…Εχαμογέλασε πικρά, κι ολούθενε κοιτάζει·
κ’ ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.
…Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος·
Έχε όσες έχ’ η Ανατολή κι’ όσες ευχές η Δύσι.
Μ’ όλον που τότε ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
κ’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πώχει.
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλωσύνη.
…Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.
…Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ’ ο νους, κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Το γλυκό σπίτι της ζωής, πούχε χαρά και δόξα.
Παράπονο χαμός καιρού ‘ς ότι κανείς κι’ α χάση.
Χαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα,
Που μώδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα.
…Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
Οπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.
…Χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκειάς φωνής αγέρας,
Κ’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ’ έρμο.
…Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο…
# (από το Δεύτερο Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων)
- Πεθανε στισ 9/2
1857: ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής. [γεν. 1798]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου