....................................................................................
Βιβλιοθήκη της "Ελευθεροτυπίας", Σάββατο 13 Αυγούστου 2011
το άγγιγμα του Σκιαθίτη
Ξιφομαχία στα χιόνια
Μου 'πανε να γράψω κάτι για τον Παπαδιαμάντη, λέω στην Ιουλία. Κάτι σε στυλ εξομολογητικό. Καμιά ιδέα; Είναι Σάββατο απόγευμα, το τελευταίο του Φλεβάρη, και καθόμαστε στην κουζίνα του πατρικού της, στη Σκάρμιτσα. Εγώ κάθομαι δηλαδή, εκείνη πλένει μαρούλια στο νεροχύτη. Το μεσημέρι σταμάτησε να χιονίζει και τώρα, καθώς σουρουπώνει, κάτω στον κάμπο το χιόνι παίρνει ένα μυστήριο γαλάζιο χρώμα. Απ' το γείσο της σκεπής τα κρύσταλλα κρέμονται μυτερά σαν σπαθάκια.
Γράψε για τα παιδιά, λέει η Ιουλία, χωρίς να γυρίσει.
Ποια παιδιά;
Τον Γέρο και την Πατρώνα. Που γλείφανε τα σπαθάκια επειδή πεινούσαν τα καημένα.
Βάζει τα μαρουλόφυλλα στη λεκάνη και ύστερα σκουπίζει τα χέρια της με μια πετσέτα.
Κοίτα μόνο μην το κάνεις πολύ νατουραλιστικό και μελό, μου λέει. Μη γράψεις πάλι για φτώχειες κι ανεργίες και τέτοια. Και πρόσεξε να μη μυρίζει βούτυρο.
Την κοιτάω.
Να μη θυμίζει Βουτυρά, λέει και μου κλείνει το μάτι.
Με χαϊδεύει βιαστικά στον λαιμό και ύστερα πάει μέσα να δει τη μάνα της.
*
Δεν το 'χαμε σκοπό ν' ανεβούμε στο χωριό με τέτοιο καιρό, αλλά το πρωί η μάνα της πήγε στην εκκλησία -Ψυχοσάββατο σήμερα- και γλίστρησε στα σκαλιά κι έπεσε. Τίποτε σοβαρό, ευτυχώς. Ζήτησε όμως να 'ρθουμε να τη δούμε και ήρθαμε. Ενα κατοστάρικο είχα όλο κι όλο στην τσέπη. Εβαλα τα μισά βενζίνη και στο Δομοκό σταμάτησα στην τράπεζα. Νόμιζα ότι είχανε βάλει το δεκαπενθήμερο, αλλά δεν. Μόλις είδα στο καντράν το υπόλοιπο -δέκα ευρώ και κάτι- μου 'ρθε να το σμπαραλιάσω. Η Ιουλία, όμως, βράχος.
Μην κάνεις έτσι. Πρώτη φορά ξεμένουμε; Δεν πειράζει.
Πειράζει και παραπειράζει. Πώς θα την περάσουμε μ' ένα πενηντάρικο; Ούτε για βενζίνη δεν φτάνουν. Μας βλέπω να γυρνάμε με οτοστόπ.
Μη στενοχωριέσαι σου λέω. Κάτι θα γίνει, θα δεις.
Ζεσταίνω τα χέρια μου στη σόμπα που μπουμπουνίζει και μετά βάζω μια στάλα τσίπουρο Αποστολάκη με γλυκάνισο -δυο δάχτυλα, ίσα για την πίκρα- και στέκομαι στο παράθυρο. Κοιτάω τα σπαθάκια που κρέμονται απ' τη σκεπή και θυμάμαι. Ο Γέρος aνεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, aνέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διa της aριστεράς επί του παραθυρόφυλλου, aνοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς τcν οροφήν, aνέτεινε τcν δεξιάν, καd aπέσπασεν εν κρύσταλλον, εκ των κοσμούντων τους «σταλαμούς» της στέγης. Ήρχισε νa το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, καο έδιδε και εις την Πατρώνα, νa φάγη. Επείνων τa κακόμοιρα.
Τι να γράψω;
Να γράψω για τον Γέρο και την Πατρώνα;
Ή για τον Γιωργή της Μπούρμπαινας και την Αρχόντω, που του την άρπαξε κείνος ο ξένος, ο φρόνιμος νοικοκύρης, με τα χωράφια του, με τα σπίτια του, με τα καλά του - του ήρχετο νa ξεστηθωθεί, νa πτύση εις τaς χείρας, και νa του είπη: Παλεύουμε, μπάρμπα;
Τι να γράψω; Τι να πρωτογράψω; Πώς να στριμώξω τον Παπαδιαμάντη σ' εφτακόσιες λέξεις;
Βάζω ένα δάχτυλο τσίπουρο ακόμα και ανάβω τσιγάρο. Εξω νύχτωσε, έχει ξαστεριά απόψε. Τσεκάρω ότι έχω ακόμα το πενηντάρικο στην τσέπη. Υστερα, ανοίγω το παράθυρο και σκαρφαλώνω στο περβάζι και κόβω δυο μεγάλα σπαθάκια -τα μεγαλύτερα- που κρέμονται απ' τη στέγη. Στη στιγμή τα χέρια μου ξυλιάζουν.
Η Ιουλία μπαίνει στην κουζίνα και με κοιτάει.
Εντάξει, μου λέει. Γι' απόψε έχουμε φαγητό. Δεν χρειάζεται να φάμε πάγο.
Πάμε λίγο έξω; Είναι ωραία έξω απόψε.
Φοράει γάντια, κασκόλ, σκούφο -εγώ μονάχα το δερμάτινο- και βγαίνουμε στο δρόμο κρατώντας τα σπαθάκια σαν πασχαλινές λαμπάδες. Το χιόνι τρίζει στο πέρασμά μας. Κοιτάμε τον ξάστερο ουρανό και τα χνότα μας ανεβαίνουν ψηλά, σαν σήματα καπνού.
Φυλάξου!
Γυρίζω και την κοιτάω. Εχει πάρει στάση ξιφομάχου - το 'να χέρι στη μέση, το άλλο τεντωμένο μπροστά, σφίγγοντας το σπαθάκι.
Ορεξη που την έχεις.
Φυλάξου, σου λέω.
Και τότε αρχίζουμε να ξιφομαχούμε, εκεί, στη μέση του δρόμου, χοροπηδώντας με τα διάφανα σπαθάκια μας πάνω στο χιόνι που τρίζει, κάτω από τ' άστρα που σπιθίζουν στον παγωμένο ουρανό. Αλλά όχι για πολύ. Σ' ένα απότομο χτύπημα, το σπαθάκι φεύγει απ' τα χέρια μου και η Ιουλία μού μπήγει το δικό της στην καρωτίδα.
Παραδίνεσαι;
Είναι άδικο, λέω. Φοράς γάντια.
Ασ' τα αυτά. Παραδίνεσαι;
Παραδίνομαι.
Τραβάει το σπαθάκι κι έρχεται κοντά και μεμιάς τα χνότα μας μπερδεύονται και ζεσταίνονται και μου θαμπώνουν τα γυαλιά.
Την αγκαλιάζω και θυμάμαι. Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε νa συλλάβη με τaς χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του...
Τρέμω ολόκληρος. Με φιλάει στον λαιμό - εκεί που μου 'μπηξε το σπαθάκι-, στα χείλια, πλάι στ' αυτιά.
Μη φοβάσαι, μωρό μου, μου λέει. Μη φοβάσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου