............................................................
· «Από την ανάποδη»
ένα παραμύθι του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή (από την Εταιρεία των Συγγραφέων και την «Εφημερίδα
των Συντακτών», 2017)
Μια φορά κι έναν καιρό, τα ρούχα γύρισαν από
την ανάποδη και έμειναν έτσι: οι γυναίκες έβαζαν τα
νυχτικά πάνω από το φόρεμα και τον χειμώνα, φορούσαν το παλτό από μέσα και το
κομπιναιζόν απ’ έξω. Ακόμα περισσότερο, οι μπλούζες ήταν ανάποδα, το κάτω μέρος
με τα μανίκια περασμένα στα πόδια, το πάνω μέρος σουφρωμένο στο στήθος. Το
παλτό φορεμένο με τη φόδρα και τις βάτες απ’ έξω, τα λουλουδάκια στο
κομπιναιζόν ήταν γαρνιτούρα στον λαιμό και οι λουλουδάτες τιράντες δενόταν στη
μέση δεσποινίδων και κυριών. Το ίδιο συνέβαινε στα αντρικά ρούχα: το σώβρακο
πάνω από το παντελόνι, το πουκάμισο πάνω από το σακάκι. Ορισμένοι περπατούσαν
με τις κάλτσες πάνω από τα παπούτσια και με το παπιγιόν δεμένο στο αριστερό
γόνατο, επειδή και η καρδιά είναι αριστερά. Συζήτηση γινόταν να μη γυριστούν
ανάποδα τα ρουχαλάκια των μωρών, οι πάνες των νηπίων, αλλά και τα κρεβάτια
αγοριών και κοριτσιών, ώστε τα σεντόνια να είναι στο πάτωμα και να σκεπάζονται
τα παιδιά με το στρώμα.
Με
λίγα λόγια, ο κόσμος από την ανάποδη. Ένας κόσμος που είχε έρθει στην ώρα
του, μια συνήθεια που δεν προκαλούσε έκπληξη· πρόοδος. Δεν υπήρχε άνθρωπος που
να μη φώναζε σε άγνωστους και φίλους «είσαι καλά έτσι!» και να μην άκουγε αυτές
τις λέξεις να επιστρέφουν με τον ίδιο ήχο στα αυτιά του, επειδή κάθε άγνωστος
και φίλος έλεγε, σε όποιον έβλεπε, «είσαι καλά έτσι!». Υπήρξαν συνεπώς κατά
συρροή γνωριμίες, συναντήσεις, ανταλλαγές ασπασμών, χειραψίες, προσκλήσεις σε
γεύμα, περίπατοι, χοροεσπερίδες και λογιών υπαίθριες εκδηλώσεις στο φως της ημέρας,
υπό το σεληνόφως, υπό το φως των κεριών και λαμπάδων, όταν το φεγγάρι βρισκόταν
στη χάση του και όταν γίνονταν διακοπές ηλεκτρικού λόγω της τάσης του δικτύου
να πάει ανάποδα προς επιβεβαίωση του κανόνα ότι όταν κάτι πάει ανάποδα, όλα θα
πάνε ανάποδα ως το τέλος.
Δεν ξέρουμε αν γνώριζε αυτόν τον κανόνα ο
μικρός λύκος εκεί μακριά που ζούσε. Υποθέτουμε ότι δεν τον γνώριζε. Αν τον
γνώριζε, είναι λογικό ότι δεν θα έδινε σημασία: δεν γίνεται να βγάλεις το
τομάρι σου και να φορέσεις το μέσα έξω. Ο κόσμος του μικρού λύκου ήταν λοιπόν όπως
τον είχε μάθει: δεν είχε ανάποδη. Έτσι, ήταν λυπημένος, επειδή η γιαγιά του
είχε αρρωστήσει, είχε ψηλό πυρετό, το σπίτι της ήταν στο διπλανό δάσος, και η
μητέρα του τού έλεγε να βιαστεί, να πάρει στον ώμο του το σακούλι με τα
φαγώσιμα και τα κινίνα να τα πάει στη γιαγιά, να μην τον βρουν το σκοτάδι και η
νύχτα, ο καιρός ήταν καλός, τα πουλάκια κελαηδούσαν, η μητέρα του λύκου δεν
προλάβαινε να πάει εκείνη το σακούλι με τα φαγώσιμα και τα κινίνα,
κοψομεσιαζόταν εδώ και μέρες ανοίγοντας φύλλο, ψήνοντας πίτες, πλάθοντας και
φουρνίζοντας καρβέλια ψωμί, σουβλίζοντας αρνιά, για να έχει φαγητό η αγέλη, να
χορταίνει και να μην ορμάει στα μαντριά όπως κάνουν οι λύκοι και στα κοτέτσια όπως
κάνουν οι αλεπούδες.
Να
μην τα πολυλογούμε, επειδή η ώρα περνάει και πρέπει να πούμε όλη την ιστορία
πριν γυρίσει η μέρα και έρθει η νύχτα, ώστε να βλέπουμε στο φως τι λέμε, ο
μικρός λύκος ξεκίνησε το πρωί με τη δροσούλα, περπατούσε στο δάσος,
τραγουδώντας για να κρατάει τον ρυθμό
περπατώ,
περπατώ εις το δάσος
εγώ
ο λύκος είμαι εδώ.
Καρδερίνες
και κοτσύφια, χελιδόνια και παπαγάλοι, χελώνες και λαγοί, κουνάβια και
ασβοί, τον χαιρετούσαν στο πέρασμά του
λύκε, λύκε,
είσ’
εδώ.
Να επαναλάβουμε πως ενώ τα πράγματα των
ανθρώπων είχαν γυρίσει από την ανάποδη, τα πράγματα των
λύκων και του δάσους είχαν μείνει ίδια και απαράλλαχτα, κάτι που έμοιαζε πια με
αναποδιά. Σκέψου, λοιπόν, πως όταν ο λύκος έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς του,
άνοιξε την πόρτα και προχώρησε στο δωμάτιο, είδε πως στο κρεβάτι, γυρισμένο
ανάποδα στο πάτωμα, ήταν ξαπλωμένη, πάνω σε παχύ πάπλωμα, μια πανέμορφη κοπέλα της
ηλικίας του, που φορούσε από την ανάποδη κόκκινη σκουφίτσα, τυλιγμένη σε
ανάποδα υφαντά πολύχρωμα σεντόνια. «Γιαγιά», είπε ο λύκος, «σου έφερα φαγώσιμα».
«Έλα κοντά για να τα δω καλύτερα», είπε η κοπέλα, που ο λύκος αναγνώρισε πως
ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα. Βέβαια, δεν του περνούσε από το μυαλό πως η
Κοκκινοσκουφίτσα θα πεταγόταν όρθια, θα έπεφτε πάνω του και θα τον
καταβρόχθιζε, τα φαγώσιμα θα έπεφταν στο πάτωμα, γάτες και σκύλοι θα ορμούσαν
να τα φάνε, τίποτα δεν περίσσεψε ούτε από τον λύκο ούτε από τα φαγώσιμα. Όσο
για τα κινίνα, όσα ποντίκια είχαν πυρετό τα μασούλισαν και βρήκαν την υγειά τους.
Ούτε βρέθηκε κυνηγός που, ακούγοντας τις φωνές και τις ικεσίες του λύκου, θα
έτρεχε στο σπίτι, θα προλάβαινε να ανοίξει την κοιλιά της Κοκκινοσκουφίτσας και
να βγάλει από μέσα τον τρομαγμένο λύκο, ζωντανό ακόμα.
Και πέρασαν καιροί και χρόνια,
κανείς δεν αναρωτήθηκε τότε, ούτε αναρωτιέται πια στα χρόνια μας, γιατί η
κοιλιά της Κοκκινοσκουφίτσας ήταν και είναι πρησμένη, γιατί ο λύκος δεν έχει
γυρίσει στη μητέρα του, γιατί οι λύκοι βγάζουν φωνές σαν να κλαίνε.
Σε
έναν κόσμο γυρισμένο από την ανάποδη, δεν περνάει από το μυαλό το ίσιο.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου