..............................................................
· «Η απάντηση»
διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλλο
Λουίτζι Πιραντέλλο (1867 - 1936) |
(από τη συλλογή
διηγημάτων
«Γυμνή ζωή και
άλλα διηγήματα», μτφ. Κατερίνα Γλυκοφρύδη,
εκδ.
Καστανιώτης, Αθήνα 1985)
Καλά
ξέσπασες, φίλε μου.
Είναι πράγματι να λυπάται κανείς που
παράβλεψες το πηγαίο ταλέντο σου και δεν αφιερώθηκες στις Μούσες. Πόση θέρμη
στις εκφράσεις σου και τι διάφανη σαφήνεια! Σε μερικές φράσεις, κάνεις να
ξεπηδούν ζωντανά μπροστά στα μάτια πρόσωπα, χώροι, γεγονότα.
Πόνεσες, περιφρονήθηκες, φτωχέ μου Μαρίνο,
και δε θα ‘θελα αυτή μου η απάντηση να σου μεγαλώσει τον πόνο και την
περιφρόνηση. Αλλά θέλεις να σου εκθέσω ειλικρινά αυτό που σκέφτομαι για την
περίπτωσή σου; Θα το κάνω ευχαρίστως, αν και είμαι βέβαιος πως δε θα σ’
ευχαριστήσω.
Ακολουθώ τη μέθοδό μου, αν μου επιτρέπεις.
Πρώτα συνοψίζω σύντομα τα γεγονότα, μετά σου εκθέτω με την ειλικρίνεια που
επιθυμείς την απάντησή μου. Λοιπόν, κατά σειρά:
1.ΠΡΟΣΩΠΑ –
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ – ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
α) Η
δ ε σ π ο ι ν ί ς Α ν ν ί τ α :
Είκοσι έξι χρονών (δείχνει μόλις είκοσι, εντάξει, αλλά είναι είκοσι έξι
καμπανιστά). Μελαχρινή, μάτια σαν τη νύχτα:
Στα μάτια σου μέσα βυθίζεται η νύχτα βαθιά.
Χείλη κοραλλένια, ε, πάει καλά.
Αλλά η μύτη φίλε μου; Εσύ για τη μύτη δε μου
μίλησες. Στις μελαχρινές, πάνω απ’ όλα να κοιτάς τη μύτη, κι ειδικά τα πτερύγια
της μύτης.
Εγώ είμαι σίγουρος πως η δεσποινίς Αννίτα τα
‘χει λίγο προς τα πάνω. Δε λέω πως είναι άσχημη η μύτη, ας πούμε μάλιστα
μυτάκι, αλλά προς τα πάνω. Και με δυο πτερύγια λίγο κρεατωμένα, που της
ανοίγουν λίγο σαν σφίγγει τα δόντια, όταν στυλώνει τα μάτια στο κενό και
παίρνει με τα ρουθούνια ένα μακρύ, σιωπηλό αναστεναγμό.
Έχεις προσέξει πώς της σκοτεινιάζουν κι
αλλάζουν χρώμα τα μάτια, όταν τραβάει κανέναν απ’ αυτούς τους σιωπηλούς
αναστεναγμούς;
Πολύ υποφέρει η δεσποινίς Αννίτα γιατί είναι
πολύ έξυπνη. Ζούσε άνετα όταν ο πατέρας ζούσε. Τώρα νεκρός ο πατέρας, φτωχή
αυτή. Κι είκοσι έξι χρόνων, μυτίτσα ψηλά και μάτια της νύχτας.
Ας προχωρήσουμε.
β) Ο φ ί λ ο ς μ ο υ , ο
Μ α ρ ί ν ο : Είκοσι τεσσάρων χρονών, δύο λιγότερα από τη δεσποινίδα
Αννίτα, που ίσως γι’ αυτό δείχνει μόλις είκοσι.
Φτωχός κι ορφανός από πατέρα κι αυτός.
Θλιβερά πράγματα, αλλά υποφερτά όταν τα μοιράζεσαι με αγαπημένα πρόσωπα.
Ταυτίσεις μοιραίες. Βέβαια ο φίλος μου ο Μαρίνο είναι μεν ορφανός και φτωχός,
έχει όμως μάνα κι αδελφή να συντηρεί. Ορφανή και φτωχή η δεσποινίς Αννίτα με
μια μάνα κι αυτή, αλλά που δεν τη συντηρεί. Τη συντήρηση τη σκέφτεται ο κύριος
Μπαλέσι.
Ο φίλος μου ο Μαρίνο μισεί φυσικά αυτόν τον
τιτλούχο, λεγόμενο κομεντατόρ. Κεφάλι έξυπνο και φλογερή καρδιά ο Μαρίνο. Μιλά
απλά κι ελκυστικά, και χρωματίζει αυτά που λέει με το χρώμα των ωραίων του
γαλανών ματιών. Ας πούμε ότι ο φίλος μου ο Μαρίνο είναι η μέρα και η δεσποινίς
Αννίτα η νύχτα. Αυτός έχει το ξανθό του ήλιου στα μαλλιά, το γαλάζιο τ’ ουρανού
στα μάτια. Εκεινής τα μάτια είναι δύο αστέρια και στα μαλλιά της φωλιάζει η
νύχτα.
Μου φαίνεται ότι μιλώντας μ’ ένα ποιητή, δε
θα μπορούσα παρά να εκφραστώ μόνο έτσι.
Προχωρούμε.
Ο φίλος μου ο Μαρίνο, κατ’ ανάγκη συνετός,
δεν μπορεί να διαπράξει την τρέλα, εφόσον διαρκούν οι παρούσες καταστάσεις (και
θα διαρκέσουν πολύ ακόμη), ν’ αναλάβει τη διατροφή κι άλλης γυναίκας. Και
σκέψου να πρέπει ν’ αφήσει εκείνη που λιγότερο τον βαραίνει.
Ίσως αυτό το τρίτο βάρος θα τον έκανε να
αισθάνεται ελαφρύτερα τα άλλα δύο, που δεν μπορεί και δεν τολμά να ξεκολλήσει
από πάνω του. Υπάρχει όμως κι αυτός που
σκέφτεται πως με τρεις ανθρώπους στις πλάτες, δε θα αισθάνεται καλά και άνετα.
Και ο Μαρίνο κατ’ ανάγκη συνετός, πρέπει να το αναγνωρίσει.
γ) Ο
κ ο μ ε ν τ α τ ό ρ Μ π α λ έ σ ι
: Γέρος, φίλος της καλής εκείνης ψυχής. Καταλαβαίνετε: του πατέρα της Αννίτας.
Εξήντα έξι χρονών. Μικροκαμωμένος, αδυνατούλης, ποδαράκια σαν δυο δάχτυλα, αλλά
αρματωμένα με δυο δεσποτικές ψηλοτάκουνες μπότες. Μεγάλο κεφάλι, πυκνά
μουστάκια χιονάτα, που κάτω τους χάνεται όχι μονάχα το στόμα αλλά και το
σαγόνι. Φρύδια δασιά, πάντα ανασηκωμένα, κι ένα δάχτυλο συχνά στη μύτη. Εκείνο
το δάχτυλο σκέφτεται. Σκέφτονται και τα φρύδια του. Είναι σαν ένα κανόνι γεμάτο
σκέψεις ο κομεντατόρ Μπαλέσι. Τα οικονομικά πεπρωμένα της νέας Ιταλίας βρίσκονται
μέσα στις μικρές σιδερένιες γροθιές του.
Τώρα, δεν ξέρει κανείς πώς και γιατί, όλως
ξαφνικά, ο κομεντατόρ Μπαλέσι πίστεψε πως μπορούσε ν’ αλλάξει την πατρική αγάπη
που είχε για τη δεσποινίδα Αννίτα σε άλλου είδους αγάπη… και να τη ζητήσει σε
γάμο.
Η δεσποινίς Αννίτα έσκισε αρκετά μαντίλια με
χέρια και με δόντια. Περισσότερο κι από αγανάκτηση, αισθάνθηκε φρίκη,
αποστροφή, εξευτελισμό. Η μαμά έκλαψε. Γιατί έκλαψε η μαμά; Από χαρά, είπε. Μα
αν δεχτούμε πως έκλαψε από χαρά, κλαίει κανείς για λίγο και μετά γελάει. Αλλά η
μαμά της δεσποινίδος Αννίτας έκλαψε πολύ και δεν ξαναγέλασε.
Κι ας έρθουμε στο τελευταίο πρόσωπο.
δ) Ο
Ν ι κ ο λ ί ν ο Ρ έ σ π ι .
Τριάντα χρονών, στέρεος, αθλητικός, κολυμβητής και διάσημος ιππέας, βαρκάρης,
ξιφομάχος αλλά και αναιδής, αμαθής σαν γαλόπουλο, χαρτοπαίχτης, γυναικάς. Κι
άλλα, κι άλλα, φίλε μου, να στα πω όλα; Γνωρίζω τον Νικολίνο Ρέσπι και
συμμερίζομαι την απέχθειά σου και την περιφρόνησή σου γι’ αυτόν. Μα μη νομίζεις
πως τον κατηγορώ στην προκειμένη περίπτωση.
Κατηγορώ, λοιπόν, εσένα; Όχι. Τη δεσποινίδα Αννίτα; Ούτε. Ω, Θεέ μου,
άσε με να ακολουθήσω τη μέθοδό μου. Πίστεψέ με, φίλε μου, η περίπτωσή σου είναι
παλαιοτάτη. Το καινούριο, το γνήσιο εδώ, είναι μόνο η μέθοδός μου και η
ερμηνεία που θα σου δώσω.
Ας προχωρήσουμε με τη σειρά.
2. Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ:
Η
παραλία ντ’ Άντζιο, καλοκαίρι, μια φεγγαρόλουστη νύχτα.
Μου έκανες μια τέτοια περιγραφή, που δε
διακινδυνεύω να την κάνω κι εγώ. Μόνο που έβαλες πολλά αστέρια, αγαπητέ. Με το
φεγγάρι στα τρία τέταρτα, δεν είναι δυνατό να φαίνονται τόσα πολλά. Ένας
ποιητής, όμως, δεν μπορεί να δίνει σημασία σ’ αυτά τα πράγματα που είναι
περιστασιακά. Ένας ποιητής μπορεί να βλέπει αστέρια κι όταν δεν φαίνονται και
το αντίθετο: να μη βλέπει πράγματα που οι άλλοι βλέπουν.
Ο κομεντατόρ Μπαλέσι νοίκιασε μια βιλίτσα
κοντά στην παραλία κι η δεσποινίς Αννίτα με τη μαμά της βρίσκονται εκεί για
μπάνια. Απασχολημένος στη Ρώμη ο κομεντατόρ, πάει κι έρχεται. Απ’ την άλλη,
πάλι, ο Νικολίνο Ρέσπι, είναι μόνιμος στο ντ’ Άντζιο για μπάνια και χαρτιά.
Κάθε πρωί, λοιπόν, στο νερό και κάθε βράδυ στην πράσινη τσόχα, δίνει παράσταση
με τα κατορθώματά του.
Η δεσποινίς Αννίτα έχει ανάγκη να ελαττώσει
το πλήγμα της προσβολής, γι’ αυτό βραδυπορούσε στο μπάνιο. Δεν μπορούσε βέβαια
να συγκριθεί με τον Νικολίνο Ρέσπι, αλλά τέλος πάντων είναι καλή κολυμβήτρια
και σαν τέτοια ένα πρωί απομακρύνθηκε από την παραλία παραβγαίνοντας μαζί του. Προχωρούν,
πάνε και πάνε… Όλοι οι κολυμβητές παρακολουθούν με αγωνία αυτό τον αγώνα, πρώτα
με το μάτι μετά με τα κιάλια. Η μητέρα μετά από κάποιο σημείο δε θέλει πια να
κοιτάξει. Αρχίζει να οργίζεται και να φοβάται. Ω Θεέ μου, πως θα γυρίσει
κολυμπώντας το κοριτσάκι της από τόσο μακριά; Σίγουρα θα της πιαστεί η αναπνοή.
Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! Πού είναι; Πόσο μακριά είναι; Ούτε καν φαίνονται. Πρέπει
να στείλει αμέσως βοήθεια. Μια βάρκα, για όνομα του Θεού, μια βάρκα! Κάποιος να
βοηθήσει, αμέσως! Πολλά λέει, πολλά κάνει, και στο τέλος δυο σπουδαίοι νεαροί
πηδάνε σε μια βάρκα ηρωικά και δρόμο με τέσσερα κουπιά.
Θεία έμπνευση! Διότι η δεσποινίς Αννίτα,
λίγο μετά που ξεκίνησαν οι δυο νεαροί, την πιάνει μια κράμπα και βάζει τη φωνή.
Ο Νικολίνο Ρέσπι τρέχει με δύο απλωτές και τη βοηθάει, αλλά η δεσποινίς Αννίτα
κοντεύει να λιποθυμήσει κι αρπάζεται απελπισμένα απ’ το λαιμό του. Ο Νικολίνο
βλέπει πως είναι χαμένος, πάει να πνιγεί μαζί της. Στην οργή του, και για να
την κάνει να τον αφήσει, της κόβει μια άγρια δαγκωνιά στο λαιμό. Τότε λοιπόν η
δεσποινίς Αννίτα εγκαταλείπεται, αυτός πια μπορεί να την κρατήσει. Οι δυνάμεις
του τελειώνουν όταν φτάνει η βάρκα. Η διάσωση επιτελέστηκε.
Τώρα όμως, η δεσποινίς Αννίτα πρέπει να
κουράρει τη δαγκωνιά στο λαιμό. Κι αυτό τραβάει πιο πολύ από μια βδομάδα… Είναι
εντυπώσεις που μένουν, Μαρίνο μου. Για κάμποσες μέρες, η δεσποινίς Αννίτα μόλις
που γυρίζει το λαιμό της. Και δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Ρέσπι πως δαγκώνει
κι άσχημα. Έπειτα, αυτή η δαγκωνιά μπορεί να τη δυσαρεστεί γιατί σ’ αυτή
οφείλει τη διάσωσή της. Όλα αυτά είναι τώρα περασμένα γεγονότα. Κι όμως, ίσως
κι όχι. Διότι τα πάντα εξαρτώνται από το πού και πώς τέλειωσαν.
Όταν εσύ, Μαρίνο μου, έφτασες εκείνη τη
φεγγαρόλουστη βραδιά στο ντ’ Άντζιο, με το θάνατο στην καρδιά, για να έχεις μια
τελευταία συνάντηση με τη δεσποινίδα Αννίτα, αυτή ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με
τον κομεντατόρ Μπαλέσι κι είχε ακόμα στο λαιμό της τα ίχνη των δοντιών του
Νικολίνο Ρέσπι. Όπως ο ίδιος εξομολογήθηκες, αυτή σ’ ακολούθησε γαλήνια στη
μακριά παραλία και χάθηκε μαζί σου στην έρημη αμμουδιά. Πήγατε μέχρι το μεγάλο
βράχο που τον κρύβει η άμμος, άκρη άκρη. Οι δυο σας κάτω από το φεγγάρι
αλαμπρατσέτα, μεθυσμένοι απ’ το θαλασσινό αεράκι, ζαλισμένοι από το αδιάκοπο
υπόκωφο μουγκρητό των ασημένιων κυμάτων. Τι της έλεγες; Ξέρω: όλη σου την αγάπη
και όλο τον καημό σου. Της πρότεινες να ελευθερωθεί από την κακούργα επιρροή
εκείνου του μισητού γέρου και να παραδεχτεί τη φτώχεια σου. Όμως εκείνη, φίλε
μου, ταπεινωμένη πλέον, φλογισμένη και βασανισμένη από τα λόγια σου, δεν ήθελε
να δεχτεί τη φτώχεια σου, ήθελε αντίθετα τον έρωτά σου εκείνη την ίδια τη
βραδιά, για να εκδικηθεί έτσι προκαταβολικά το μισητό γέρο. Αυτό το σταυρωτή
που θέλει να της επιβάλλει ένα τέτοιο φόρο, για να ξεπληρωθούν μ’ αυτό τον
τρόπο οι μακρόχρονες δωρεές του.
Εσύ, τίμια κι ευγενικά, αρνήθηκες αυτή την
εκδίκηση. Φίλε μου… σε πιστεύω: το ‘σκασες σαν τρελός.
Πάντως στη δεσποινίδα Αννίτα, που έμεινε
μόνη εκεί, πάνω στην άμμο, στη σκιά του βράχου, για κείνη τη διφορούμενη φυγή
σου κάτω από το φεγγάρι κατά μήκος της παραλίας, δεν της φάνηκες τρελός, σε
διαβεβαιώ εγώ. Θα της φάνηκες ένας βλάκας, ένας χωριάτης.
Και δυστυχώς, φτωχέ μου Μαρίνο, πάνω σε
κείνο το βράχο εκείνο το βράδυ, σιωπηλός σιωπηλός, ξέρεις ποιος απόλαυσε τη θεά
της φυγής σου κάτω απ’ το φως του φεγγαριού; Ο ίδιος ο Νικολίνο Ρέσπι, εκείνος
της δαγκωνιάς και της διάσωσης.
Του έφτασαν τρεις λέξεις κι ένα γέλιο αποκεί
πάνω.
Τι βλάκας! Έτσι δεν είναι, δεσποινίς;
Και πήδηξε κάτω.
Ύστερα είχες την ευχαρίστηση να εκπλαγείς
μαζί με τον κομεντατόρ Μπαλέσι, που έφτασε αργότερα από τη Ρώμη με το
αυτοκίνητο, βλέποντας τον Νικολίνο Ρέσπι, χέρι χέρι με τη δεσποινίδα Αννίτα, να
επιστρέφουν.
Εσύ στον πηγεμό, αυτός στο γυρισμό. Πιο
γλυκός ο πηγεμός ή ο γυρισμός;
Και να, φίλε μου, τώρα που φτάνουμε στη ρίζα
της υπόθεσης.
3.ΕΡΜΗΝΕΙΑ:
Εσύ πιστεύεις, αγαπητέ Μαρίνο, πως
βασανίστηκες από μια άγρια απογοήτευση, γιατί είδες ξαφνικά τη δεσποινίδα
Αννίτα φριχτά διαφορετική απ’ ό,τι την ήξερες. Τώρα είσαι για τα καλά σίγουρος
πως η δεσποινίς Αννίτα ήταν μια άλλη. Πολύ καλά. Μια δεσποινίς Αννίτα είναι
σίγουρα. Όχι μόνο μια, φίλε μου, αλλά κι άλλες κι άλλες, τόσες όσοι είναι αυτοί
που τη γνωρίζουν και τους γνωρίζει. Το λάθος σου, κατά βάθος, ξέρεις σε τι
συνίσταται; Στο ότι πιστεύεις πως εφόσον είναι μια άλλη – κι άλλες πολλές,
πιστεύω εγώ – η δεσποινίς Αννίτα δεν είναι πλέον εκείνη που γνώριζες. Όμως, δεν
είναι έτσι γιατί η δεσποινίς Αννίτα είναι εκείνη, αλλά και μια άλλη κι άλλες πολλές, διότι θα πρέπει να
παραδεχτείς πως εκείνη που είναι για μένα δεν είναι ίδια που είναι για σένα, κι
είναι μια άλλη εκείνη που είναι για τη μητέρα της, κι άλλη εκείνη για τον
κομεντατόρ Μπαλέσι, και για όλους τους άλλους που τη γνωρίζουν, καθένας με τον
τρόπο του.
Τώρα, κοίταξε. Καθένας που τη γνωρίζει της
δίνει – έτσι δεν είναι; - και μια δική του όψη. Πολλές όψεις λοιπόν, φίλε μου,
που κάνουν π ρ α γ μ α τ ι κ ά, και δεν
είναι τρόπος του λέγειν, τη δεσποινίδα Αννίτα μια για σένα, μια για μένα, μια
για τη μητέρα της, μια για τον κομεντατόρ Μπαλέσι κι ούτω καθεξής. Έχοντας όμως
την αυταπάτη καθένας από μας πως η πραγματική Αννίτα είναι μόνο εκείνη που
γνωρίζει αυτός, κι αυτή η ίδια, προπάντων η ίδια, έχει την αυταπάτη πως είναι
μία, πάντα η ίδια, για όλους.
Ξέρεις από πού γεννιέται αυτή η αυταπάτη,
φίλε μου; Από το γεγονός πως πιστεύουμε, με καλή πίστη, πως είμαστε όλες αυτές
οι όψεις κάθε φορά, σε κάθε μας πράξη. Ενώ δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Αυτό το
καταλαβαίνουμε όταν για ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός βρισκόμαστε γραπωμένοι και
κρεμασμένοι ξαφνικά από μία μας πράξη μοναχά, ανάμεσα στις τόσες άλλες που
διαπράττουμε. Το αντιλαμβανόμαστε, πλήρως θέλω να πω, πως δεν είμαστε όλες οι
όψεις σε μια πράξη, και θα ήταν φοβερή αδικία το να μας κρίνουν απ’ αυτή την
πράξη μας μόνο, από την οποία κρατιόμαστε γαντζωμένοι και κρεμασμένοι μ’ ένα
χαλκά στο λαιμό, για όλη μας την ύπαρξη, σάμπως αυτή καθαυτή η ύπαρξή μας είναι
ενσωματωμένη σ’ αυτή την πράξη μοναχά.
Αυτή λοιπόν την αδικία διαπράττεις εσύ, φίλε
μου, ενάντια στη δεσποινίδα Αννίτα. Την έπιασες με μια όψη, διαφορετική από
κείνη που της έδινες εσύ, και θέλεις τώρα να πιστέψεις πως η αληθινή της όψη
δεν είναι εκείνη, η ωραία, που της έδινες εσύ πρώτα, αλλά αυτή η άσχημη, με την
οποία την είδες, μαζί με τον κομεντατόρ Μπαλέσι, καθώς επέστρεφε απ’ το βράχο
μαζί με τον Νικολίνο Ρέσπι.
Κοίτα, δεν είναι τυχαίο που εσύ δε μου
μίλησες, φίλε μου, για κείνη τη μυτούλα που «δίνει τ’ αψήλου» της δεσποινίδος
Αννίτας. Εκείνη η μυτούλα δε σου ανήκε. Εκείνη η μυτούλα δεν ήταν της Αννίτας σ ο υ. Δικά σου ήταν τα μάτια της τα
σκοτεινά, η παθιασμένη της καρδιά, η ραφινάτη εξυπνάδα της. Όχι όμως εκείνη η
μυτούλα η φλογερή, με τα πτερύγια κάπως κρεατωμένα. Εκείνο το μυτάκι ακόμη
έτρεμε στην ανάμνηση της δαγκωνιάς του Νικολίνο Ρέσπι. Εκείνο το μυτάκι ήθελε
να πάρει την εκδίκησή του για κείνη τη μισητή απαίτηση του γερο-κομεντατόρ
Μπαλέσι. Εσύ δεν της επέτρεψες να πάρει αυτή την εκδίκηση… Και λοιπόν, την πήρε
με τον Νικολίνο.
Ποιος ξέρει πόσο κλαίνε τώρα εκείνα τα μάτια
τα σκοτεινά, πόσο ματώνει εκείνη η παθιασμένη καρδιά και πόσο έχει μετανιώσει
εκείνη η ραφινάτη εξυπνάδα! Θέλω να πω αυτά που ανήκουν σε σένα.
Α, πίστεψέ με, Μαρίνο, ήταν πολύ πιο γλυκός
ο πηγεμός μαζί σου στο βράχο, παρά ο γυρισμός απ’ αυτόν με τον Νικολίνο Ρέσπι. Πρέπει
να πειστείς και να προετοιμαστείς να μιμηθείς τον κομεντατόρ, ο οποίος - θα το δεις
– θα συγχωρήσει τη δεσποινίδα Αννίτα και θα την παντρευτεί. Αλλά να μη νομίσεις
πως θα είναι μια και ολόκληρη για σένα. Θα είναι μια ολόκληρη για σένα,
ειλικρινέστατη, και μια άλλη για τον κομεντατόρ Μπαλέσι, όχι λιγότερο ειλικρινής.
Γιατί δε θα υπάρχει μία μόνο δεσποινίς ή κυρία Αννίτα, φίλε μου.
Δε θα είναι όμορφο, αλλά έτσι είναι.
Και να προσέξεις, ο Νικολίνο Ρέσπι να μην
πηγαίνει επίσκεψη δείχνοντας τα δόντια του σε κείνο το μυτάκι που πάει τ’ αψήλου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου