Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

«Λεωφορείον ο Πόθος» του Τέννεση Ουίλλιαμς (1911 -1983) Σκηνή ένατη (μτφ. Παύλος Μάτεσις, εκδ. Γκοβόστης) & A Streetcar Named Desire (6/8) Movie CLIP - Meetings with Strangers (1951) HD σκην. Ηλία Καζάν (youtube, 26/8/2016)

...........................................................



·       «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τέννεση Ουίλλιαμς (1911 -1983) Σκηνή ένατη (μτφ. Παύλος Μάτεσις, εκδ. Γκοβόστης)



   …Το ίδιο βράδυ, λίγο αργότερα.
   Η Μπλανς κάθεται, σφιγμένη και καμπουριασμένη. Φοράει την κόκκινη σατέν ρόμπα της. Στο τραπέζι, πλάι στην καρέκλα της, είναι μια μπουκάλα ποτό και ποτήρι. Ακούγεται, σαν σε πυρετό, ο γρήγορος σκοπός της Βαρσουβιάνας. Μόνο που η μουσική είναι μέσα στο μυαλό της. Η Μπλανς πίνει για να ξεφύγει από την μουσική και από την αίσθηση πως η καταστροφή την έχει πάρει από κοντά και την έφθασε πια. Φαίνεται σαν να μουρμουρίζει το σκοπό κάποιου τραγουδιού. Μπροστά της κουνιέται ένας ηλεκτρικός ανεμιστήρας. Από τη γωνία, έρχεται ο Μιτς, με τα ρούχα της δουλειάς, αξύριστος. Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια και χτυπάει το κουδούνι. Η Μπλανς ξαφνιάζεται.
   ΜΠΛΑΝΣ: Ποιος είναι παρακαλώ;
   ΜΙΤΣ (βραχνά) : Εγώ, ο Μιτς. (Η μουσική σταματάει)
   ΜΠΛΑΝΣ: Ο Μιτς. Μια στιγμούλα.
   (Ορμάει μανιασμένα, κρύβει τη μπουκάλα σ’ ένα ντουλάπι, τρέχει στον καθρέφτη και προσπαθεί να φρεσκάρει το πρόσωπό της με κολόνια και πούδρα. Είναι τόσο αναστατωμένη που η ανάσα της, καθώς τρέχει, ακούγεται στο κοινό Τελικά ορμάει στην πόρτα και ανοίγει).
   ΜΠΛΑΝΣ: Μίτς! Κανονικά, δεν θα ‘πρεπε να σου ανοίξω την πόρτα, ύστερα από το φέρσιμό σου το απόγευμα. Καθόλου ιπποτικό δεν ήταν! Όμως, τι να γίνει! Χαίρε Τριστάνε!
   (Του προσφέρει τα χείλη της. Εκείνος, το αγνοεί και μπαίνει μέσα. Η Μπλανς τον κοιτάζει φοβισμένη να περπατάει μέσα στο δωμάτιο).
   -Μπα μπα μπα – μας κρατάτε και πόζα! Άφησε πια το ντύσιμο! Άφησε που είσαι αξύριστος. Θανάσιμη προσβολή για τη ντάμα! Εγώ όμως σε συγχωρώ. Σε συγχωρώ γιατί ανακουφίστηκα που ήρθες. Έκανες και σταμάτησε εκείνο το τραγούδι μέσα στο κεφάλι μου. Σου ‘τυχε να τρέχει κάτι μέσα στο μυαλό σου – να τρέχει; Όχι, βέβαια όχι, είναι δυνατόν να μπει κάτι τέτοιό στο δικό σου το μυαλό, κουταβάκι μου εσύ!
   (Ο Μιτς την κοιτάζει κατάματα όση ώρα εκείνη μιλάει ακολουθώντας τον. Είναι φανερό πως έχει πιει δύο-τρία ποτήρια στο δρόμο καθώς ερχόταν).
   ΜΙΤΣ: Μας χρειάζεται ανοιχτός ο ανεμιστήρας;
   ΜΠΛΑΝΣ: Όχι!
   ΜΙΤΣ: Δε μ’ αρέσουν οι ανεμιστήρες!
   ΜΠΛΑΝΣ: Τότε να τον σβήσουμε χρυσέ μου. Δεν του ‘χω ιδιαίτερη προτίμηση.
  (Γυρίζει τον διακόπτη και ο ανεμιστήρας ξεψυχάει. Η Μπλανς ξεροβήχει αμήχανα, καθώς ο Μιτς βουλιάζει στο κρεβάτι και ανάβει τσιγάρο)
   ΜΠΛΑΝΣ: Δεν ξέρω αν βρίσκεται τίποτα να πιούμε. Δεν έκανα… έρευνα!
   ΜΙΤΣ: Δεν πίνω τα πιοτά του Στάνλεϋ!
   ΜΠΛΑΝΣ: Δεν είναι του Στάνλεϋ. Δεν είναι του Στάνλεϋ όλα τα πράματα εδώ μέσα. Μερικά είναι και δικά μου! Πώς είναι η μητέρα σου;… Δεν είναι καλά;
   ΜΙΤΣ: Γιατί;
   ΜΠΛΑΝΣ: Κάτι συμβαίνει απόψε, αλλά δεν πειράζει. Δεν πρόκειται να σου κάνω ανάκριση. Μόνο θα – (αγγίζει κάπως χαμένα το μέτωπό της. Η πόλκα ξαναρχίζει) – θα κάνω πως δεν πρόσεξα τίποτα – δεν είδα καμιά αλλαγή απάνω σου! Να η μουσική – ξανά…
   ΜΙΤΣ: Ποια μουσική;
   ΜΠΛΑΝΣ: Η Βαρσουβιάνα – η πόλκα που παίζανε τότε που ο Άλαν – περίμενε! (από μακριά ακούγεται πυροβολισμός. Η Μπλανς ησυχάζει). Έτσι – η πιστολιά! Με την πιστολιά, σταματάει και το τραγούδι. (Η πόλκα σβήνει) Μάλιστα σταμάτησε.
   ΜΙΤΣ: Δε μου λες – είσαι… καλά;
   ΜΠΛΑΝΣ: Θα ρίξω μια ματιά μήπως βρω τίποτα… (πάει στο ντουλαπάκι κάνοντας πως ψάχνει για το ποτό) Αχ, ναι, με συγχωρείς που δεν είμαι ντυμένη! Ήμουνα σχεδόν σίγουρη πως δεν θα ‘ρχόσουν! Ξέχασε πως ήσουνα καλεσμένος για δείπνο.
   ΜΙΤΣ: Είχα αποφασίσει να μη σε ξαναδώ.
   ΜΠΛΑΝΣ: Μια στιγμή – δεν ακούω τι λες, και λες τόσα λίγα που δεν θέλω να χάσω ούτε συλλαβή όταν μιλάς… Τι γυρεύω εδώ μέσα;… Α, ναι – ποτό! Μια τέτοια αναστάτωση που είχαμε απόψε εδώ μέσα, πώς να μη μου στρίψει, φυσικό είναι… (κάνει πως ξαφνικά ανακάλυψε τη μπουκάλα. Εκείνος βάζει το πόδι του πάνω στο κρεβάτι και την κοιτάζει συνέχεια). Εδώ έχει κάτι. Τι μάρκα είναι άραγε;
   ΜΙΤΣ: Αφού δεν ξέρεις τι πράμα είναι, τότε είναι του Στάνλεϋ –
   ΜΠΛΑΝΣ: Κατέβασε το πόδι σου από το κρεβάτι. Θα χαλάσεις το κάλυμμα, και είδες τι καλό που είναι. Εσείς οι άντρες φυσικά δεν τα προσέχετε αυτά… Αν ήξερες τι έχω φτιάξει εδώ μέσα από τότε που ήρθα…
   ΜΙΤΣ: Το φαντάζομαι.
   ΜΠΛΑΝΣ: Το θυμάσαι πώς ήταν πρώτα; Κοίταξέ το τώρα. Το δωμάτιο δείχνει σχεδόν – κομψό. Και θέλω να μείνει κομψό… Θα ‘ταν άραγε καλύτερο να το κάνω κοκτέιλ; Μμμ – είναι γλυκό, πολύ γλυκό! Είναι τρομερά, τρομερά γλυκό! Μα βέβαια, είναι λικέρ μού φαίνεται. Μάλιστα, λικέρ είναι! (Ο Μιτς γρυλλίζει) Μάλλον δεν θα σ’ αρέσει. Δοκίμασέ το όμως, μπορεί και να σ’ αρέσει.
   ΜΙΤΣ: Σου το είπα, δεν πίνω τα δικά του ποτά – κομμένη! Ούτε και συ να πιεις. Κάθεται και λέει από δω κι από κει πως όλο το καλοκαίρι έπεσες στα ποτά του σα ροφήχτρα.
   ΜΠΛΑΝΣ: Τι – απίθανα κουτσομπολιά!... Απίθανο εκ μέρους του να τα λέει, και απίθανο από σένα να κάθεσαι και να τα πιστεύει. Δεν πρόκειται να κατεβώ στο επίπεδό του και να απαντήσω σε τέτοιες αγένειες.
   ΜΙΤΣ: Χα!
   ΜΠΛΑΝΣ: Τι έχεις στο νου σου; Κάτι κρύβεις, το βλέπω στα μάτια σου.
   ΜΙΤΣ (σηκώνεται) : Είναι σκοτεινά εδώ μέσα.
   ΜΠΛΑΝΣ: Μού αρέσει έτσι σκοτεινά! Νιώθω άνεση στο σκοτάδι!
   ΜΙΤΣ: Δε θυμάμαι να σ’ έχω δει ποτέ στο φως. (Η Μπλανς γελάει άψυχα)
   ΜΠΛΑΝΣ: Ναι;
   ΜΙΤΣ: Δε σ’ έχω δει ποτέ απόγευμα.
   ΜΠΛΑΝΣ: Και ποιος φταίει;
   ΜΙΤΣ: Ποτέ δε θέλησες να βγούμε έξω απόγευμα.
   ΜΠΛΑΝΣ: Μα, Μιτς, το απόγευμα δουλεύεις.
   ΜΙΤΣ: Όχι και τις Κυριακές. Σου ζήτησα κάμποσες φορές να βγούμε έξω Κυριακή, και όλο έβρισκες προφάσεις. Μόνο με το σούρουπο βγαίνεις έξω μαζί μου, και όλο διαλέγεις κάτι μέρη με λιγοστό φως.
   ΜΠΛΑΝΣ: Κάτι σκοτεινό κρύβουν τα λόγια σου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι.
   ΜΙΤΣ: Αυτό που κρύβουν τα λόγια μου είναι ότι ποτέ δε σ’ έχω δει καθαρά, Μπλανς. Για ν’ ανάψουμε το φως εδώ μέσα.
   ΜΠΛΑΝΣ (τρομοκρατημένη) : Φως; Τι φως; Γιατί;
   ΜΙΤΣ: Αυτόν το φως εδώ με το χάρτινο μαραφέτι… (πετάει το χάρτινο κάλυμμα του πορτατίφ και προβάλλει ο γλόμπος γυμνός. Η Μπλανς βγάζει μια τρομοκρατημένη μικρή φωνή).
   ΜΠΛΑΝΣ: Γιατί το ‘βγαλες;
   ΜΙΤΣ: Για να σε δω κατάφατσα. Καθαρά – καθαρά!
   ΜΠΛΑΝΣ: Φυσικά δεν ήθελες να με προσβάλεις!
   ΜΙΤΣ: Όχι. Μόνο – μου αρέσει η αλήθεια.
   ΜΠΛΑΝΣ: Εγώ δε θέλω αλήθεια. Θέλω μαγεία. (Ο Μιτς γελάει). Ναι, ναι, μαγεία θέλω. Αυτό αγωνίζομαι να προσφέρω στους άλλους. Τους μεταμορφώνω τα πράγματα. Δεν τους δείχνω την αλήθεια, αλλά τι έ π ρ ε
π ε  να είναι αλήθεια. Κι όποιος το νομίζει αμάρτημα αυτό, ας με καταδικάσει! – ΜΗΝ ΑΝΑΨΕΙΣ ΤΟ ΦΩΣ!!!
   (Ο Μιτς πάει στον διακόπτη, ανάβει το φως και την κοιτάζει εξεταστικά. Η Μπλανς βγάζει κραυγή και σκεπάζει το πρόσωπό της. Ο Μιτς το ξανασβήνει).
   ΜΙΤΣ (αργά με πικρία): Δε με νοιάζει αν είσαι μεγαλύτερη απ’ όσο λες. Τα άλλα με νοιάζουν – στο διάβολο! Που μου παράσταινες των παλαιών αρχών, κι όσα άλλα μού ξεφούρνιζες το καλοκαίρι. Το ‘ξερα δηλαδή πως δεν είσαι και δεκαεξάρα. Εκείνο που με σφάζει είναι που το ‘χαψα πως είσαι εντάξει.
   ΜΠΛΑΝΣ: Και ποιος σου είπε πως δεν είμαι «εντάξει»; Ο πολυαγαπημένος μου γαμπρός. Και συ τον πίστεψες!
   ΜΙΤΣ: Στην αρχή τον είπα ψεύτη. Ύστερα, όταν πήγα και ρώτησα τον πλασιέ μας που περνάει από το Λώρελ, και πήρα και υπεραστικό τηλέφωνο εκείνον τον έμπορο –
   ΜΠΛΑΝΣ: Ποιον έμπορο;
   ΜΙΤΣ: Τον Κηφάμπερ.
   ΜΠΛΑΝΣ: Ο επιχειρηματίας Κηφάμπερ από το Λώρελ! Τον ξέρω. Μου έκανε προτάσεις και επειδή τον έβαλα στη θέση του πάει τώρα να μ’ εκδικηθεί με συκοφαντίες.
   ΜΙΤΣ: Τρεις άνθρωποι, ο Κηφάμπερ, ο Στάνλεϋ και ο Σώου παίρνουν όρκο!
   ΜΠΛΑΝΣ: Τρεις κύριοι σωστοί:
                         Κηφάμπερ, Στάνλεϋ, Σώου
                         παίρνουν όρκο με σταυρό –
                         χο, χο, χο, χο, χο…
   ΜΙΤΣ: Δεν έμενες σ’ ένα ξενοδοχείο, το «Φλαμίνγκο»;
   ΜΠΛΑΝΣ: Φλαμίνγκο – όχι! Ταραντούλα το έλεγαν. Έμενα στο ξενοδοχείο Ταραντούλα!
   ΜΙΤΣ (ανόητα) : Ταραντούλα;
   ΜΠΛΑΝΣ: Ναι. Δεν ξέρεις τι σημαίνει; Ταραντούλα είναι μια πελώρια αράχνη! Εκεί κουβαλούσα τα θύματά μου! (βάζει κι άλλο ποτό). Μάλιστα, είχα σχέσεις με αγνώστους. Από τότε που πέθανε ο Άλαν, μού άδειασε η καρδιά… Το μόνο που μπορούσε να την γεμίσει ήταν οι άγνωστοι, οι ξένοι… Νομίζω πως ήταν πανικός… πανικός που μ’ έριχνε από τον έναν στον άλλον, αγκομαχώντας, ζητώντας προστασία, σκέπη από δω κι από κει και τελικά μ’ ένα αγόρι δεκαεφτά χρονών. Ώσπου κάποιος ανάλαβε να γράψει στον Γυμνασιάρχη… «η γυναίκα αυτή είναι ηθικώς ακατάλληλη για τη θέση που κατέχει»…
   (Γέρνει πίσω το κεφάλι σ’ ένα σπασμωδικό, λυγμικό γέλιο. Ύστερα ξαναλέει τη φάση λαχανιαστά και πίνει).
   -Είχανε δίκιο! Και βέβαια είχαν – ήμουνα… ακατάλληλη, ούτε ξέρω – τέλος πάντων… Έπειτα ήρθα εδώ. Δεν είχα πουθενά αλλού να πάω. Έκανα λάθος. Ξέρεις τι σημαίνει να ανακαλύψεις πως έκανες λάθος; Τα νιάτα μου μ’ άφησαν χωρίς να το καταλάβω – και τότε βρήκα εσένα. Είπες, χρειαζόσουνα έναν άνθρωπο. Κι εγώ είχα ανάγκη έναν άνθρωπο. Ευχαρίστησα το θεό γονατιστή, γιατί μου φάνηκες καλός – ο κόσμος ήταν ένας βράχος κι εσύ μια μικρή σπηλιά στον βράχο αυτό, φτιαγμένη για μένα – να μπω να κρυφτώ! Είχα όμως, φαίνεται, μεγάλες αξιώσεις1 Ζητούσα πολλά! Ο Κηφάμπερ, ο Στάνλεϋ και ο Σώου πιάσανε τον χαρταετό και του δέσανε έναν ντενεκέ στην ουρά –
   (Παύση. Ο Μιτς την κοιτάζει άφωνα).
   ΜΙΤΣ: Μου είπες ψέματα Μπλανς.
   ΜΠΛΑΝΣ: Πώς τολμάς να λες ότι είπα ψέματα!
   ΜΙΤΣ: Ψευτιά, ψευτιά, μέσα κι έξω, όλο ψευτιά.
   ΜΠΛΑΝΣ: Όχι μέσα μου! Το ψέμα ποτέ δεν έφτασε στην καρδιά μου…
   (Από τη γωνιά προβαίνει μια μεξικάνα, τυφλή, τυλιγμένη σ’ ένα σκούρο σάλι. Πουλάει λουλούδια. Κρατάει μπουκέτα από ψεύτικα, λαμπερά λουλούδια, φτιαγμένα από τενεκέ. Είναι τα λουλούδια που συνηθίζουν οι λαϊκοί μεξικάνοι για διακόσμηση στις κηδείες και άλλες τελετές. Το φώναγμά της μόλις και ακούγεται, και η φιγούρα της είναι μόλις ορατή).
   ΜΕΞΙΚΑΝΑ: Flores, Flores, Flores para los muertos, Flores, Flores… Λουλούδια, λουλούδια για τους πεθαμένους, λουλούδια…
   ΜΠΛΑΝΣ: Τι; Ω, απ’ έξω είναι… (Πάει στην πόρτα, ανοίγει, βρίσκεται μπροστά στη μεξικάνα και την κοιτάζει κατάματα).
   ΜΕΞΙΚΑΝΑ (βρίσκεται μπροστά στην πόρτα. Προσφέρει λουλούδια στην Μπλανς) : FloresFlores para los mouertos… Λουλούδια για φέρετρα;
   ΜΠΛΑΝΣ (ξαγριεμένη από φόβο) : Όχι, όχι! Όχι ακόμη! Όχι ακόμη! (ξαναμπαίνει μέσα σα βέλος, κλείνοντας την πόρτα με βρόντο)
   ΜΕΞΙΚΑΝΑ (απομακρύνεται προς το δρόμο) : - Για τα φέρετρα… Flores para los muertos(η μουσική της πόλκας ακούγεται αδύναμα)
   ΜΠΛΑΝΣ (σαν στον εαυτό της) : Επικρίσεις… και τύψεις… - «Αν το ‘κανες αυτό, δεν θα πάθαινα εγώ τώρα αυτό»…
   ΜΕΞΙΚΑΝΑ: FloresCorones
   ΜΠΛΑΝΣ: Κληρονομιές! Χα! Και άλλα πολλά… όπως – μαξιλάρια λερωμένα με αίμα – «τα σεντόνια της θέλουν άλλαγμα»… «Ναι μητέρα, αλλά, δεν μπορούμε να πάρουμε μια μικρή νέγρα γι’ αυτές τις δουλειές;»… Όχι - δεν μπορούσαμε, φυσικά. Όλα είχανε γλιστρήσει μέσα απ’ τα χέρια μας. Όλα εκτός από τον - …
   ΜΕΞΙΚΑΝΑ: Flores…
   ΜΠΛΑΝΣ: …θάνατο. Καθόμουνα έτσι, και η μητέρα απέναντί μου κι ο θάνατος τόσο κοντά μας, όσο εσύ τώρα… και μεις φοβόμαστε ακόμα και να ομολογήσουμε πως ξέραμε τ’ όνομά του…
   ΜΕΞΙΚΑΝΑ: Flores para los muertos… Flores, Flores
   ΜΠΛΑΝΣ: Ξέρεις το αντίδοτο για το θάνατο;… Είναι ο πόθος… Μπα, απορείς! Γίνεται να απορείς;… Κοντά στη Μπέλλ Ρεβ, προτού τη χάσουμε και τη Μπελλ Ρεβ, ήταν ένα στρατόπεδο για νεοσύλλεκτους. Τα σαββατόβραδα πήγαιναν στην πόλη για να μεθύσουν…
   ΜΕΞΙΚΑΝΑ (μαλακά) : Flores.
   ΜΠΛΑΝΣ: …και στο γυρισμό, έμπαιναν στον κήπο μου, ετρίκλιζαν και με καλούσαν… «Μπλανς! Μπλάνς!» Μια γριούλα που είχε απομείνει ζωντανή, ήταν θεόκουφη και δεν υποψιαζόταν… Και στο τέλος, άρχισα να βγαίνω έξω και ν’ απαντάω στο κάλεσμά τους… στα χαράματα, ένα φορτηγό τους μάζευε… σαν κομμένες μαργαρίτες… και τους πήγαινε πίσω…
   (Η μεξικάνα στρίβει αργά και χάνεται. Η Μπλανς πάει στο τραπεζάκι της τουαλέτας και στηρίζεται απάνω του. Αμέσως μετά, ο Μιτς σηκώνεται και την ακολουθεί, έχοντας κάτι κατά νου. Βάζει τα χέρια του στη μέση της και προσπαθεί να την κάνει να γυρίσει).
   ΜΠΛΑΝΣ: Τι θέλεις;
   ΜΙΤΣ: Θέλω εκείνο που δε μού ‘δωσες όλο το καλοκαίρι.
   ΜΠΛΑΝΣ: Τότε παντρέψου με Μιτς!
   ΜΙΤΣ: Δε μου κάνεις για γάμο.
   ΜΠΛΑΝΣ: Γιατί;
   ΜΠΛΑΝΣ: Δεν είσαι τίμια – δεν κάνεις για το σπίτι μου και τη μάνα μου.
   ΜΠΛΑΝΣ: Τότε να φύγεις από δω! (Ο Μιτς την κοιτάζει κατάματα). Βγες από δω μέσα αμέσως, προτού αρχίζω να ουρλιάζω «φωτιά»! (Η υστερία τής σφίγγει το λαιμό) – Φύγε από δω μέσα προτού φωνάξω «φωτιά»!
   (Εκείνος συνεχίζει να την κοιτάζει. Η Μπλανς ορμάει ξαφνικά στο παράθυρο, που πλαισιώνει το αχνό γαλάζιο καλοκαιριάτικο ουρανό της νύχτας, και κραυγάζει άγρια).
   -Φωτιά! ΦΩΤΙΑ! Φ Ω Τ Ι Α ! ! !
   (Ο Μιτς χαμένος, βγαίνει, κατεβαίνοντας τα σκαλιά σα μεθυσμένος και χάνεται στη γωνία. Η Μπλανς, πισωπατάει  τρεκλίζοντας, και καταρρέει στα γόνατα. – Το απόμακρο πιάνο είναι αργό και πικρό).  
  
  


A Streetcar Named Desire (6/8) Movie CLIP - Meetings with Strangers (1951) HD

(youtube, 26/8/2016)


Δεν υπάρχουν σχόλια: