.................................................................................
Μικρο Βιογραφικό
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Αθήνα 1906 - 1994) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία και την αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Academie Ranson, με δασκάλους τον Bissiere και τον Δ. Γαλάνη. Το 1934, καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης, εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα 1935 - 1937 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, τον ποιητή Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι. Το 1941 εξελέγη καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και δίδαξε έως το 1958. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, με τη σκηνογραφία, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για την αρχιτεκτονική και την αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
κι ένα εξαιρετικό αφιέρωμα της Jiagogina από το "Ιδιόμελο" (28/6/2011), όπου μπορείτε να δείτε και άλλα πολύ ωραία λευκώματα ζωγραφικής και φωτογραφίας, και με εξ ίσου ωραία κείμενα να τα συνοδεύουν. Ευχαριστούμε από καρδιάς για το "δάνειο".
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ:
ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ
Τόσο μόνον
Ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ λειάνει ἕνα χαλίκι ὁ ρόχθος
Ἢ ν' ἀποτυπωθεῖ χαράματα τὸ ψύχος τ' οὐρανοῦ
Στὸ δέρμα ἑνὸς μενεξεδένιου σύκου
Κι ἐκεῖ
Μακριὰ στὴν πούντα τοῦ Καιροῦ
Ὅπου μαίνεται ἀπὸ τὴ νοτιὰ τὸ μαῦρο ἐρημονήσι
Τόσο μόνον κι ἐκεῖ: εὐδοκιμεῖ τὸ Ἀόρατο!
Ἀλλ' ἐμεῖς τὸ χτίζουμε ἀλλ' ἐμεῖς τὸ κηπεύουμε
Ἀλλ' ἐμεῖς νύχτα μέρα τὸ ἱστοροῦμε
Καὶ συχνὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀπ' τὴ λέπρα τῆς ἠπείρου
Ξεχωρίζει ἀνεβαίνοντας
Θεομητορικὴ
Γῆ μὲ τὸ φρύδι δριμὺ καὶ τὴν ἄκανθα τοῦ ἥλιου
Σὰν σὲ ὄνειρο μέσα πάλι ἐμεῖς τοῦ προσφέρουμε
Ποιὸς τὸ λίθο ποιὸς τὴ δρόσο ποιὸς τὸ οὐράνιο κονίαμα
Ὦ γαιώδη ἄνθρωπε
Ἰδὲς ποὺ ὁ τοκετὸς τῆς νύχτας ἔφερε
Κύανο καὶ κιννάβαρι πορφύρα καὶ ὤχρα
Στεῖλε τὸ βλέμμα σου ψηλὰ καθὼς μιὰ σκέψη ὀξεία
Νὰ διασχίσει τὸ ἐμπόλεμο στερέωμα
Καὶ πὲς ἐμεῖς οἱ ἀσύμμετροι πὼς εἴμαστε
Τ' ἀχνάρια ποὺ ἄφησαν - καὶ τοὺς ἀκολούθησες -
Ἡ ἄγρια μέλισσα κι ὁ ἀμνὸς ὁ πενθοφόρος
1958
ἀπὸ τὰ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου