..............................................................
· «Η πρώτη νύχτα»
διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλλο
(από τη συλλογή διηγημάτων «Γυμνή ζωή
και
άλλα διηγήματα», μτφ. Κατερίνα
Γλυκοφρύδη
εκδ. Καστανιώτης, 1989)
Τέσσερα σεντόνια.
Τέσσερα νυχτικά.
Τέσσερα μισοφόρια.
Όλα από τέσσερα,
δηλαδή. Κι αυτή την προίκα της κορούλας καμωμένη μια βελονιά σήμερα, μια
βελονιά αύριο, με την υπομονή της αράχνης, δεν κουραζόταν να τη δείχνει στις
γειτόνισσες.
-Φτωχικά ρούχα, αλλά τίμια.
Και με κείνα τα φτωχά της χέρια τα
ξασπρισμένα, χέρια που θαρρείς πως τα ‘χε περάσει η πλάνη του μαραγκού, μ’ αυτά
τα χέρια που ξέρουν από κούραση, έβγαζε απ’ την πλατιά ελάτινη κασέλα, αργά
αργά, σαν ν’ άγγιζε το αγιασμένο αντίδωρο, τα ωραία ασπρόρουχα, κομμάτι
κομμάτι: τα φορέματα, τις εσάρπες, μάλλινες όλες. Η μία μάλιστα, η γαμήλια,
ήταν με τις άκρες κεντημένες και με φράντζες από φίνο μετάξι, μακριά μέχρι κάτω
τη γη. Οι άλλες τρεις κι αυτές μακριές, αλλά με λιγότερο λούσο. Τα άπλωνε όλα
πάνω στο κρεβάτι επαναλαμβάνοντας, ταπεινή και χαμογελαστή: ταπεινά ρούχα, αλλά
τίμια. Το ‘λεγε αυτό κι η χαρά έτρεμε μέσα στα χέρια και τη φωνή.
-Βρέθηκα μονάχη, μοναχούλα, έλεγε. Όλα μ’
αυτά τα χέρια που δεν τα νιώθω πια. Εγώ κάτω απ’ τη βροχή, εγώ κάτω απ’ τον
ήλιο, να πλένω στο ποτάμι, στη βρύση, να ξεφλουδίζω αμύγδαλα και να μαζεύω
ελιές εδώ κι εκεί στην εξοχή, να κάνω τη δούλα και τη λαντζέρα. Δεν πειράζει, ο
Θεός που ξέρει τη ζωή μου και τα δάκρυά μου μού ‘δωσε δύναμη και υγεία. Τόσα
έκανα που πια ξεσπόριασα… τώρα μπορώ πια να πεθάνω. Και σ’ αυτό τον άγιο
άνθρωπο που τώρα με περιμένει εκεί ψηλά, σαν με ρωτήσει για το κορίτσι μας,
μπορώ να του πω: την κόρη σου την άφησα σε καλά χέρια, δε θα υποφέρει. Υπόφερα
τόσα εγώ κι αυτή… Κλαίω από χαρά… μην ενοχλείστε…
Και σκούπιζε τα δάκρυά της η μάμα Αντόνια με
την άκρη του μαύρου μαντιλιού της, δεμένο κάτω απ’ το σαγόνι.
Εκείνη την ημέρα σχεδόν δε φαινόταν πως ήταν
αυτή. Έτσι ντυμένη με τα καινούρια της, σου ‘κανε μια περίεργη εντύπωση να την
ακούς να μιλά όπως συνήθως. Οι γειτόνισσες την παινεύανε, την έφερναν σαν
παράδειγμα για μίμηση. Αλλά η κόρη, η Μαριαστέλα, ντυμένη νύφη μ’ ένα φόρεμα
γκρίζο μεταξένιο, μια πολυτέλεια, και το μαντίλι στο λαιμό, μεταξωτό κι αυτό,
σε μια γωνιά μέσα στο δωματιάκι το ταχτοποιημένο όσο το δυνατόν καλύτερα για το
γεγονός της ημέρας, λοιπόν, βλέποντας να κλαίει η μάνα, ξέσπασε κι αυτήν σε
λυγμούς.
-Μαριαστέ, Μαριαστέ, μα τι κάνεις;
Οι γειτόνισσες ήρθαν όλες γύρω της πρόθυμες,
για να πει η καθεμιά το δικό της.
- Ε, τι κάνεις εκεί; Δε χαίρεσαι; Σήμερα δεν
κλαίνε. Ξέρεις τι λένε; «Εκατό λίρες μελαγχολίας δεν πληρώνουν το χρέος μιας
πεντάρας».
- Σκέφτομαι τον πατέρα, είπε η Μαριαστέλα με
το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια.
Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν εφτά χρόνια από
κακό θάνατο. Τελώνης στο λιμάνι, έβγαινε με τις βάρκες νυχτερινή περιπολία. Μια
νύχτα με θύελλα, η βάρκα πήγαινε άκρη-άκρη στις ακτές, αναποδογύρισε κι έπειτα
εξαφανίστηκε με τους τρεις άντρες που την οδηγούσαν.
Ήταν ακόμη ολοζώντανη η ανάμνηση εκείνου του
ναυάγιου σ’ όλο τον κόσμο της θάλασσας. Και θυμούνται πως η Μαριαστέλα,
τρέχοντας με τη μάνα της, με τα χέρια ανοιχτά στον αέρα, ολολύζοντας και μέσα
στις στάλες από τα κύματα που έσπαζαν πάνω στα βράχια, δίπλα στον καινούριο
λιμενοβραχίονα που πάνω του κείτονταν τα τρία πτώματα των πνιγμένων (τους είχαν
βγάλει μετά από τριών ημερών απελπισμένες έρευνες), αντί λοιπόν η Μαριαστέλα να
πέσει γονατιστή δίπλα στο πτώμα του πατέρα της, έμεινε πετρωμένη μπρος σ’ άλλο
πτώμα, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος και ψιθυρίζοντας:
-Ω, αγάπη μου, αγάπη μου! Ω, πώς έγινες
έτσι!
Η μάμα Αντόνια, οι συγγενείς του νεαρού
πνιγμένου κι όλος ο κόσμος που ‘χε τρέξει, κοκάλωσαν μπροστά σ’ αυτή την
απρόσμενη αποκάλυψη. Κι η μητέρα του πνιγμένου, που ονομαζότανε Τίνο Σπάρτι
(πραγματικά χρυσό αγόρι, ο καημένος), ακούγοντάς τη να λέει έτσι, άπλωσε αμέσως
τα χέρια της, την πήρε στην αγκαλιά της, την έσφιξε στο στήθος δυνατά, παρουσία
όλων, σαν για να την κάνει δική της, δική της κι εκείνου, του νεκρού γιου, και
φώναξε με μια φωνή που αντήχησε ως πέρα:
-Κόρη μου! Κόρη μου!
Γι’ αυτό τώρα οι γειτόνισσες, ακούγοντας να
λέει η Μαριαστέλα «θυμήθηκα τον πατέρα», αντάλλαξαν ένα βλέμμα κατανόησης,
συμπονώντας τη σιωπηλά. Όχι, δεν έκλαιγε για τον πατέρα της η έρημη η κοπέλα. Ή
ίσως έκλαιγε γιατί σκεφτόταν πως αν ζούσε ο πατέρας της, δε θα ‘χε δεχτεί μια
τέτοια μοίρα, αυτή που τώρα στη μάνα της, έτσι όπως είχαν τα πράγματα, φαινόταν
μεγάλη τύχη.
Πόσο χρειάστηκε ν’ αγωνιστεί η μάμα Αντόνια
για να νικήσει το πείσμα της κόρης.
-Με βλέπεις, είμαι γριά πια. Περισσότερο
δοσμένη στο θάνατο παρά στη ζωή. Τι ελπίζεις; Τι θα κάνεις αύριο μονάχη, χωρίς
βοήθεια, στους πέντε δρόμους;
Ναι, η μάνα είχε δίκιο. Άλλους, όμως,
υπολογισμούς έκανε η Μαριαστέλα απ’ τη μεριά της. Σπουδαίος άντρας, ναι, αυτός
ο δον Λουίτζι Κίρικο που θέλαν να της δώσουν για σύζυγο, δε λέει όχι, αλλά
γέρος σχεδόν και επιπλέον χήρος.
Ξαναπαντρευόταν ο κακομοίρης, μετά από ένα
χρόνο μόλις χηρείας, πιο πολύ από ανάγκη παρά από αγάπη. Γιατί είχε ανάγκη από
μια γυναίκα εκεί πάνω, να προσέχει το σπίτι και να του μαγειρεύει το βράδυ. Να,
γι’ αυτό παντρευόταν.
-Ε, και τι σε νοιάζει εσένα; της είχε
απαντήσει η μάνα της. Αυτό, αντίθετα, πρέπει να σου δίνει σιγουριά. Σκέφτεται
σαν λογικός άντρας. Γέρος; Ούτε σαράντα χρονών δεν είναι ακόμη. Δε θα σου
λείψει ποτέ τίποτα. Έχει ένα μισθό σταθερό, μια καλή δουλειά. Πέντε λιρέτες την
ημέρα. Σκέτη τύχη.
- Ναι… ωραία δουλειά, ωραία δουλειά.
Εδώ ήταν το άτοπο. Η μάμα Αντόνια το είχε
καταλάβει απ’ την αρχή: το είδος της δουλειάς του Κίρικο…
Και μια μέρα του Μαγιού, αυτή η έρημη μάνα
προσκάλεσε μερικές γειτόνισσες για ένα περίπατο εκεί πάνω, σε κείνο το ψήλωμα
που δέσποζε σ’ όλο το χωριό.
Ο δον Λουίτζι Κίρικο, απ’ το κάγκελο του
μικρού άσπρου νεκροταφείου που ξεπροβάλλει εκεί πάνω, μακριά απ’ το χωριό, με
τη θάλασσα μπροστά του και την εξοχή πίσω, μόλις είδε τη συντροφιά των γυναικών
τις προσκάλεσε να περάσουν μέσα.
-Βλέπεις; Δεν είναι τίποτα. Φαίνεται σαν
ένας κήπος με πολλά λουλούδια, είχε πει η μάμα Αντόνια στη Μαριαστέλα καθώς
περιδιάβαζαν τον αγιασμένο εκείνο τόπο. Λουλούδια που δε μαραίνονται ποτέ. Κι
εδώ γύρω, όλο εξοχή. Γέρνεις λίγο απ’ το κάγκελο κι έχεις στα πόδια σου όλο το
χωριό. Ακούς τη φασαρία τους, τις φωνές. Κι είδες τι ωραία άσπρη καμαρούλα,
καθαρή, αεράτη. Το βράδυ κλείνεις πόρτα και παράθυρα, ανάβεις τη λάμπα κι είσαι
σπίτι σου: ένα σπίτι σαν όλα τ’ άλλα… Τι πας και σκέφτεσαι!
Και οι γειτόνισσες απ’ τη μεριά τους:
-Και βέβαια. Κι έπειτα, όλα είναι συνήθεια.
Μετά από κάνα δυο μέρες, δε θα σου κάνει πια εντύπωση. Οι νεκροί, στο
κάτω-κάτω, δεν πειράζουν κανένα. Απ’ τους ζωντανούς να φυλάγεσαι, κορίτσι μου.
Εσύ που είσαι πιο μικρή από μας, θα μας έχεις όλες εδώ κοντά σου μια-μια σε
λίγο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο «σπίτι», κι εσύ θα είσαι η οικοδέσποινα και η
καλή μας φύλακας.
Εκείνη η επίσκεψη εκεί πάνω, την ωραία
εκείνη μαγιάτικη μέρα, είχε μείνει στην καρδιά της Μαριαστέλα σαν ένα παρήγορο
όραμα κατά τη διάρκεια του εντεκάμηνου αρραβώνα: σ’ αυτή πρόστρεχε με τη σκέψη
τις ώρες της απελπισίας, ιδίως όταν ερχόταν το βράδυ κι η καρδιά της θλιβόταν και
έτρεμε από φόβο…
Σκούπιζε ακόμη τα δάκρυά της, όταν ο δον
Λουίτζι Κίρικο παρουσιάστηκε στην πόρτα με δυο τεράστια κουτιά γλυκά κάτω από
τη μασχάλη. Κι ήταν αγνώριστος.
-Παναγιά μου! φώναξε η μάμα Αντόνια. Πώς
γίνατε έτσι, χριστιανέ μου;
-Εγώ; Α… ναι. Τα γένια, ε; απάντησε ο δον
Λουίτζι μ’ ένα αχνό χαμόγελο που του έτρεμε
πάνω στα χείλη τα χλωμά και άσαρκα.
Δεν ήταν απλώς ξυρισμένος ο δον Λουίτζι,
ήταν ξεπετσιασμένος. Είχαν ξεριζωθεί εκείνα τα γένια απ’ τα βαθουλωμένα μάγουλα
και του έδιναν τώρα μια όψη γδαρμένου γερο-τράγου.
-Εγώ… εγώ του τα ξύρισα, βιάστηκε να επέμβει
όλο έξαψη η δόνα Νέλλα, η αδελφή του γαμπρού, χοντρή και αναιδέστατη.
Είχε κάτω απ’ το σάλι της μερικές μποτίλιες
και μπαίνοντας φάνηκε πως θα έπιανε όλο το χώρο της καμαρούλας με κείνον το
μεταξένιο της φόρεμα, πράσινο μπιζελί, που φουρφούριζε σαν σιντριβάνι. Την
ακολουθούσε ο σύζυγος, ισχνός σαν τον δον Λουίτζι, καταμαυρισμένος και
σιωπηλός.
-Άσχημα έκανα; συνέχισε αυτή κι
απελευθερώθηκε απ’ το σάλι της. Πρέπει να το πει η νύφη. Πού είναι; Κοίτα
Λουίτζι, κλαίει. Στο ‘λεγα εγώ. Έχεις δίκιο, κορίτσι μου, αργήσαμε πολύ.
Φταίξιμο δικό σου, Λουίτζι. Να ξυριστώ, να μην ξυριστώ… δυο ώρες μέχρι ν’
αποφασίσει. Πες μου, δε σου φαίνεται πιο νέος έτσι; Μ’ αυτό το δέρμα το άσπρο την
ημέρα του γάμου…
-Μα θα τ’ αφήσω να μεγαλώσει πάλι, είπε ο
Κίρικο διακόπτοντας την αδελφή του και κοιτάζοντας τη νύφη θλιμμένα. Φαίνομαι
γέρος ούτως ή άλλως… και επιπλέον άσχημος.
-Ο άντρας είναι άντρας, γαϊδαράκο. Δεν είσαι
ούτε ωραίος ούτε άσχημος, είπε η αδελφή του αγανακτισμένη. Κοίτα, όμως, το
καινούριο σου κοστούμι, το λέρωσες κιόλας! Κρίμα.
Κι άρχισε να του δίνει κάτι χτυπιές πάνω στα
μανίκια για να τινάξει τη ζάχαρη που ‘χε σκορπίσει απ’ τις πάστες μέσα στο
κουτί που κρατούσε ακόμη στα χέρια.
Ήταν αργά. Έπρεπε να πάνε πρώτα στο
δημαρχείο, να μην έχουν τον πρόεδρο να περιμένει. Και μετά να πάνε στην
εκκλησία. Κι η γιορτούλα θα ‘πρεπε να τελειώσει πριν το βράδυ. Ο δον Λουίτζι,
γεμάτος ζήλο για το καθήκον του, διευθετούσε τα πάντα, μόνο που καθόταν στ’
αγκάθια εξαιτίας της αδελφής του, της καυγατζούς και φωνακλούς, και μάλιστα
μετά το γεύμα με την άφθονη κρασοκατάνυξη.
-Θέλουμε μουσικούς! Πού ακούστηκε, καλέ,
γάμος χωρίς μουσική; Πρέπει να χορέψουμε. Στείλε να φωνάξουν τον Ισίδωρο τον
αόμματο. Κιθάρες και μαντολίνα! ούρλιαζε τόσο, που ο αδελφός της χρειάστηκε να
την πάρει στην άκρη.
-Πάψε, Νέλλα, πάψε! Έπρεπε να καταλάβεις πως
δε θέλω γλέντι.
Η αδελφή του πέταξε έξω δυο μάτια έξω.
-Πώς και γιατί αυτό;
Ο δον Λουίτζι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κι
αναστέναξε βαθιά.
-Σκέψου πως είναι μόλις ένας χρόνος που
εκείνη η φτωχή μου…
-Τη σκέφτεσαι ακόμη, στ’ αλήθεια; τον
διέκοψε η δόνα Νέλλα μ’ ένα καγχασμό. Τότε γιατί παίρνεις άλλη γυναίκα; Αχ,
καημένη Νουτέλλα…
-Ξαναπαντρεύομαι, είπε ο δον Λουίτζι
μισοκλείνοντας τα μάτια και χλομιάζοντας, αλλά μουσικές και χορούς δε θέλω, έχω
άλλο καημό στην καρδιά…
Κι όταν η μέρα άρχισε να γέρνει
για να δύσει, παρακάλεσε την πεθερά να τα ετοιμάσει όλα για φευγιό.
-Το ξέρετε, πρέπει να χτυπήσω την καμπάνα
για τον εσπερινό εκεί πάνω…
Πριν αφήσει το σπίτι, η Μαριαστέλα γραπώθηκε
από το λαιμό της μάνας της και ξέσπασε σε κλάμα ατέλειωτο. Δεν ήθελε, δεν ήθελε
να πάει εκεί πάνω μόνη μαζί του.
-Θα σε συνοδέψουμε όλοι μας, μην κλαις, χαζούλα,
την παρηγορούσε η μάνα.
Αλλά έκλαιγε κι αυτή και όλες οι
γειτόνισσες.
-Πικρό φευγιό, έλεγαν.
Μόνο η δόνα Νέλλα, η αδελφή του Κίρικο,
ροδοκόκκινη όσο ποτέ, δεν είχε συγκινηθεί κι έλεγε πως είχε βοηθήσει σε ογδόντα
γάμους και τα δάκρυα, σαν τα κουφέτα, δε λείπανε ποτέ.
-Κλαίει η κόρη που αφήνει τη μάνα, κλαίει η
μάνα που αφήνει την κόρη. Εντάξει. Άλλο ένα ποτήρι κρασί να κατακάτσει η
συγκίνηση, κι άντε να φύγουμε γιατί ο Λουίτζι βιάζεται.
Ξεκίνησαν. Σαν κηδεία φαινόταν παρά σαν
συντροφιά που γύριζε από γάμο. Και καθώς τους έβλεπε ο κόσμος που βγήκε στις
πόρτες και στα παράθυρα, μουρμούριζε:
-Καημένη νύφη.
Εκεί πάνω, στο μικρό χώρο μπροστά στο
κάγκελο, στάθηκαν λίγο ν’ αποχαιρετήσουν τη Μαριαστέλα, να την ενθαρρύνουν και
να την εμψυχώσουν. Ο ήλιος έδυε κι ο ουρανός ήταν όλος κόκκινος της φωτιάς, κι
η θάλασσα κάτω έμοιαζε να είχε ζωστεί στις φλόγες. Απ’ το χωριό στο βάθος,
ανέβαινε το ασίγαστο μουρμουρητό κι οι συγκεχυμένες ομιλίες σαν μια μακρινή
αναταραχή. Κι αυτά τα κύματα της ανθρώπινης φωνής αναδύονταν κι έρχονταν και
χτύπαγαν πάνω στον άσπρο τοίχο τον τραχύ, όπου στεκόταν κορόνα στο κοιμητήρι
εδώ απάνω, βυθισμένο μέσα στη σιωπή.
Ο αέρινος ασημένιος ήχος της καμπάνας που
μόλις είχε χτυπήσει ο δον Λουίτζι για τον εσπερινό, ήταν ένα σινιάλο για την
αναχώρηση των καλεσμένων. Σ’ όλους φάνηκε πιο άσπρος εκείνος ο τοίχος
ακούγοντας την καμπάνα. Ίσως γιατί η ατμόσφαιρα σκούραινε.
Όλες άρχισαν τις ευχές στη νύφη και μία-μία
έφευγαν. Έμειναν με τη Μαριαστέλα, που ήταν χαμένη και παγωμένη, μόνο η μάνα
και κάνα δυο πολύ στενές φίλες. Ψηλά, τα σύννεφα που πρώτα ήταν φλογισμένα,
έγιναν τώρα σταχτιά σαν καπνισμένα.
-Θέλετε να περάσετε; είπε ο δον Λουίτζι στις
γυναίκες απ’ το σκαλί της καγκελόπορτας.
Αμέσως όμως η μάμα Αντόνια του έκανε νόημα
με το χέρι να πάψει και να περιμένει. Η Μαριαστέλα έκλαιγε εξορκίζοντάς τη να
την πάρει πίσω στο χωριό μαζί της.
-Για τ’ όνομα του Θεού, σε παρακαλώ.
Δε φώναζε, της το έλεγε τόσο σιγανά και με
τόση τρεμουλιαστή φωνή, που η φτωχή μάνα ένιωθε να της ξεσκίζεται η καρδιά. Η
τρεμούλα της κόρης – το καταλάβαινε – προερχόταν απ’ τη ματιά που είχε ρίξει
στο εσωτερικό του νεκροταφείου κι είχε δει όλους εκείνους τους σταυρούς που
πάνω τους τώρα είχε κατακαθίσει η σκιά του δειλινού.
Ο δον Λουίτζι πήγε ν’ ανάψει τη λάμπα στην
καμαρούλα, στ’ αριστερά της εισόδου. Έριξε μια ματιά να δει αν όλα ήταν σε τάξη
κι έμεινε λίγο αναποφάσιστος: να πάει ή να περιμένει να πειστεί η νύφη απ’ τη
μάνα της να έρθει μέσα.
Καταλάβαινε και συμπονούσε. Είχε συνείδηση
της θλιβερής του παρουσίας, της γερασμένης κι άσχημης. Δεν μπορούσε να
εμπνεύσει στη νύφη ούτε τρυφεράδα ούτε εμπιστοσύνη: είχε κι αυτός την καρδιά
του γεμάτη δάκρυα. Χτες ακόμη είχε πέσει στα γόνατα, κλαίγοντας σαν παιδί,
μπροστά σ’ ένα σταυρουλάκο τούτου του νεκροταφείου. Ζήτησε την άδεια απ’ την
πρώτη του γυναίκα. Δεν έπρεπε πια να την σκέφτεται. Τώρα ανήκε ολόκληρος σ’
αυτή την άλλη: πατέρας και σύζυγος μαζί.
Αλλά οι καινούριες φροντίδες για τη νύφη δε
θα τον έκαναν να παραμελήσει τις φροντίδες που από χρόνια έδινε σ’ όλους τους
φίλους κι αγνώστους που κοιμόντουσαν εδώ πάνω, κάτω απ’ τη δική του επίβλεψη.
Το είχε υποσχεθεί με εκατό σταυροκοπήματα χτες βράδυ, σ’ εκείνο το νυχτερινό
του γύρο.
Στο τέλος, η Μαριαστέλα πείστηκε και μπήκε
μέσα. Η μάνα έκλεισε αμέσως την πόρτα, σαν για ν’ απομονώσει την κόρη στην
οικειότητα της καμαρούλας, αφήνοντας έξω το φόβο του χώρου.
Και πραγματικά, η θέα οικείων αντικειμένων
φάνηκε να παρηγόρησε αρκετά τη Μαριαστέλα.
-Άντε, βγάλε το σάλι, είπε η μάμα Αντόνια.
Περίμενε να στο βγάλω εγώ. Τώρα είσαι σπίτι σου πια.
-Αφέντρα, πρόσθεσε ο δον Λουίτζι ντροπαλά,
μ’ ένα τρυφερό μελαγχολικό χαμόγελο.
-Τ’ ακούς; έκανε η μάμα για να ενθαρρύνει το
γαμπρό της να συνεχίσει να μιλάει.
-Αφέντρα δική μου κι όλων των πραγμάτων εδώ,
συνέχισε ο δον Λουίτζι. Πρέπει πια να το ξέρει. Θα ‘χει εδώ κάποιον που θα την
περιμένει και θα την αγαπά τόσο όσο κι η μητέρα της. Και δεν πρέπει να φοβάται
τίποτα.
-Βέβαια, τίποτα, τίποτα, τραγούδησε η μάνα.
Τι είναι δα, καμιά μικρούλα; Πφ, φόβος! Αυτή θ’ αρχίσει αμέσως τις δουλειές.
Έτσι δεν είναι, ε;
Η Μαριαστέλα ένευε με το κεφάλι πολλές φορές
συμφωνώντας. Αλλά μόλις η μάμα Αντόνια και οι γειτόνισσες κίνησαν για να
φύγουν, αυτή άρχισε πάλι το κλάμα, χύθηκε στην αγκαλιά της, γραπώθηκε στο λαιμό
της. Τότε αυτή, τρυφερά αλλά αποφασιστικά, έλυσε τα χέρια της κόρης, της έδωσε
τις τελευταίες συμβουλές, να ‘χει εμπιστοσύνη στον άντρα της και στο Θεό, κι
έφυγε με τις γειτόνισσες, κλαίγοντας κι αυτή.
Η Μαριαστέλα έμεινε κοντά στην
πόρτα που η μάνα φεύγοντας είχε τραβήξει και κλείσει,
και με τα χέρια της στο πρόσωπο προσπαθούσε να καταλαγιάσει τους ακατάπαυτους
λυγμούς της, όταν ένα φύσημα του αγέρα μισάνοιξε σιωπηλά εκείνη την πόρτα.
Με τα χέρια ακόμη στο πρόσωπο, η Μαριαστέλα
δεν το αντιλήφθηκε. Αντίθετα της φάνηκε, ποιος ξέρει γιατί, σαν ν’ άνοιξε μέσα
της ένα ευχάριστο κενό όπως στα όνειρα. Άκουσε από μακριά τρεμουλιαστό το
κάλεσμα των γρύλων και ένιωσε δροσερό το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών.
Κατέβασε τα χέρια απ’ τα μάτια: διέκρινε στο νεκροταφείο ένα φως, πιο δυνατό κι
απ’ της αυγής το φως, που φαινόταν να ομορφαίνει καθετί που ήταν ακίνητο και
συγκεκριμένο.
Ο δον Λουίτζι έτρεξε να κλείσει την πόρτα.
Αμέσως όμως η Μαριαστέλα, ανατριχιάζοντας, αποτραβήχτηκε ολόκληρη στη γωνιά,
ανάμεσα στην πόρτα και στον τοίχο, φωνάζοντας:
-Για τ’ όνομα του Θεού, μη μ’ αγγίζετε!
Ο δον Λουίτζι, πληγωμένος από κείνη την
κίνηση της ενστικτώδικης απέχθειας, πέτρωσε.
-Δε θα σ’ άγγιζα. Ήθελα να κλείσω την πόρτα.
-Όχι, όχι, έκανε αμέσως η Μαριαστέλα για να
τον κρατήσει μακριά. Αφήστε τη ανοιχτή . Δε φοβάμαι.
-Ε, τότε… τραύλισε ο δον Λουίτζι και
αισθάνθηκε να του πέφτουν τα χέρια.
Μέσα στη σιωπή, απ’ τη μισόκλειστη πόρτα
έφτασε το μακρινό τραγούδι ενός χωρικού που γύρναγε ξένοιαστος από την εξοχή,
κάτω απ’ το φεγγάρι και μες στη δροσιά την ποτισμένη με το άρωμα από τα πράσινα
στάχυα που μόλις είχαν θεριστεί.
-Αν μου επιτρέπεις να περάσω, άρχισε ο δον
Λουίτζι προσβλημένος και βαθιά πικραμένος, πάω να κλείσω την εξώπορτα που
έμεινε ανοιχτή.
Η Μαριαστέλα δεν κουνήθηκε απ’ τη γωνιά που
είχε ζαρώσει. Ο δον Λουίτζι Κίρικο πήγε αργά να κλείσει κι επέστρεφε όταν την
είδε να έρχεται προς το μέρος του σαν να τη χτύπησε η τρέλα εκείνη μόλις τη
στιγμή.
-Πού είναι; Πού είναι ο πατέρας μου; Πείτε
μου. Θέλω να πάω στον πατέρα.
-Εδώ είμαι εγώ. Και γιατί όχι; Αυτό είναι το
σωστό, άλλωστε. Θα σε συνοδέψω εγώ, της απάντησε σκυθρωπός ο δον Λουίτζι. Κάθε
βράδυ κάνω ένα γύρο εδώ, πριν πάω για ύπνο. Απόψε δεν τον έκανα εξαιτίας σου.
Πάμε. Δε χρειαζόμαστε φανάρι. Υπάρχει το φανάρι τ’ ουρανού.
Και πήραν τα δρομάκια τα χαρωπά, ανάμεσα
στους φράχτες με τις ανθισμένες λεβάντες.
Ξάσπριζαν ολόγυρα, κάτω απ’ το φως του
φεγγαριού, οι μαρμάρινοι τάφοι των αρχοντάδων, και μαύροι στη γη, με τη σκιά
τους στο πλάι, να βρίσκονται, οι σιδερένιοι σταυροί των φτωχών. Ξεκάθαρο
ερχόταν από τα κοντινά χωράφια το τρεμουλιαστό τραγούδι των γρύλων κι από
μακριά σουρντίνα το μουρμούρισμα της θάλασσας.
-Εδώ, είπε ο Κίρικο δείχνοντας ένα χαμηλό
αγροτικό τάφο, που πάνω του ήταν χτισμένη μια πλάκα για να θυμίζει το ναυάγιο
και τα τρία θύματα του καθήκοντος. Είναι κι ο Τίνο Σπάρτι εδώ, πρόσθεσε
βλέποντας τη Μαριαστέλα να πέφτει στα γόνατα με λυγμούς. Εσύ κλάψε εδώ, εγώ πάω
πιο κει… δεν είναι μακριά.
Το φεγγάρι κοιτούσε από ψηλά το μικρό
νεκροταφείο πάνω στο ψήλωμα. Μόνο αυτό είδε εκείνες τις σκιές πάνω στο κίτρινο
λιθόστρωτο μονοπάτι, στους δυο τάφους μπροστά, μέσα σε κείνη τη γλυκιά νύχτα τ’
Απρίλη.
Ο δον Λουίτζι γονάτισε στο μνήμα της πρώτης του
γυναίκας, κλαίγοντας με λυγμούς.
-Νούτσια, ψιθύρισε, Νούτσια, μ’ ακούς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου