το χωριό, είπε ο εξάδελφος, τα Σαράντα Χώματα. Εκείνος το θυμόταν Τριανταπέντε αλλά δεν είπε τίποτα».
Αλήθεια υπήρχε ένα χωριό κοντά στο κτήμα που λεγόταν, ένας θεός ξέρει γιατί, Τριανταπέντε (ή Σαράντα) Χώματα, και στο έμπα του χωριού έμενε εκείνο το παιδί-χρόνος με την άβυθη μνήμη. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί μήπως εκείνα τα χώματα ήταν αυτά που περισσεύουν απ’ τη γη όταν φυτέψεις πεθαμένο, γιατί είχαν σκοτωθεί καμπόσοι απ’ το χωριό στις μάχες να κερδίσουν ή έστω να μη χάσουν κάτι που κανείς ποτέ δεν τους εξήγησε τι ήταν.
Είχε βραδιάσει όταν σηκώθηκε να ξεπιαστεί. Πονούσε και το χέρι του απ’ το γράψιμο, γιατί είχε προχωρήσει αρκετά και κόντευε στο δύσκολο σημείο όπου ο αφηγητής θα έφτανε στο σπίτι της γιαγιάς Βεατρίκης για τον πρωτοχρονιάτικο χορό, κι εκεί ο εξάδελφός του θα τον έπαιρνε απ’ το χέρι και θα τον κατέβαζε στο υπόγειο, θα τον κάθιζε σε μια καρέκλα, θα ’σβηνε το φως και θα τον άφηνε μόνο του, κι όταν τα μάτια του θα συνήθιζαν το σκοτάδι θα ’βλεπε κάτι που ούτε είχε ούτε του ’μελλε να ξαναδεί ποτέ: το παν. Δηλαδή, όλα τα έργα του χρόνου.
Και τότε ακούστηκαν από το πουθενά της άγραφης μυθοπλασίας του η φωνή του εξαδέλφου που τον καλούσε πάλι να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά, και η άλλη φωνή, πιο αγορίστικη, πιο αθάνατη, που διαλαλούσε την πραμάτεια του, μεσάνυχτα παρά ένα, χωριανοί, και ξανά μεσάνυχτα παρά ένα, και πάλι παρά ένα, και κατάλαβε πως εκείνη η παραγγελία ήταν για ένα διήγημα όπου ο χρόνος δεν αλλάζει, όπου όλοι μένουν παγιδευμένοι σ’ ένα παρόν που αρνείται να φύγει και σ’ ένα μέλλον που αδυνατεί να έρθει, κι ας έμεναν μετέωρα κάτι αναπάντητα ερωτήματα όπως τι κάνουμε με τη φθορά και με την πρόοδο των αριθμών κι εκείνα τα Σαράντα Χώματα που θα ’μεναν σαράντα στον αιώνα τον άπαντα.


 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: