Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

"Από το Ηρώδειο έως την Επίδαυρο..." της Λίνας Στεφάνου (http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=264) Ή από το Θέατρο μέχρι την Ποίηση ερωτήματα "μετ' επιστροφής"

................................................................................


Από το Ηρώδειο έως την Επίδαυρο
Σκέψεις για την ποίηση με αφορμή το Ελληνικό Φεστιβάλ

 
Της Λίνας Στεφάνου





   Για άλλους ξεκίνησε με το Θέατρο σε τροχόσπιτο. Ενα βαριετέ του Γιώργου Νανούρη, στην κορεάτικη αγορά την πρώτη νύχτα του Ιουνίου. Για κάποιους ήταν η παράσταση της Τουρκάλας Zeynep Tanbay στον γνωστό χώρο της Πειραιώς 260. Για άλλους ήταν το πολυαναμενόμενο Θέατρο του Ηλιου της Αριάν Μνουσκίν. Για τους φιλότεχνους ήταν ο «Μαύρος Καθρέφτης», η παράσταση με πολυμέσα σ' ένα αγκυροβολημένο φεριμπότ στον Πειραιά, του Νταγκ Aϊτκεν. Για όλους σχεδόν όμως οι παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και φέτος όπως και τις προηγούμενες χρονιές σηματοδότησαν μια κατάβαση στο ασυνείδητο και μέσω συμβόλων στόχευσαν στην αφύπνιση της μνήμης των θεατών, η οποία μνήμη, με τη σειρά της, ενεργοποίησε το συναίσθημα και την κρίση τους. Οπως συμβαίνει δηλαδή κάθε χρόνο, τέτοια εποχή.


   Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών έχουμε δει και συνεχίζουμε να βλέπουμε εξαιρετικές παραστάσεις αληθινής τέχνης που ξεχωρίζουν είτε για την αρτιότητα είτε για την πρωτοτυπία είτε για την ικανότητά τους να καινοτομούν προκαλώντας ρήξη με οτιδήποτε γνωρίζαμε και ορίζαμε στο παρελθόν ως θέατρο, χορό ή δρώμενο.

   Τι είναι αυτό όμως που εμπνέει τους ξένους καλλιτέχνες και τους βοηθάει να κάνουν τόσο ριζοσπαστικά βήματα στην τέχνη τους; Και γιατί αυτό έχει τόση σημασία σε ένα περιοδικό που ασχολείται αποκλειστικά με την ποίηση; Εάν δεχθούμε ότι η ποίηση είναι αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, και ότι ο ποιητής δεν χρειάζεται να παρακολουθεί τις εξελίξεις της εποχής του -πολιτικές, κοινωνικές ή ακόμη και επιστημονικές- τότε όντως αυτό το κείμενο δεν έχει θέση εν προκειμένω. Εάν συμφωνήσουμε πως η ποίηση τρέφεται με ποίηση μονάχα και πως οι άλλες τέχνες δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν σ' έναν ποιητή, τότε πράγματι δεν μας αφορά αυτό που συμβαίνει στο θέατρο, τον χορό, τη μουσική και τα εικαστικά. (Εξηγεί επίσης γιατί η πλειονότητα των ποιητών μας απέχει από τέτοιες παραστάσεις ή στην καλύτερη περίπτωση πάει μόνο σε μία. Προφανώς η πνευματική τους δίψα είναι κορεσμένη).


   Γεγονός παραμένει πως ενώ οι Ελληνες ποιητές κι εκδότες γκρινιάζουμε γιατί κανένας πια δεν διαβάζει ποίηση (κι έχουμε δίκιο), άλλοι ποιητές, συγγραφείς και φιλόσοφοι εμπνέουν ξένους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν και να παρουσιάσουν ενδιαφέρουσες παραστάσεις, υπερβαίνοντας τις γνωστές φόρμες της τέχνης τους. Και είναι σ' αυτές τις παραστάσεις συνήθως που τα εισιτήρια εξαντλούνται πριν την πρεμιέρα και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Μήπως λοιπόν δεν φταίει η ποίηση γενικώς αλλά ο δικός μας ποιητικός λόγος; Επικίνδυνη γενίκευση θα πείτε. (Τραβάει την προσοχή ωστόσο αφού κουβαλάει σπέρμα αλήθειας μέσα της).


   Το ερώτημα παραμένει. Τι κινητοποιεί και τι εμπνέει τους καλλιτέχνες που παρουσίασαν και φέτος τις δουλειές τους στο Φεστιβάλ Αθηνών; Γιατί ο στίχος από ένα ποίημα μπορεί να συγκινήσει τους θεατές σε μια παράσταση αλλά αυτοί οι ίδιοι θεατές στην πλειονότητά τους προσπερνούν αδιάφορα την ελληνική ποίηση στους πάγκους των βιβλιοπωλείων; Γιατί οι ιδιοκτήτες βιβλιοπωλείων θεωρούν την ποίηση χάσιμο χώρου και αναξιόπιστη επένδυση; Φταίει το άλογο ή ο αναβάτης;


   «Araz», είναι ο τίτλος που διάλεξε η τουρκάλα Ζεϊνέπ Ταμπάι για την παράστασή της (17-19 Ιουνίου). Σημαίνει σύμπτωμα, αλλά είναι επίσης το όνομα ενός χωριού στην ανατολική Τουρκία που έχει υποφέρει από εθνικές αντιπαραθέσεις. Η Τανμπάι είναι έντονα πολιτικοποιημένη. Παράλληλα με τη χορογραφική της πορεία, δραστηριοποιείται στην πολιτική, ως ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος, και πιστεύει πως οι κοινωνικές ανισότητες στη χώρα της είναι πολύ έντονες ενώ ότι η αυστηρότητα της κοινωνίας δεν επιτρέπει στις τέχνες να ανθήσουν. Η Ταμπάι εμπνέεται από εικόνες αγαλμάτων που έχει συγκρατήσει η μνήμη της, από την τουρκική παράδοση, από τους δερβίσηδες αλλά κι από αυτά που συμβαίνουν στη χώρα της. Οπως ένας ποιητής θα έδενε τη λύπη, την οργή ή την αντίδρασή του με λέξεις για να πλέξει το ποίημα που τον εκφράζει, έτσι κι εκείνη συνθέτει σε μια μυστική γλώσσα που εκφράζεται με την κίνηση.


   Αξέχαστη για όσους τυχερούς την παρακολούθησαν και η παράσταση της Αριάν Μνουσκίν «Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας», (10-12 και 15-19 Ιουνίου) ένα άγνωστο σχετικά έργο του Ιουλίου Βερν που δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του. Η Αριάν Μνουσκίν δικαίως θεωρείται πρωτοπόρος σ' αυτό που κάνει γιατί απλούστατα δεν υπάρχει πουθενά κάτι παρόμοιο με τις δικές της παραστάσεις. Με τις ιδέες, την τόλμη και τη διαρκή αναζήτηση νέων εκφραστικών μέσων η Μνουσκίν και οι συνεργάτες της στο Θέατρο του Ηλιου άλλαξαν πολλά στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το θέατρο. Στις παραστάσεις της συνδυάζονται επιτυχημένα διαφορετικές παραδόσεις και τεχνικές, τα έργα μεταμορφώνονται σε υπερθεάματα, οι ηθοποιοί χτίζουν νέες συνθήκες στη σχέση τους με το κοινό. Πάνω απ' όλα, η Μνουσκίν μας δείχνει ότι στο θέατρο όλα είναι πιθανά. Η 72χρονη Μνουσκίν όχι μόνο παρακολουθεί από κοντά τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις (πράγμα που απέδειξε στην πρόσφατη επίσκεψή της στη χώρα μας, όταν κατέβηκε με τον θίασό της να συμπαρασταθεί στους «Αγανακτισμένους» του Συντάγματος) αλλά τις θεωρεί «υποθέσεις εργασίας», τροφή για σκέψη και έμπνευση και καλλιτεχνική δημιουργία.


   Eνας άλλος ριζοσπαστικός καλλιτέχνης ο Ρομέο Καστελούτσι, επανήλθε φέτος στο φεστιβάλ μαζί με την ομάδα του Societas Raffaello Sanzio, με το έργο «Περί της έννοιας του προσώπου του Υιού του Θεού» (22-25 Ιουνίου). Μια παράσταση που άλλοι τη λάτρεψαν κι άλλοι έφυγαν ενοχλημένοι προτού ολοκληρωθεί το έργο - θα έλεγα πριν πέσει η αυλαία, αλλά δεν υπήρχε αυλαία... Οπως δεν υπήρχε και καμία σχέση με αυτό που λέμε παραδοσιακό θέατρο. Ο Καστελούτσι, πασχίζει κι αυτός, με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τη Μνουσκίν, να δημιουργήσει σε κάθε παράσταση μια νέα σκηνική γλώσσα, η οποία θα είναι ικανή να προχωρήσει πέρα από τους καθιερωμένους θεατρικούς κώδικες και, φυσικά, πέρα από την αφήγηση. Κι όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος: «Με τη φιλολογία δεν κάνεις θέατρο. Το θέατρο δεν είναι ούτε εικονογράφηση ούτε απεικόνιση. Το θέατρο θέλει ριζοσπαστικό τρόπο και περιπέτεια». Αυτό που τελικά πετυχαίνει είναι μια ολική θεατρική εμπειρία που εγγράφεται στην νοητική και σωματική μνήμη του θεατή. (Οποιος παρακολούθησε την προηγούμενη παράστασή του αποκλείεται ποτέ να ξεχάσει το φλεγόμενο πιάνο. Κι όποιος είδε τη φετινή παράσταση  αποκλείεται να διαγράψει από τη μνήμη του την εικόνα του γέρου πατέρα βουτηγμένου στα περιττώματά του κάτω από την υπερμεγέθη αναπαραγωγή του έργου του Αντονέλο ντα Μεσίνα «Ο Σωτήρας του κόσμου»). Ο Καστελούτσι αναζητά στο έργο του τη σχέση του Θείου με το Ανθρώπινο και εμπνεύστηκε για τον σκοπό αυτό τόσο από τις εικαστικές τέχνες όσο και από την αρχιτεκτονική.

   Πριν από δύο χρόνια η χορογράφος Μαγκί Μαρέν μας είχε ταράξει με την παράστασή της Turba (Ανατάραξη). Μια παράσταση χωρίς χορό, που ωστόσο είχε ολοκάθαρα ίχνη χορογραφίας καθ' όλη τη διάρκειά της. Το έργο ήταν βασισμένο στο ποίημα του Λουκρήτιου «Περί της φύσεως των πραγμάτων». Στην ερώτηση ποιο συναίσθημα θα κυριαρχούσε στην παράστασή της, η Μαρέν είχε απαντήσει τότε: «Η ποίηση. Και η φαντασία που δημιουργείται μέσω της ποίησης – ή και το αντίστροφο».

   Φέτος η Μαρέν επανήλθε με δύο έργα. Το «MayB», (22-23 Ιουνίου) βασισμένο σε θεατρικά κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ που ήταν το έργο που την καθιέρωσε και το τελευταίο της έργο το «Salves» (27-29 Ιουνίου), που χρωστάει το όνομά του σε μια φράση του ποιητή Ρενέ Σαρ και σημαίνει κάτι σαν «ξεσπάσματα». Για τη νέα αυτή δημιουργία, η Μαγκί Μαρέν άντλησε έμπνευση από πολλούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Λουκρήτιος, ο Κάφκα, η Χάνα Αρεντ και ο Ζορζ Ντιντί-Ουμπερμάν. Ουσιαστικά όμως το έργο μιλάει για την εποχή μας αφού όπως δήλωσε η ίδια σε συνέντευξή της (Ελευθεροτυπία 27/6): «...Το έργο είναι απολύτως πολιτικό. Γιατί το βασικό του θέμα, η έννοια της συλλογικότητας, στις μέρες μας έχει εντελώς καταστραφεί από τον νεοφιλελεύθερο κόσμο μας, που διαιρεί τους ανθρώπους με σκοπό να τους επιβληθεί, να τους έχει υπό την εξουσία του. Υπάρχουν, φυσικά, ακόμη εστίες αντίστασης, αλλά συναντούν μεγάλα προβλήματα ύπαρξης αφού η δύναμη και η φρίκη που επιβάλλονται από τα πάνω δεν έχουν όνομα». Για την κορυφαία Γαλλίδα χορογράφο, «...ο χορός είναι ένας από τους πολλούς τρόπους δράσης και αντίστασης».

   Παράξενη και αξέχαστη για όσους την είδαν ήταν επίσης η μουσικοκινητική performance του Ντενί Μαριότ (28-29/7). Ή το «Yes we can’t» του Γουίλιαμ Φόρσαϊθ (3-5 Ιουλίου) που άλλοι λάτρεψαν κι άλλοι αποδοκίμασαν ενοχλημένοι.


   Προσπαθώντας να κρύψω το χασμουρητό μου ενώ παρακολουθούσα βαριεστημένη τον κιτς Αμλετ του ανατρεπτικού και πρωτοεμφανιζόμενου στη χώρα μας Νικολάι Κολιάντα (7-9/7), σκεφτόμουν πως δεν αρκεί να είναι πρωτότυπη ή ριζοσπαστική μια δημιουργία. Εάν το αποτέλεσμά της δεν αγγίζει το κοινό της, τότε έχεις απλά αποτύχει. Και ίσως εδώ κολλάει η ρήση του Μπέκετ: «Δοκίμασε ξανά, απότυχε ξανά, απότυχε καλύτερα». Στο εξωτερικό δεν νοείσαι καλλιτέχνης εάν δεν ρισκάρεις. Αναρωτιέμαι στον ποιητικό λόγο, ποιο είναι το ρίσκο που πήραμε στην Ελλάδα μετά τον Σεφέρη και τον Ελύτη... 

   Γιατί άραγε ο πιο πρωτοποριακός λόγος παραμένει εκείνος του Καβάφη; Γιατί κανείς δεν μπόρεσε να διευρύνει τα όρια που άνοιξε ο Σαχτούρης; Γιατί οι Ελληνες ποιητές με τις παρέες, τις λέσχες τους και τους μικρούς τους κύκλους που αρέσκονται στις μεταξύ τους κολακείες και τους επαίνους, κυνηγώντας μια θέση στα ευπώλητα της οποιασδήποτε εφημερίδας, συζητάνε ακόμη -ωσάν να ανακάλυψαν μόλις την Αμερική- εάν πρέπει ή όχι η ποίηση να είναι στρατευμένη; Γιατί εάν ένα ποίημα δεν "μυρίζει" Ακαδημία (τουλάχιστον), Ζαχαρία Παπαντωνίου ή Κάλβο έστω, δεν θεωρείται ποίηση; Γιατί είναι θέμα εάν ένας ποιητής μπορεί ή δεν μπορεί να γράφει και μυθιστορήματα, να παίζει τάβλι ή να οδηγεί αεροπλάνο; 

   Κι αν έχω εξαιρετική γραφή και γνώση της γλώσσας καταπληκτική, αν έχω ρυθμό αλλά επί της ουσίας δεν έχω τίποτε να πω και κανέναν δεν μπορώ με τα ωραία μου ελληνικά να συγκινήσω, τότε μήπως αυτό που γράφω είναι απλώς βαρετό; Μήπως αν δεν μας διαβάζουν παρά μια χούφτα άνθρωποι έχουμε απλά αποτύχει; Οχι επειδή φταίνε οι άλλοι αλλά επειδή απουσιάζει ο ρηξικέλευθος λόγος που θα αφύπνιζε τους αναγνώστες μας με μια κλοτσιά στο ωραίο τους κεφάλι; Μήπως, με άλλα λόγια, γράφουμε ανώδυνη ποίηση (ανώδυνη για τους αναγνώστες, εννοώ). Πάνω σ' αυτό άραγε ήθελε να μας επιστήσει την προσοχή ο Ελύτης όταν μας έκλεινε το μάτι κάπως ειρωνικά όταν έγραφε: «Ολα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα»;

http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=264 

Δεν υπάρχουν σχόλια: