Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

«O Ίλαρχος Άντολφ πριν πεθάνει…» από τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1849 – 1912) (μτφ. Νίκος Γκάτσος, εκδ. Πατάκη, 2001)

..............................................................





·       «O Ίλαρχος Άντολφ πριν πεθάνει…» από τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1849 – 1912) 






     (μτφ. Νίκος Γκάτσος, εκδ. Πατάκη, 2001)


 

   …(Η παραμάνα Μάργκρετ έχει καταφέρει να φορέσει το χιτώνα του φρενοκομείου στον ίλαρχο Άντολφ. Η ορντινάτσα του, ο στρατιώτης Νεντ, δασκαλεμένος από τη Λάουρα, γυναίκα του ίλαρχου, αρνείται τη διαταγή να τον λύσει. Προς το τέλος της σκηνής και του έργου θα έρθουν ο Πάστορας και ο Γιατρός να πιστοποιήσουν το θάνατό του.)

(…Μπαίνει η ΛΑΟΥΡΑ. Κάνει νόημα στον ΝΙΕΝΤ να φύγει. Φεύγει ο ΝΙΕΝΤ)

…ΙΛΑΡΧΟΣ: Ομφάλη! Ομφάλη! Τώρα κρατάς εσύ το ρόπαλο, κι ο Ηρακλής σού γνέθει το μαλλί!

   ΛΑΟΥΡΑ (πάει στον καναπέ) : Άντολφ, κοίταξέ με! Πραγματικά πιστεύεις πως είμαι εχθρός σου;

   ΙΛΑΡΧΟΣ: Ναι, το πιστεύω! Όλες είσαστε εχθροί μου! Η μητέρα μου – που δεν ήθελε να με φέρει στον κόσμο γιατί φοβόταν μην πονέσει στη γέννα! Αυτή ήταν ο πρώτος μου εχθρός! Ρούφηξε το μεδούλι από τη ζωή που μου έδωσε, και μένα μ’ έκανε ανίκανο για να ζήσω! Έπειτα η αδελφή μου! Εχθρός μου κι αυτή – γιατί ήθελε να μ’ έχει παντοτινό σκλάβο της! Εχθρός μου κι η πρώτη γυναίκα που αγκάλιασα – γιατί μου χάρισε μια αρρώστια που με τυράννησε δέκα χρόνια! Ακόμα κι η κόρη μου έγινε εχθρός μου, όταν ήρθε η στιγμή να διαλέξει ανάμεσα στους δυο μας! Κι εσύ, εσύ η γυναίκα μου, είσαι και ήσουν πάντοτε ο χειρότερος εχθρός μου! Με τύλιξες στα πλοκάμια σου, μ’ έσφιξες εκεί μέσα όσο μπορούσες πιο δυνατά, και μου ‘πνιξες και το τελευταίο ίχνος ζωής!

   ΛΑΟΥΡΑ: Ποτέ μου δε θέλησα να σου κάνω κακό! Μπορεί καμιά φορά να ένιωθα μέσα μου μια σκοτεινή παρόρμηση ν’ απαλλαγώ από σένα, αλλά  σ υ ν ε ι δ η τ ά  ποτέ μου δε δοκίμασα να το κάνω! Όλα ήρθαν μόνα τους, πάνω στο δρόμο που χάραξες εσύ ο ίδιος! Δεν ξέρω αν είμαι αθώα, αλλά μπροστά στο Θεό και στη συνείδησή μου αισθάνομαι ότι είμαι! Βάραινες πάνω μου σαν πέτρα που δε μ’ άφηνε ν’ ανασάνω, ώσπου στο τέλος απόκαμα κι αγωνίστηκα να διώξω από πάνω μου το εφιαλτικό αυτό βάρος! Αν άθελά μου σε πλήγωσα στον απελπισμένο αυτόν αγώνα, σου ζητώ να με συχωρέσεις!

   ΙΛΑΡΧΟΣ :   Μπορεί! Μπορεί να ‘ναι κι έτσι! Δεν ξέρω! Αλλά τι ωφελεί τώρα πια; Ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται. Πού ήταν όμως το λάθος σε μας τους δυο; Ίσως στις συζυγικές μας σχέσεις, που ήταν μόνο πνευματικές! Άλλοτε παντρευόταν κανείς από έρωτα – τώρα παίρνει συνεταίρο του μια γυναίκα που σκέφτεται κι αυτή σαν έμπορος, ή μοιράζεται το στρώμα και το τραπέζι του με μια ερωμένη! Κατόπιν αφήνει τη συνεταίρο του έγκυο ή ικανοποιεί τον πόθο του με την ερωμένη! Και τι γίνεται η αγάπη – η αληθινή, η αισθησιακή αγάπη ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα; Πεθαίνει! Κι ο βλαστός του εμπορικού αυτού έρωτα – τι γίνεται αυτός; Και ποιος πληρώνει τα σπασμένα όταν η επιχείρηση πέσει έξω; Ποιος είναι ο φυσικός πατέρας του πνευματικού παιδιού;

   ΛΑΟΥΡΑ : Οι υποψίες σου για το παιδί είναι τελείως αβάσιμες.

   ΙΛΑΡΧΟΣ : Κι αυτό είναι το χειρότερο! Αν είχαν τουλάχιστον κάποια βάση, θα μπορούσε κανείς να στηριχτεί σε κάτι πραγματικό, θα είχε να πιαστεί από κάπου! Αλλά τώρα δεν υπάρχουν παρά σκιές κρυμμένες μέσα σε θάμνους, που βγάζουν τα κεφάλια τους και γελούν κοροϊδευτικά! Είναι σα να μάχεσαι τον αέρα, σα να κάνεις πόλεμο, μ’ άδεια φυσίγγια! Η πραγματικότητα, όσο κι αν είναι επικίνδυνη, σε κάνει ν’ αντιδράς, σου τελειώνει τα νεύρα κι ορμάς στη μάχη ακάθεκτος! Έτσι όμως οι σκέψεις γίνονται καπνός, και το μυαλό αλέθει στα κούφια, ώσπου στο τέλος παίρνει φωτιά και τινάζεται στον αέρα! Δώστε μου ένα μαξιλάρι να βάλω κάτω από το κεφάλι μου! Σκεπάστε με μέ κάτι! Έχω παγώσει! Κρυώνω!

   (Η ΛΑΟΥΡΑ βγάζει το σάλι της και τον σκεπάζει. Η ΜΑΡΓΚΡΕΤ πάει να φέρει μαξιλάρι.)

   ΛΑΟΥΡΑ :  Δωσ ’μου το χέρι σου, Άντολφ!

   ΙΛΑΡΧΟΣ:  Το χέρι μου… που το ‘χεις δέσει πίσω από την πλάτη μου! Α, Ομφάλη! Ομφάλη! Νιώθω το σάλι σου ν’ ακουμπάει στα χείλια μου! Είναι ζεστό και απαλό σαν το χέρι σου κι έχει το άρωμα των μαλλιών σου όταν ήσουνα νέα! Ναι, όταν ήσουνα νέα και περπατούσαμε στα δάση με τις φτελιές κι ανθίζαν οι αγριοτριανταφυλλιές και τραγουδούσαν οι φλώροι! Ήταν ωραία τότε! Θυμάσαι τι ωραία που ήτανε; Δες τώρα πώς κατάντησε η ζωή μας! Ούτ’ εσύ ούτ’ εγώ το θελήσαμε – κι όμως, να πώς κατάντησε! Ποιος λοιπόν κυβερνάει τη μοίρα μας;

   ΛΑΟΥΡΑ : Ο Θεός μονάχα!

   ΙΛΑΡΧΟΣ:  Ο Θεός του πολέμου! Ή, καλύτερα, η Θεά του πολέμου! Πάρε από πάνω μου αυτή τη γάτα, πάρ’ την από πάνω μου… (Μπαίνει η ΜΑΡΓΚΡΕΤ μ’ ένα μαξιλάρι. Το βάζει κάτω απ’ το κεφάλι του.) Δώσ’ μου τη χλαίνη μου, Μάργκρετ! Ρίχ’ την απάνω μου! ΜΑΡΓΚΡΕΤ πάει στην κρεμάστρα, φέρνει τη χλαίνη και τον σκεπάζει.) Είναι η λεοντή μου, που πήγες να μου την πάρεις. Α, Ομφάλη! Ομφάλη! Δαιμονική γυναίκα! Με πρόδωσες! Καμώθηκες πως ήθελες ειρήνη κι άρχισες τον αφοπλισμό! Ξύπνα, Ηρακλή, πριν σου κλέψουν το ρόπαλό σου! Ήθελες να με ξεγελάσεις και να μου πάρεις την πανοπλία μου, λέγοντάς μου ότι ήτανε από τενεκέ! Εμένα όμως δε με γελάς, γιατί ξέρω πως ήτανε σιδερένια… Ναι, ήταν σιδερένια πριν γίνει τενεκές! Άλλοτε τις πανοπλίες τις έφτιαχνε σιδεράς – τώρα τις φτιάχνουν μοδίστρες! Ομφάλη! Ομφάλη! Η δύναμη νικήθηκε από την αδυναμία, που έχει σύμμαχό της το δόλο! Καταραμένη να είσαι, γυναίκα του Σατανά! Καταραμένο να είναι το φύλο σου! (Προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν το κατορθώνει και ξαναπέφτει στον καναπέ.) Τι μαξιλάρι μου ‘δωσες, Μάργκρετ; Είναι σκληρό και κρύο – είναι παγωμένο! Έλα κάθισε εδώ στην καρέκλα κοντά μου! Να εκεί! Άφησέ με να γείρω το κεφάλι μου στα γόνατά σου! Αχ, είναι τόσο ωραία, τόσο ζεστά! Σκύψε απάνω μου να νιώσω τον κόρφο που μ’ εβύζαξε! Αχ! Τι ωραία να σε παίρνει ο ύπνος πάνω στον κόρφο μιας γυναίκας, της μάνας σου ή της ερωμένης σου! Αλλά της μάνας η ζεστασιά είναι ωραιότερη!

   ΛΑΟΥΡΑ : Θέλεις να ιδείς το παιδί σου, Άντολφ;

   ΙΛΑΡΧΟΣ : Το παιδί μου; Ο άντρας δεν έχει παιδιά! Οι γυναίκες μόνο έχουν παιδιά! Και γι’ αυτό το μέλλον είναι δικό τους, αφού εμείς πεθαίνουμε άκληροι! Θεέ μου, που αγαπάς τα παιδάκια…

   ΜΑΡΓΚΡΕΤ : Ακούτε; Προσεύχεται στο Θεό!

  ΙΛΑΡΧΟΣ : Όχι! Σε σένα μιλάω! Θέλω να με νανουρίσεις γιατί είμαι κουρασμένος… πολύ κουρασμένος! Καληνύχτα, Μάργκρετ! Ευλογημένη συ εν γυναιξί! (Ανακάθεται για λίγο, κι ύστερα το κεφάλι του πέφτει στα γόνατα της ΜΑΡΓΚΡΕΤ, ενώ βγάζει μια σπαραχτική κραυγή.)

   ΛΑΟΥΡΑ (πηγαίνει γρήγορα στη δεξιά πόρτα.) : Γιατρέ! (Μπαίνουν ο ΓΙΑΤΡΟΣ και ο ΠΑΣΤΟΡΑΣ.) Γιατρέ, βοηθήστε τον αν δεν είναι πολύ αργά! Κοιτάξτε – έπαψε ν’ αναπνέει!  

ΓΙΑΤΡΟΣ (Πιάνει το σφυγμό του ΙΛΑΡΧΟΥ.) : Αποπληξία!...


Δεν υπάρχουν σχόλια: