...............................................................
Μερικά πράγματα που μας έμαθε ο Φαμπρ…
έγραψε η Δέσποινα Κουτσούμπα (http://dkoutsoumpa.gr, 7/4/2016)
Αυτές τις μέρες ήταν σαν να κοιταχτήκαμε σε έναν καθρέφτη. Κι αυτό που είδαμε θα πρεπε να μας έχει -τουλάχιστον- τρομάξει. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε μια μέρα πριν την 4η Απρίλη της ντροπής. Και λες μετά, εδώ καταργούμε τη Συνθήκη της Γενεύης, με τον Φαμπρ και τον Μπαλτά θα ασχολούμαστε; Κι όμως, κατά ένα περίεργο τρόπο, νομίζω ότι όλα σχετίζονται…
Όπως σε όλα τα πράγματα που κάνει αυτή η κυβέρνηση εδώ και ενάμιση
χρόνο, υποτίθεται ότι και η «παρεξήγηση» -όπως το χαρακτήρισε (όχι και
τόσο εύστοχα) ο Α. Μπαλτάς- με το «Ελληνικό Φεστιβάλ» προέκυψε μόλις
προχτές, στο θέατρο Σφενδόνη. Μιας και προέκυψε προχτές, χρειάζεται να
λυθεί και με μια «έκτακτη απόφαση» -από το προσφυγικό ως τον πολιτισμό,
το (κυβερνητικό) μοτίβο είναι ολόιδιο…
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το πρόβλημα έλλειψης οποιασδήποτε
πολιτικής που να αφορά τους θεσμούς (και όχι τα πρόσωπα) στο σύγχρονο
πολιτισμό, έχει κλείσει ήδη ενάμιση χρόνο υπό την αιγίδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ
(και δεκαετίες με τους προηγούμενους). Και βέβαια αυτό δεν αφορά μονάχα
το Ελληνικό Φεστιβάλ -για το οποίο έγινε τώρα ο ντόρος- αλλά εξίσου το
Εθνικό Θέατρο, το Μέγαρο Μουσικής (αφού πλέον το… αγοράσαμε), το Εθνικό
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και πάει
λέγοντας…
Μόνο που στην περίπτωση του πολιτισμού, it takes two to tango. Αυτή η
έλλειψη πολιτικής απολαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τη συνευθύνη αυτού που
αυτοαποκαλείται «καλλιτεχνικός κόσμος» (για να μην παρεξηγηθώ: τον όρο
αυτό, και μάλιστα σε εισαγωγικά, θα χρησιμοποιήσω στο εξής για να
περιγράψω όσους έχουν την εξουσία να «ορίζουν» -μέσω της δυνατότητας
έκφρασης λόγου στη δημόσια σφαίρα- το τι λέει και τι θέλει ο
«καλλιτεχνικός κόσμος» της χώρας. Μιλώ λοιπόν για αυτούς που έχουν αυτή
την «εξουσία»). Το επεισόδιο με τον Φαμπρ απλώς ανέδειξε το πρόβλημα που
προϋπήρχε -και προφανώς δεν το θεράπευσε.
- Η μεγάλη απουσία
Θα φαγωθεί ο Χατζάκης από το Εθνικό ή όχι; Θα πάρει το ΕΜΣΤ η Κοσκινά
ή η Καφέτση; Πρέπει να μείνει ή πρέπει να φύγει ο Λούκος; Ποιος θα
αναλάβει τον κινηματογράφο μετά τις αλληλοκαταγγελίες των μελών ΔΣ που
είχε διορίσει ως «νέο ΔΣ» ο Ξυδάκης; Στις σελίδες των εφημερίδων
αποκλείεται να μην παρακολουθήσατε τις μάχες Χατζακικών-αντιχατζακικών,
τα υπογραφολόγια υπέρ και κατά του Λούκου και πάει λέγοντας. Ο πόλεμος
για τα πρόσωπα άνοιξε μαζί με το περσινό Τριώδιο -μόλις ανέλαβε η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δηλαδή- και δεν θα κλείσει μέχρι να τακτοποιηθεί κι ο
τελευταίος…
Τι δεν διαβάσαμε; Τι δεν αμφισβητήθηκε από τους δημοσιολογούντες; Το
ίδιο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, που ορίζει ότι ο εκάστοτε υπουργός
διορίζει το ΔΣ (έστω την πλειοψηφία), και τον Διευθυντή του εκάστοτε
φορέα! Με τι κριτήριο; Το προσωπικό του γούστο, την προσωπική του σχέση,
τις ομάδες πίεσης; Όποιο γουστάρει. Ναι, αυτό προβλέπεται στο θεσμικό
μας πλαίσιο! Ωραίο ε;
Κι εδώ ερχόμαστε στα δύσκολα… Γιατί αν πραγματικά η κυβέρνηση της
Πρώτης-Φοράς (της Δεύτερης δεν το συζητάω καν…) ήθελε να αλλάξει κάτι
ουσιαστικό στο σύγχρονο πολιτισμό, θα είχε αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο,
αντί να αλλάζει τα πρόσωπα -ακολουθώντας ακριβώς τα πατήματα όλων των
προηγούμενων. Κι αν ο «καλλιτεχνικός κόσμος» (λ.χ. αυτοί που είδαν τον
πρωθυπουργό για το θέμα του Λούκου, είπαμε, δεν έχουν όλοι την ίδια
εξουσία…) ήθελε πράγματι να αλλάξει κάτι στον τρόπο που ασκείται η
πολιτική για τον σύγχρονο πολιτισμό, θα ζήταγε να αλλάξει το πλαίσιο,
αντί να εστιάζει στα πρόσωπα.
Από τον τρόπο που διεξάγεται η συζήτηση ως τώρα δεν μπαίνει στο
στόχαστρο ούτε ο πολιτικός/κομματικός τρόπος επιλογής, ούτε ο τρόπος
λειτουργίας των θεσμών του σύγχρονου πολιτισμού. Κι αυτό βολεύει τους
πάντες: τόσο την κυβέρνηση για να βγάλει τους «άλλους» και να φέρει τους
«δικούς» της, όσο και τον καλλιτεχνικό κόσμο που είτε υπερασπίστηκε τα
ήδη στημένα μαγαζάκια είτε πήγε και χώθηκε νωρίς στο πλάι του ΣΥΡΙΖΑ για
να στήσει τα νέα.
Τολμάει κανείς να πει ότι η θέση του κάθε Διευθυντή θα πρέπει να
προκηρύσσεται, με ολιγόχρονη θητεία (και αναγκαστική εναλλαγή); Ότι η
επιτροπή που θα αποφασίζει δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνει μέλη της
πολιτικής ηγεσίας; Ότι κάθε υποψήφιος θα προσέρχεται όχι μόνο με το
βιογραφικό του, αλλά και με ένα πρόγραμμα για το πού θέλει να πάει το
Εθνικό Θέατρο, το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου κλπ. (Πόσο λογικό είναι
να διαλέγουμε μόνο το πρόσωπο, όπως έγινε με τον Φαμπρ, και μετά να μας
προκύπτει ο σχεδιασμός του Φεστιβάλ ως φλαμανδική τέχνη -και μετά να
χτυπιόμαστε κι από πάνω;). Τολμά κανείς να αμφισβητήσει τον τρόπο
λειτουργίας αυτών των οργανισμών, με την απόλυτη εξουσία του
μονάρχη-Διευθυντή; Τολμά κανείς να μιλήσει για άλλο τρόπο επιλογής
έργων, άλλη σχέση με την κοινωνία και τις συλλογικότητες των
καλλιτεχνών, να συζητήσει τι σημαίνει το κράτος να βοηθά την παραγωγή
καλλιτεχνικής δημιουργίας κι όχι να μοιράζει επιδοτήσεις -αφού καταφανώς
τα δύο αυτά δεν ταυτίζονται;
- Όταν έρχεται η «πεφωτισμένη Δύση» και τα κάνει σαν τα μούτρα σου…
Παρά τα όσα καταγγέλθηκαν, το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Φαμπρ ήταν
-κατά τη γνώμη μου- καθαρά «ελληνικό». Ήταν στο έπακρο ελληνικό, θα
έλεγα. Γιατί; Γιατί στην πραγματικότητα το «φτιάχνω πρόγραμμα φεστιβάλ
με βάση το καρνέ μου» (τους κολλητούς, τους γνωστούς και τα έργα μου)
είναι ακριβώς η πατέντα που έχουμε κατοχυρώσει για τον τρόπο με τον
οποίο λειτουργούν οι πολιτιστικοί φορείς της χώρας, από επίπεδο
κοινοτικού διαμερίσματος μέχρι πάνω (με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις).
Είναι ο τρόπος που έχει μάθει να λειτουργεί όλος ο «καλλιτεχνικός
κόσμος» της χώρας. Απλώς κάποιοι έχουν μεγάλο καρνέ, που περιλαμβάνει
και τηλέφωνα από το εξωτερικό, άλλοι έχουν μικρότερο καρνέ και πάει
λέγοντας. Ε, το ίδιο έκανε κι ο Φαμπρ -αποδεικνύοντας, σε φρίκη όλων,
ότι δεν υπάρχει κάτι «ελληνικό» ή ξένο ούτε στην τέχνη του καρνέ: όλοι
το κάνουν!
Στο σημείο αυτό, βέβαια, έπαθαν ένα μικρό κοκομπλόκο όλοι όσοι μας
πρήζουν μέρα νύχτα με τα φληναφήματα «για τις προηγμένες χώρες της
Ευρώπης, που δεν θα τις φτάσουμε ποτέ» -οι όμορφες αυταπάτες όμορφα
καίγονται- αλλά έτσι είναι καλοί μου ευρωφονταμενταλιστές: σε πολλές
τέτοιες «δεξιότητες» δεν είμαστε καν εμείς οι πρώτοι διδάξαντες…
Αυτό λοιπόν που ξέρουν όλοι στον «καλλιτεχνικό κόσμο» (αλλά ο μέσος
θεατής δεν το ξέρει, γιατί δεν ξέρει τα πολιτιστικά καρνέ), στην
περίπτωση του Φαμπρ έβγαζε μάτι, γιατί… ήταν όλοι Βέλγοι. Αντί όμως να
μας ενοχλήσει ο τρόπος, μας ενόχλησε το Βέλγιο! Βγάλαμε και τη χαντζάρα
του «ελληνισμού» και ενωμένοι όλοι, δεξιοί κι αριστεροί, πήραμε στο
φαλάγγι τους «αποικιοκράτες». Στην πραγματικότητα, ήταν σαν ο Φαμπρ να
είχε φτιάξει το είδωλό μας σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Ήταν όμως
εντελώς το δικό μας είδωλο!
Όχι ότι ο τρόπος του Φαμπρ δεν είχε κάτι από αποικιοκρατική σιχασιά
για τους ιθαγενείς. Αλλά ας πούμε την αλήθεια μεταξύ μας: Αυτό που
πραγματικά ενόχλησε, ήταν η έξωθεν απειλή σε αυτόν τον ωραίο τρόπο που
χει βρει εδώ μέσα ο «καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας» να μαλλιοτραβιέται
για την μοιρασιά. Δηλαδή μπορεί να ξέρουμε ότι αν πάει ο τάδε στο
Φεστιβάλ, αυτό σημαίνει ότι οι εξής καλλιτέχνες θα πεταχτούν εκτός και
οι εξής δημοσιογράφοι θα χουν τις αποκλειστικές συνεντεύξεις, όμως δεν
μπορεί να ’ρχεται κι αυτός ο Φαμπρ και να μας πετά έξω όλους μαζί.
Είπαμε, έχουμε και κόκκινες γραμμές ε; -μόνο που οι «κόκκινες γραμμές»
δεν αγγίζουν τους αλληλοαποκλεισμούς, τους διαγκωνισμούς και τις
τρικλοποδιές μεταξύ των εγχώριων καλλιτεχνών, αυτά δεν μπαίνουν στο
στόχαστρο. Πώς το λένε και τα σχολικά βιβλία «οι Έλληνες ομονοούν
εναντίον του εξωτερικού εχθρού»; Τους καλλιτέχνες θα εννοούσε!
- Είναι τόσο αθέμιτο το «θέλω να βρω δουλειά στο Φεστιβάλ»;
Καθόλου! Είναι απολύτως θεμιτό. Και δεν αφορά μόνο τους καλλιτέχνες.
Αφορά εξίσου και τους/τις ταξιθέτριες, το προσωπικό σκηνής, το βοηθητικό
προσωπικό, το προσωπικό φύλαξης κλπ, όσο αφορά και τους ηθοποιούς,
χορευτές, σκηνογράφους και πάει λέγοντας. Αρκεί να το πούμε έτσι -και
βγαίνω κι εγώ στο δρόμο να το διεκδικήσω.
Η υποκρισία, όμως, είναι αθέμιτη. Σε μια χώρα που το 85% των ηθοποιών
κάνουν μεροκάματα σε μπαρ για να επιβιώνουν και παίζουν σε παραστάσεις
χωρίς να πληρώνονται, πρέπει να βγούμε και να διεκδικήσουμε δουλειά με
δικαιώματα και αμοιβή και στο Ελληνικό Φεστιβάλ και σε όλους τους
δημόσιους φορείς του πολιτισμού. Αντί για αυτό, όμως, οι καλλιτέχνες μας
ενημέρωσαν ότι «δεν είναι συνδικαλιστές» -άρα και δεν έχουν τέτοια
ποταπά αιτήματα- αλλά τους νοιάζει ο «αφελληνισμός» (sic!) του Φεστιβάλ
(ευτυχώς, όχι όλοι). Αυτό είναι μια απίστευτη υποκρισία κι ένα αίτημα
που, εγώ τουλάχιστον, δεν μπορώ να υποστηρίξω.
Αντιθέτως, οποιοδήποτε αίτημα για συλλογικότητα, διεκδίκηση
δικαιωμάτων, διεκδίκηση αμοιβών, ισότιμα όπως και για όλους τους άλλους
εργαζόμενους-ες, είναι αυτό που θα μας έφερνε κοντά και με όλους τους
υπόλοιπους εργαζόμενους. Η δουλειά δεν είναι πολυτέλεια, είναι δικαίωμα,
και δεν χρειάζεται να βαφτίσεις το έργο σου «εθνικής σημασίας» για να
το διεκδικήσεις αυτό. Κατέβα και σε καμιά απεργία, είναι απελευθερωτικό!
- Και «Διεθνές Φεστιβάλ» θα σας κάμωμεν…
Αυτό ήταν το ανέκδοτο με το γεφύρι που υπόσχονταν οι παλιοί πολιτικοί
στα χωριά. Ε, δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε, καθώς φαίνεται.
Το Ελληνικό Φεστιβάλ τα τελευταία -πολλά- χρόνια έχει φιλοξενήσει
πολύ σημαντικές παραστάσεις του εξωτερικού. Βασική του χρησιμότητα ήταν
ότι με τον τρόπο αυτό μπορούσαμε όλοι να δούμε παραστάσεις, σκηνοθέτες,
έργα που αλλιώς θα πρεπε να ταξιδέψουμε στο Βερολίνο ή στη Γαλλία για να
τις δούμε -και προφανώς δεν μπορούσαμε! (Κι αν η Σαουμπίνε σας είναι
αδιάφορη, καλό είναι να θυμάστε ότι για έναν φοιτητή δραματικής σχολής
είναι μια εμπειρία που μπορεί να του αλλάξει τη ζωή).
Αυτό το κάνει «Διεθνές Φεστιβάλ»; Κατά τη γνώμη μου «Διεθνές
Φεστιβάλ» δεν είναι απλώς ένα φεστιβάλ που έχει διεθνείς συμμετοχές
(αλλιώς θα ταν όλα διεθνή!), αλλά ένα φεστιβάλ που μπορεί να παραγγείλει
τέτοιες παραγωγές αποκλειστικά για το δικό του πρόγραμμα. Και μάλιστα
τόσες, ώστε να είναι αναγκαίο να ρθει κάποιος στην Αθήνα για να τις
παρακολουθήσει. Τέτοιες παραγωγές, πέραν των ελληνικών και μερικών
συμπαραγωγών, δεν νομίζω ότι είχε το Ελληνικό Φεστιβάλ -και δεν θα
μπορούσε να αποκτήσει τώρα, με τα ελάχιστα προσφερόμενα χρήματα.
Η δήθεν μετονομασία του σε «διεθνές φεστιβάλ» από τον Φαμπρ και το
ΥΠΠΟ ήταν μια απίστευτη βλακεία, γιατί προσπαθούσε την προχειρότητα
(«δεν προλαβαίνω να κλείσω κανέναν άλλον εκτός από Βέλγους») να την
παρουσιάσει -και καλά- ως άποψη. Ε, δεν είναι και κανείς τόσο χάπατο
όμως!
- Ελληνικό Φεστιβάλ υπάρχει;
Υποτίθεται ότι υπάρχει μια ΑΕ του δημοσίου με το όνομα αυτό, Δηλαδή
ένα ΔΣ και 9 εργαζόμενοι όλοι κι όλοι. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό
που λέμε «Ελληνικό Φεστιβάλ» δεν υφίσταται στ’ αλήθεια ως δημόσιος
οργανισμός, αλλά ως ένα επιτελείο γύρω από το πρόσωπο του εκάστοτε
Διευθυντή. Κανείς δεν αναρωτιέται πώς φτάσαμε Φλεβάρη μήνα και το
Ελληνικό Φεστιβάλ δεν είχε κλείσει ούτε μία παράσταση για το καλοκαίρι
-όταν κανονικά τέτοιες παραστάσεις κλείνονται χρόνια πριν; Δεν υπάρχει
«συνέχεια του κράτους» εδώ; Πραγματικά, μου κάνει τρομερή εντύπωση που
κανείς δεν σκέφτεται ότι θα πρεπε ένας τέτοιος Οργανισμός να μπορεί να
λειτουργεί και να έχει συνέχεια ανεξαρτήτως του εκάστοτε Διευθυντή. Όπως
αδιανόητο μου φαίνεται που κανείς δεν συζητά τις ευθύνες και του Λούκου
που, λες και διοικούσε το τσιφλίκι του κι όχι δημόσιο Οργανισμό, δεν
άφησε κανέναν προγραμματισμό πίσω του.
Αδιανόητο, βέβαια, είναι από την αρχή όλο το θέμα: Να υπάρχει
κατασπατάληση χρήματος, να το ξέρει το ΥΠΠΟ πριν το καλοκαίρι και να
αφήνει να προχωράει η κατάσταση στον αυτόματο πιλότο… Να υπάρχει
Διευθυντής που, ενώ επί των ημερών του έγινε τέτοια κατασπατάληση
δημοσίου χρήματος, δεν παραιτείται μόνος του για λόγους ευθιξίας -εγώ θα
ντρεπόμουν στη θέση του… Να υπάρχουν άπειροι δημοσιογράφοι που μπορούν
να πέσουν να σε φάνε αν έλειψαν 5 ευρώ από το Ταμείο του ΙΚΑ και δεν
έχει αποκεφαλιστεί ακόμη ο Διευθυντής, αλλά για μερικά εκατομμύρια που
κάποιος τα φαγε στο Φεστιβάλ, να υπερασπίζονται με πάθος ότι ο Λούκος
πρέπει να παραμείνει οπωσδήποτε στη θέση του. Και να ’ναι και
δημοσιογράφοι που σχετίζονται άμεσα μαζί του ή πληρώνονται από το
Φεστιβάλ -εκεί η δεοντολογία έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά πια… Να υπάρχουν
οργανισμοί του δημοσίου που να λειτουργούν με τη λογική του απόλυτου
Άρχοντα Διευθυντή -όπως δηλαδή ακριβώς επιτάσσουν οι αρχές της σύγχρονης
διοικητικής επιστήμης, oh wait!- που είναι υπεύθυνος να αποφασίζει για
όλα, αλλά δε φέρει καμία ευθύνη όταν γίνεται η στραβή -ωραίες θέσεις
αυτές…
- Έχουν οι καρέκλες το σχήμα του κώλου μας;
Αυτή είναι μια ερώτηση που μας ταλανίζει σε πολλά επίπεδα -στον
πολιτισμό και την επιστήμη, όμως, είναι ακόμη πιο βασανιστική. Για πόσα
(πολλά) χρόνια μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι συνεχίζει να αποτελεί
«πρωτοπορία» -και να αξιώνει να τον αντιμετωπίζουμε έτσι; Ξέρω πολλούς
και πολλές (όλοι ξέρουμε) που ξεκίνησαν ως πρωτοπορίες στην επιστήμη ή
την τέχνη τους, στην πορεία όμως άρχισαν να επαναλαμβάνουν τον εαυτό
τους και κατέληξαν να είναι τροχοπέδη για να εμφανιστεί οτιδήποτε νέο
στον τομέα τους. Μήπως αυτό δεν συνέβη και με την Πινακοθήκη; Μήπως αυτό
δεν έχει συμβεί σε ένα σωρό επιστημονικούς κλάδους; Ειδικά στον
πολιτισμό, η εναλλαγή είναι εντελώς απαραίτητη σε τέτοιες θέσεις. Και θα
πρεπε κάθε καλλιτεχνικός Διευθυντής να την ζητά από μόνος του, πριν
αρχίσει να αναπαράγει τον εαυτό του και να διοικεί εξυπηρετώντας μόνο
την κλίκα που -αντικειμενικά- θα χει δημιουργηθεί γύρω του.
- Μην κρίνετε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο
Ντάξει, λίγο άσχετος τίτλος αλλά δεν μου ρθε καλύτερος. Νομίζω ότι
είναι τελείως λάθος να γκρινιάζουμε: «μην κρίνετε το έργο του Φαμπρ από
ένα 5λεπτο βιντεάκι». Σε όσους δεν άρεσε το 5λεπτο βιντεάκι ή θεωρούν
ότι τα παλλόμενα πέη δεν είναι τέχνη, δεν θα τους άρεσε ούτε το 24ωρο
Mount Olympus. Και στην τελική, δεν είναι και υποχρεωτικό να τους αρέσει
-αυτό είναι ο φασισμός του ελιτισμού. (Εδώ βέβαια σκοντάφτουμε λίγο και
στην έλλειψη κοινών μέτρων και σταθμών, γιατί δεν καταλαβαίνω πώς
κάποιος μπορεί να βρήκε κορυφαίο θέαμα τα ταμπλώ βιβάν -με φιγούρες από
αρχαία αγγεία- του Δ. Παπαϊωάννου στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών
Αγώνων αλλά ταυτόχρονα να βρίσκει σιχαμερό θέαμα το χορό του Φαμπρ που
δεν ήταν παρά ένα ταμπλώ βιβάν από απεικονίσεις Σατύρων – δηλαδή από την
άλλη πλευρά των ίδιων αρχαίων αγγείων. Και δεν μιλάω για τους
αναγνώστες της Εσπρέσσο και του Πρώτου (ανα)Θέματος, για τους υπόλοιπους
μιλάω).
Αυτό που είναι υποχρεωτικό, όμως, είναι να μην μπερδεύουμε τα
επίπεδα: όταν κρίνουμε κάποιον ως καλλιτεχνικό διευθυντή, δεν τον
κρίνουμε ως καλλιτέχνη! Μπορεί ένας μέτριος καλλιτέχνης ή ένας κριτικός
τέχνης να είναι εξαίρετος καλλιτεχνικός Διευθυντής και το ανάποδο
επίσης. Δηλαδή αν ο Θ. Αγγελόπουλος είχε επιλεγεί να διοικήσει το
Φεστιβάλ Κινηματογράφου και τα κανε σκατά, θα λέγαμε ότι απέτυχε ως
σκηνοθέτης; Προφανώς όχι. Ή μήπως όλοι αυτοί που υποστηρίζουν τον Λούκο
ως καλό καλλιτεχνικό διευθυντή τον θεωρούν και κορυφαίο καλλιτέχνη;
(βήξιμο αμηχανίας εδώ…). Το ζήτημα ήταν το πρόγραμμα που παρουσίασε ο
Φαμπρ. Όποιος αντί να εστιάσει σε αυτό εστίασε στο έργο του Φαμπρ, απλώς
έριξε νερό στο μύλο των «ματάκηδων» που είδαν παλλόμενα πέη (αντί για
στήθη, που είχαν συνηθίσει) και καμώθηκαν ότι σάστισαν.
Αυτό που -επίσης- είναι υποχρεωτικό είναι ότι δεν μπορούν να
εκστομίζονται φράσεις όπως «τα παλλόμενα πέη δεν είναι τέχνη», και
κυρίως δεν μπορεί να εκστομίζεται από αριστερούς, γιατί οτιδήποτε μπορεί
να είναι τέχνη (ντάξει, εκτός από τον βασανισμό ζώων και ανθρώπων).
Προφανώς, το γεγονός ότι όλα μπορούν να γίνουν τέχνη, δεν σημαίνει ότι
τα καταφέρνουν και να γίνουν. Άλλο όμως η κριτική κι άλλο ο
«καθωσπρεπισμός» της αριστεράς -και στον τομέα της τέχνης- που σε αυτή
την περίπτωση ήρθε και συναντήθηκε με τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό και
την υποκρισία του Θέμου και της κάθε Τατιάνας, με τις οιμωγές περί
«αφελληνισμού» της τέχνης (λες και υπάρχει «εθνική τέχνη» και πρέπει και
να την υπερασπιστούμε!) -την ώρα που θα πρεπε να τοποθετείται κάθετα
απέναντί τους.
Αυτό που επίσης είναι υποχρεωτικό είναι να μην ταυτίζουμε το τι μας
αρέσει, μας αγγίζει κλπ με το τι «είναι τέχνη» -γιατί αυτό είναι περίπου
φασισμός. Το ότι δεν μπορώ να διαβάσω Ντοστογιέφσκι (και δεν έχω
πρόβλημα να το παραδεχτώ!) δεν σημαίνει ότι δεν είναι κορυφαίος
λογοτέχνης. Το προσωπικό γούστο του καθενός δεν αποτελεί κριτήριο για
την αποτίμηση της τέχνης, ιδίως για όποιον λέει ότι αναφέρεται στην
αριστερά! Η αποτίμηση είναι συλλογική και κοινωνική.
- Άσε μας ρε Φαμπρ κι εσύ με την επιχείρησή σου!
Ξέρετε ποιο είναι το δικό μου το πρόβλημα με τον Φαμπρ; Όχι το αν η
τέχνη του είναι καλή ή κακή, πρωτοποριακή ή όχι, αλλά ότι πρόκειται για
μια μαζική παραγωγή θεάματος -και μάλιστα πλέον στην πιο
επαγγελματοποιημένη της εκδοχή. Και αυτός ο «επαγγελματισμός» και η
«μαζική παραγωγή» δεν θα μπορούσαν βέβαια να τον οδηγήσουν σε αυτό που
πραγματικά θα κανε ένας καλλιτέχνης στην Αθήνα.
Σε μια χώρα που είναι πραγματικό ταμπλώ βιβάν της κρίσης, σελίδα της
ευρωπαϊκής ιστορίας τη στιγμή που γράφεται. Στη χώρα που γράφεται το
δράμα της προσφυγιάς και ένας ήδη ταλαιπωρημένος λαός είναι εκεί στην
πλειοψηφία του, να δείξει την ανθρωπιά του. Στη χώρα όπου έγινε το
κίνημα του 2008 και η κατάληψη της Λυρικής, οι πλατείες, τα θέατρα
δρόμου, το Εμπρός, στη χώρα που σε υπόγεια και πατάρια, χωρίς λεφτά και
μόνο με κόπο, παράγονται τόσα νέα, φρέσκα, πρωτοποριακά πράγματα (το
«παράδοξο» της κρίσης). Ε ρε φίλε, δεν έχεις ψυχή καλλιτέχνη αν σε αυτή
τη χώρα έρχεσαι, πας με το γουνάκι επίσκεψη στον Μαξίμου, κάνεις και μια
κλειστή συνέντευξη τύπου και φεύγεις. Δε νιώθεις, ρε φίλε, σε έχουν
χαλάσει οι πολλές δουλειές, πώς να στο εξηγήσω; Είναι αυτό που έλεγα και
παραπάνω: κοιτάξου λίγο μήπως ήρθε η ώρα που έπαψες να είσαι πρωτοπορία
γιατί άρχισες να επαναλαμβάνεις σε παραλλαγές τον εαυτό σου και τον
περίγυρό σου.
Δεν νομίζω να ναι λιγότερο καλοί curator ή να χουν λιγότερη
συνεισφορά στην Τέχνη οι διοργανωτές της Documenta -ξέρεις, η
σημαντικότερη έκθεση σύγχρονης τέχνης στον κόσμο, που για πρώτη φορά θα
γίνει ταυτόχρονα στο Kassel και στην Αθήνα και μάλιστα θα φέρει τον
τίτλο «Μαθαίνοντας από την Αθήνα». Παρεμπιπτόντως, η Documenta τυγχάνει
να είναι όντως διεθνής έκθεση και ο Διευθυντής της κάθε χρόνο αλλάζει.
Παρεμπιπτόντως, επίσης, για την έκθεση που θα γίνει το 2017 σε Αθήνα και
Kassel το Υπουργείο Πολιτισμού που τώρα ανακοινώνει «διεθνή φεστιβάλ»,
βασικά… κάτι έχει πάρει το αυτί του και θα παραστεί στα εγκαίνια
-φαντάζομαι.
- Επίλογος
«Δεν θέλουμε μια “τέχνη-θέαμα” που καταναλώνεται από παθητικούς
θεατές. Εναντιωνόμαστε στον πολιτισμό που καταστρέφει πάρκα και
δημόσιους χώρους στο όνομα του κέρδους. Επιδιώκουμε μια τέχνη
αδιαμεσολάβητη, ανοιχτή σε όλους, που ο καθένας μπορεί να δημιουργεί»
έγραφε η Διακήρυξη της κατειλημμένης Λυρικής του Δεκέμβρη 2008.
Βέβαια, τότε, πολλοί από τους σημερινούς «δεν είμαστε
συνδικαλιστές»-καλλιτέχνες, ενοχλήθηκαν από την κατάληψη, από τη διακοπή
των θεατρικών παραστάσεων και έτρεχαν με τα ρεσώ στο Αττικό. Πολλοί από
αυτούς δεν ήταν επίσης μαζί με όσους και όσες βρεθήκαμε έξω από το
Εθνικό Θέατρο τις μέρες της λογοκρισίας. Ήταν όμως προχτές στη Σφενδόνη…
Στη Σφενδόνη ήταν επίσης και πολλοί από τους ανθρώπους που ήταν στις
πλατείες το 2011, στις απεργίες, στο Εθνικό, και καλό είναι να μην
τσουβαλιάζουμε. Το ποιος θα επικρατήσει, πράγματι, όμως θα εξαρτηθεί από
το τι ζητάει η «Σφενδόνη».
Αν ήμουν ανάμεσά τους, αυτό που θα ζήταγα θα ήταν να φύγουμε εντελώς
από την ονοματολογία. Να συζητάγαμε για έναν άλλο τρόπο λειτουργίας των
θεσμών του σύγχρονου πολιτισμού στην Ελλάδα. Ξεκινώντας από τη
διεκδίκηση το φετεινό (σε μερικούς μήνες) Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου να
γινόταν με έναν τελείως άλλο τρόπο: Να αναζητήσει το ΥΠΠΟ όλους τους
πρόσφυγες καλλιτέχνες, να τους δώσουμε χώρους πρόβας, μαζί με έλληνες
άνεργους καλλιτέχνες και όποιον-αν άλλον-η θέλει από το εξωτερικό. Να
ανεβάσουμε στην Πειραιώς παραστάσεις με θέμα πόλεμος και προσφυγιά. Σε
καμία γλώσσα. Με ελάχιστα λεφτά. Χωρίς Διευθυντές. Με συμμετοχικές
διαδικασίες. Να δοθούν οι χώροι του Φεστιβάλ στις Ομάδες του Εμπρός και
του Green Park, που έχουν αποδείξει ότι μπορούν να παράγουν διαφορετικά
πράγματα με το ελάχιστο κόστος. Αυτό θα ήταν παραγωγή πολιτισμού στην
Ελλάδα της κρίσης (και οικονομικά και καλλιτεχνικά, εννοώ). Χωρίς
επικεφαλής, χωρίς διορισμό από τους Υπουργούς, με τις παραστάσεις να
επιλέγονται με κλήρωση και όλους τους συντελεστές να αμείβονται με τον
ίδιο μισθό.
Αν ρίχναμε αυτή την ιδέα, σε πόσο χρόνο πιστεύετε ότι θα βγαινε ο
«καλλιτεχνικός κόσμος» -που ομνύει στην ελευθερία της τέχνης του- να
μας πυροβολήσει; Γιατί τότε θα είχαμε αρχίσει να μιλάμε όντως για τέχνη
και πολιτική -κι όχι για το ποιο «πολιτιστικό καρνέ» θα επικρατήσει. Και
ποιος το θέλει αυτό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου