Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ : Μικρό ανθολόγιο...

...........................................................








Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)

















[ΑΤΙΤΛΟ], 1906


Γιατί να βασανίζουμε το νου,

να τυραννούμε άδικα τη σκέψη;

Ως τότ’ ένας κομήτης τ’ ουρανού

θαρρώ πως θα μας έχει ξεμπερδέψει.

Θα λείψει κάθε πίκρα και πληγή,

θα λείψουνε τα βάσανα κι οι πόνοι

έτσι και μεις γλιτώνουμε απ’ τη γη

κι η γη απ’ το μπελά μας ξεγλιτώνει.

Νομίζετε καλέ πως ημπορεί

η σφαίρα μας η κακομοίρα να ‘χει

μια τέτοια κοινωνία πονηρή

και δύστροπη, για φόρτωμα στη ράχη;

Έλα, κομήτη, έλ’ απ’ τα ψηλά

και – στο Θεό σου – κάψε τέτοια σφαίρα,

που όλο μας σκοτίζει τα μυαλά

και γύρω παραδέρνει στον Αιθέρα.


ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ

Κι αν έκλαιγα μπροστά σας όλο θλίψη

κι είπα πονώ κι είπα πως θα πεθάνω,

το μέτωπό μου όμως δεν έχω σκύψει,

μη με θαρρείτε της χαράς ζητιάνο.



Στης Ηδονής εσείς τα περιβόλια

ήπιατε μες στα κρύσταλλα το μέλι,

όσο και αν κύλησε η καρδιά μου η δόλια,

να πιει το καταστάλαγμα δεν θέλει.



Γιατί κανένας στο παράπονό μου

πονετικό χαμόγελο δε δίνει.

Μη με θαρρείτε για φτωχό του δρόμου,

που κλαίγεται και θέλει ελεημοσύνη.



Θέλω έρημιά… Θα βυθιστώ στην πλάνη

του φεγγαριού που αναστενάζει απάνω.

Ο πόνος μου για συντροφιά μού φτάνει,

στον πόνο μου για συντροφιά δεν φτάνω;



Ψίχαλα της χαράς δεν θέλω, μήτε

θα γονατίσω εμπρός σας καθώς τόσοι.

Δεν έχω ανάγκη να με λυπηθείτε.

Το χέρι μου δεν έχω ακόμη απλώσει!



Θα φύγω από τα μάτια σας· με πνίγει

να βλέπω γύρω μάτια ευτυχισμένα,

σα συλλογιέμαι πως μπορούσε λίγη,

λίγη Ηδονή να ρίχνουνε για μένα.



Μα τόσο χαμηλά δεν έχω πέσει,

δεν τη ζηλεύω, δεν την καμαρώνω.

Και αν έχω στην ψυχή μου μία θέση,

τη φύλαξα στον Βασιλιά τον Πόνο.




ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟ

Ήρθ’ ένα χέρι χτες το βράδυ,

στ’ άγριο σκοτάδι της ερήμου,

και μου ‘σφαξε όλα τα όνειρά μου…

κι έλουσε στο αίμα την ψυχή μου…



Το ‘βλεπα, μέσα στο σκοτάδι,

να σέρνεται, να το σκοτώνει,

-κι ήμουν μονάχος… Δεν μπορούσα

να ξεφωνίσω «Δολοφόνοι!»



Με κοίταζαν με τα χλωμά τους

τα προσωπάκια, πεθαμένα…

Μου τα ‘σφαξε όλα και μ’ αφήκε,

σα μάνα απελπισμένη, εμένα…



…Ήρθ’ ένα χέρι, χτες το βράδυ,

κι έριξε την ψυχή μου χάμου,

και μου στραγγάλισε, ένα ένα,

τ’ αθώα, τα ολόλευκα όνειρά μου!



Θα πάω, απόψε, να τα θάψω,

στο μακρινό το κοιμητήρι,

και θα ‘ρθει, αγάλια το φεγγάρι,

χλωμό, στον τάφο τους να γείρει!



Κι απόψε, πιο γλυκά, κι η δύση

η ματωμένη της ερήμου,

μ’ αγάπη θα χαμογελάσει,

στη ματωμένη την ψυχή μου… 

  
SPLEEN
Enough!

(Ο υστερνός λόγος του Locke τη στιγμή που πέθαινε)


…Βαρέθηκα όλους τους σαχλούς

Και τους κουτούς του κόσμου…

Καιρός να ζήσω μοναχός·

τι λέτε πια;… Καιρός μου!

Δε φτάνει που τους έδινα,

ευγενικά το χέρι;

Πόσες αηδίες τράβηξα,

ένας Θεός το ξέρει!

Τώρα… το πήρα απόφαση:

θα ζήσω όπως μ’ αρέσει!

Όποιος μού μπαίνει εμπόδιο,

θα τον πετώ απ’ τη μέση!

Και θα τραβώ, χωρίς καημούς,

για τούτο και για κείνο…

Και για τους άλλους τσακιστή

δεκάρα δε θα δίνω!...

Ας ρίξουμε, μια και καλή,

όλοι μας τη σκέπη:

όπως γουστάρει καθενός

να ζήσει, τώρα, πρέπει…

…Κι αν με κακολογήσουνε,

και ειπούνε χίλια τόσα,

κι ό,τι τους έρχεται στο νου,

κι ό,τι τους τρώει τη γλώσσα –

άσ’ τους να λένε… Φίμωτρο

δεν έχω να τους βάλω·

μα θα μου μπουν απ’ το ‘να αυτί

και θα μου βγουν απ’ τ’ άλλο!

…Κι έτσι, κανείς παράπονο,

στον κόσμο αυτό δε θα ‘χει:

Πάντα οι Κουτοί θα ‘ναι Κουτοί

κι οι βράχοι πάντα… βράχοι!



ΜΙΑ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ

Μια περηφάνια με στυλώνει ακόμα…

Κι αν μου έρχουνται τα δάκρυα ως τα μάτια,

κι αν η καρδιά μου εγίνηκε κομμάτια,

μετάνοια δε θα μου ‘βγει από το στόμα…



Μια περηφάνια με στυλώνει ακόμα…

Σα φίδια με λοξοκοιτάνε οι άλλοι,

Μα, εγώ, δε χαμηλώνω το κεφάλι,

Ώσπου να με σωριάσουνε στο χώμα…



Μια περηφάνια με στυλώνει ακόμα…

...Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα

Και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα,

Κι έκανε την πικρή καρδιά μου λιώμα…



Μια περηφάνια με στυλώνει ακόμα…




ΑΠΑΥΔΗΜΟΣ

Ήμουν μες στην αγάπη σου τόσον καιρό κλεισμένος,

μ’ αυτό δε θέλω και να πω, πως μου ήταν φυλακή·

μα τι τα θες, όλα περνούν, ας μένει ίσαμ’ εκεί·

θέλω να φύγω τώρα πια, γιατ’ είμαι κουρασμένος…



Ίσως κανένας πιο τρελός, ή πιο βασανισμένος

να βρει σε σένα την παλιά χαρά, τη μαγική·

όσο για μένα δεν μπορώ, μου ειν’ αρκετό ως εκεί·

θέλω να φύγω τώρα πια – γιατ’ είμαι κουρασμένος.



Θέλω και πάλι να χαθώ στην πρώτη μου σιωπή,

να μη θωρώ, να μη γρικώ τι γίνεται τριγύρω,

να λησμονήσω ως και χαρά και αγάπη τι θα πει·



θέλω τα μάτια μου τα δυο να κλείσω και να γείρω,

-κι αφήνοντάς σε να χαθείς στα πέρατα του δρόμου,

να σ’ έχω, τότε συντροφιά, για πάντα, στ’ όνειρό μου…





        ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙ΄ΡΑΣ


   ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΤΡΕΧΕΙ, ΤΡΕΧΕΙ ΣΑΝ ΤΡΕΛΟ – τρέχει και σφυρίζει μέσ’ τον κάμπο. Δε μπορεί κανένας ναν το φτάσει…

   Είχε κινήσει για δεν ξέρω πού – αλλά τραβώντας, έχασε το δρόμο. Ο ήλιος ήταν έτσι δυνατός, ώστε τραβώντας, έχασε το δρόμο. Και τώρα πια δεν ξαίρει πού πηγαίνει! Κι’ όχι μόνο δεν ξαίρει πού πηγαίνει, αλλά θαρρώ πως έχει λησμονήσει και το σταθμό, και τη στιγμή που κίνησε! Θαρρώ πως όλα τάχει λησμονήσει…

   Και τώρα να που τρέχει σαν τρελλό, τρέχει, κι ούτε ξαίρει πού πηγαίνει! Σφυρίζοντας τρελλά, σπαραχτικά, μέθησε, λες, και τρέχει μέσ’ στον κάμπο. Τρέχει μέσ’ στο γαλάζιο τ’ ουρανού, φτάνει κι’ αφίνει πέλαγα και δάση, περνάει δίπλα σ’ άγνωστα ποτάμια, ζυγώνει σε παράξενα βουνά – μόνο δε δείχνει πως, ποτέ, θα φτάσει κάπου…

   Μπορεί και να μη φτάσει πουθενά! Μπορεί, χαμένο στα βάθη της αβύσσου, χαμένο μέσ’ στην ίδια του τη μέθη, να μη φτάσει ποτέ και πουθενά…

   Τώρα δεν αγγίζει πια στη γης: Οι ρόδες του γυρνάνε στο κενό.

   Τρέχει λυτρωμένο μέσ’ στο φως, τρέχει για κάποιον άγνωστο σκοπό, τρέχει δίχως ράγια, δίχως φρένα, χωρίς ελπίδα κάπου να σταθεί – δίχως τέλος και χωρίς αρχή -, το πυρετώδες, υπερφυσικό, δαιμονισμένο τραίνο της Χιμαίρας…

                                                                                                                        (1936)




Σαν αεράκι

Στίχοι: Ναπολέων Λαπαθιώτης 
Μουσική: Μανώλης Πάππος 
Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη 

Χρυσή μου αγάπη, αν ήξερες τι μέλι είσαι για μένα... 
Τα μπουμπουκάκια τα όμορφα, τα μοσχομυρισμένα. 
Και τα αγεράκια που φυσούν 
Σα λιποθυμισμένα, δεν έχουνε το βάλσαμο που 'χεις εσύ για μένα... 

Της λίμνης τ' αφρολούλουδο και του γιαλού η γαλήνη. 
Η σμύρνα, το ροδόσταμο που αργοσταλάει και σβήνει. 
Κι οι ροδωνιές, κι η ολόδροση του κήπου ανθόπλημμύρα, 
των δυο χειλιών σου των γλυκών δεν στάζουνε τα μύρα...!!! 

 Πάω στην τρισέρημη αμμουδιά 
και - μόνη τί να κάμω; 
Χαράζω κύκλους απαλούς 
Στο μουσκεμένον άμμο... 
Σαν αγεράκι χάνονται στο κύμα 
Απάνω - απάνω 
Και απόμεινα στην ερημιά Μονάχη... Τί να κάμω!!! 

Τώρα το ετοιμοθάνατο βαλσαμωμένο αγέρι, 
 γλυκά τραγούδια θλιβερά ν' αναστενάξει ξέρει... 
Αλήθεια! Ξέρει πιο γλυκά να τραγουδάει από μένα! 
Εγώ δεν ξέρω πιο γλυκά μα ξέρω πιο θλιμμένα... 

***Το κομμάτι στην παρούσα εκτέλεση συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο "Αιγαίο"¨του Μανώλη Πάππου και του Βασίλη Δρογκάρη





Δεν υπάρχουν σχόλια: