.......................................................
Χούλι και Ντέρτι
διήγημα της Εύης
Λαμπροπούλου
(www.lifo.gr, 31/7/2013)
Ανταλλαγή ηλεκτρονίων
κάτω από τον ουρανό των Σεπολίων
Την πιο ζεστή μέρα
του καλοκαιριού τρώω φασολάκια και βλέπω “True Blood” σ’ ένα χωριό έξω από την Αθήνα. Με
φέτα.
Μερικοί άνθρωποι θεωρούν τα Σεπόλια Αθήνα – εγώ πάλι, ό,τι
είναι πέρα από την Τεχνόπολη, το Χίλτον, του Γκύζη το βλέπω χωριό. Κι ας έχουν,
τα Σεπόλια, μετρό -που χρησιμοποίησα μόλις.
Ο Χούλι μου βγάζει
φαγιά, ποτά, καρπούζι. Αλλάζει κανάλια να βρει αυτό που θα μ’ αρέσει. Όλες οι
ίντσες της τηλεόρασης για πάρτη μου – όχι ότι είναι αυτές οι ίντσες που μ’
ενδιαφέρουν. Είναι ερωτευμένος. Δεν εξηγείται αλλιώς. Αν έπαιζε ο Ολυμπιακός όμως…
Από κει βγαίνει το Χούλι. Από τον Χούλιγκαν του Ολυμπιακού. Επειδή
πάει στο γήπεδο φανατικά – όχι ότι είναι χούλιγκαν όντως. Είναι αυτός ο γλυκός
μουσικομανής νταγλαράς δίχως ίχνος βίας, μόνο κάνα μπατσάκι - αν το μπούτι το
καλέσει. Χούλιγκαν κι επειδή όταν με γνώρισε, πριν από κάτι μήνες, με
ακολούθησε και με άρπαξε στις τουαλέτες του μπαρ, σ’ ένα χολιγουντιανό
χουλιγκάνικο φιλί με το ‘να χέρι στη μέση μου - το άλλο στο μαλλί μου.
Αυτό ήταν.
Με τον καιρό το
Χούλιγκαν γλύκανε, κι έγινε Χούλι.
Σήμερα φοράει
ξενερωτικό πιτζαμάκι γαλάζιο με σαγιονάρα· αλλά πάλι μοιάζει ροκ σταρ, με το
μαλλί να ξεχειλίζει από το λαστιχάκι στο σβέρκο και στο φαρδύ γυμνό στέρνο.
Στην οθόνη οι βρικόλακες οξειδώνονται, φασώνονται, καρφώνονται, τσιμεντώνονται,
καρφώνουν καρδιές. Κι εγώ θέλω να χώσω το χέρι μου στο στήθος του, ν’ αγκαλιάσω
την καρδιά του που επιταχύνεται κάτω από τ’ αυτί μου.
Στα γόνατά του, πάνω
στην κούνια, με ταΐζει πεπόνι. Απίστευτο: αθηναϊκό μπαλκόνι με κούνια. Κούνια
έκτου ορόφου. Κούνια μπέλα, έπεσε η κοπέλα, μες στην αγκαλιά του, πήρε τα φαγιά
του. Φάε ακόμα λίγο πεπόνι, λέει.
Δροσερό αεράκι και
μέσα: τα μητρικά ερκοντίσια δουλεύουν στο ρελαντί – σήμερα, έτσι γι’ αλλαγή, τα
γουστάρω. Τα ερκοντίσιον είναι της μαμάς του, που λείπει στα νησιά, όπως κι
ολόκληρο το σπίτι. Μητρικά ερκοντίσιον, φασολάκια της μαμάς και νανουριστικές
τηλεοπτικές ίντσες, αποβλακώστε με. Σπίτι
μου δεν έχω καν τηλεόραση. Κανείς δεν είναι τόσο φτωχός: δεν θέλω να έχω. Θέλω
να ζω, όχι να παρακολουθώ στην οθόνη τις ζωές των άλλων. Ωστόσο καθώς ο Χούλι
με χαϊδολογάει ολούθε χαλαρώνω και ξέρω πως οι ενδορφίνες που παράγει το χάδι
είναι αληθινή ζωή, όχι πιξελαρισμένη. Μία ώρα εδώ δεν έχουμε αλλάξει κουβέντα –
μόνο μου φέρνει φαγιά, ποτά και χειρίζεται το τηλεκοντρόλ με το νου στον
πλησίον. Έτσι κρατάνε οι γάμοι: οι ίντσες της οθόνης σε κάνουν να ξεχνάς τις άλλες
ίντσες. Τα χάδια. Την κουβέντα. Λιώνω στο φως της τηλεόρασης με αγκαλιάζει μια
υπέροχη ηρεμία – κι όταν ο Χούλι αυξάνει τις ίντσες του, μέσα στο πιτζαμάκι,
δεν είμαι έτοιμη γι’ αυτό – είμαι τεμπέλα. «Μα δε θα δούμε τη σειρά σου; Η
Σούκι φαίνεται αναστατωμένη» λέω. «Κι εσύ θάσαι σε λίγο» απλώνει χερούκλες σε
κομβικά σημεία, χάνουμε όλο το επεισόδιο, μπλέκουμε σε ένα οικείο σύμπλεγμα όλο
εξάρσεις, υφέσεις και περίπου τρεις σχηματισμούς γνωστούς εδώ και μήνες. Χέρια
και δέρματα ανακατώνονται, μαλλιά σγουραίνουν. Τους γείτονες ενοχλούν ήχοι
εκτός τηλεοράσεως. Βρίσκομαι δίχως γυαλιά οράσεως. Σωματικά υγρά ανταλλάσσονται
που δεν είναι ιδρώτας, ενώπιον κορνιζαρισμένων φωτογραφιών της μάνας που
κοιτάει βλοσυρά ως πολύ νέα, πολύ ωραία, πολύ πολύτεκνη.
Θυμάμαι τη χθεσινή
μου κουβέντα με τον κβαντοφυσικό για την ανταλλαγή ηλεκτρονίων. Μόλις
συντελέστηκε σε μεγάλη κλίμακα, σκέφτομαι. Μόλις ανταλλάξαμε ηλεκτρόνια: είμαι
λίγο Χούλι. Και είναι λίγο Ντέρτι. Έτσι με λέει. Ντέρτι. Από το Ντέρτι
Ντάνσινγκ. Και το ντέρτι. Και την “Dirty Diana” του Michael Jackson. Την άκουσα τελικά στο γιουτιούμπ,
ήταν μοιραία. Έτσι με βλέπει ο Χούλι;
Πάντως με αφήνει να
διαλέγω τον σχηματισμό των πίξελ της οθόνης, το σάουντρακ της βραδιάς, υπό
μορφή προεπιλεγμένου διαλόγου. Ίσως επειδή πρώτη φορά έρχομαι σπίτι του. Μου το
είχε ζητήσει ξανά, αλλά του έλεγα «Δεν βγαίνω από την Αθήνα». «Μα τα Σεπόλια
έχουν μετρό». «Όχι για μένα» έλεγα κι έτσι ερχόταν πάλι να με βρει στο κέντρο της
πόλης. Σήμερα όμως, ήθελα θαλπωρή προαστίων. Έτρεξα με το μετρό μια τσάντα που
περιείχε κουτάκι φακών επαφής και γυαλιά μυωπίας. Όταν έφτασα σπίτι του έψαχνα
το λάπτοπ – δεν είχε. Δεν είχε ούτε ντέσκτοπ. Όταν έφτασε σπίτι μου έψαχνε την
τηλεόραση – δεν είχε. Μόνο μια πορτοκαλί σέβεντις που χρησιμεύει ως τραπεζάκι
για το φωτιστικό. Είχε πάθει σοκ. Κι εγώ επίσης. Σε κάθε δωμάτιο, στο μητρικό
του, έχει τηλεόραση. Στην κουζίνα. Στο σαλόνι. Στα υπνοδωμάτια. Τζίζους! Πόσες
τηλεοράσεις χρειάζεται ένα σπίτι; Τι κάνουν δυο τέτοιοι άνθρωπο μαζί;
Ανταλλάσσουν ηλεκτρόνια. Και κάρμα. Μπροστά σε όλες τις τηλεοράσεις του
σπιτιού. Και είναι μπόλικες.
«Θες μια τηλεόραση;»
λέει.
«Θέλω μια βεράντα»
λέω καθώς μου δείχνει την τρίτη βεράντα του σπιτιού που είναι γεμάτο μπαλκόνια.
Ουρανός Σεπολίων.
Χημικός ουρανός. Που πάντα φέγγει.
«Από δω θα πέσουμε»
δείχνει το υψοφοβικό μπαλκόνι του έκτου και γελάω. Έχω υψοφοβία.
«Θα σου κρατάω το
χέρι» λέει σοβαρά – μετά χαμογελάει. Ο Χούλι δεν έχει κατάθλιψη μόνο μουσικομανία.
Το μόνο μέρος απ’ όπου
μπορεί να πηδήξει είναι η σκηνή των SLAYER. Stage-diving, ναι. Μπαλκόνι-diving, όχι. Τσιρίζω καθώς με τραβάει σύρριζα
στα δαντελένια κάγκελα που εκτείνονται πολλά μέτρα κάθετα πάνω από το σκοτεινό
πάρκο. Πανικός έκτου ορόφου.
«Δηλαδή δεν θα πάμε
για μπάντζι τζάμπινγκ» λέει.
«Από δω το
στερεοφωνικό. Δεξιά το περιοδικό, το φωτιστικό. Απέναντι οι Red Hot Chili. Έτσι είμαι όταν με παίρνεις
τηλέφωνο. Εσύ μας έλειπες!» λέει.
Και ο Άγιος που δεσπόζει
πάνω από τους Red Hot Chili και τον Ολυμπιακό στην άκρη της ντουλάπας;
«Της μάνας μου,
ξέμεινε. Ο Άγιος Νικόλαος, νομίζω».
Το χέρι του
αποκοιμιέται στη μέση μου.
Ξημερώνει. Πέρασα το
βράδυ γράφοντας στο φοβερό τραπέζι της κουζίνας, πάνω στο καρό τραπεζομάντηλο της
μαμάς, δίπλα στο βάζο με τα λουλούδια που αργοπεθαίνουν. Ο Χούλι κοιμήθηκε
λίγες ώρες: τώρα έχει δουλειά. «Μείνε εδώ πέρα, κοιμήσου. Άραξε. Θα γυρίσω.
Στασό δεν έχει ο κώλος σου» λέει μια φράση που δεν έχω ξανακούσει. Η μάνα μου
λέει κάτι παρόμοιο. «Στάσου και λίγο στον κώλο σου».
Δεν νυστάζω. Δεν
ξέρω τι να κάνω σ’ ένα σπίτι χωρίς πισί. «Έχει παγωτό στο ψυγείο. Και καρπούζι»
λέει επειδή ξέρει ότι είμαι κοιλιόδουλη και επειδή θέλει να με βρει εδώ όταν
γυρίσει.
Του σκάω ένα ζουμερό
φιλί. Κολλάω πάνω του στο ασανσέρ για έξι ορόφους. Δώσ’ μου λίγη ακόμη αγάπη·
λίγη ακόμη ανταλλαγή ηλεκτρονίων. Έτσι γίνεται με τους ανθρώπους: ανταλλάσσουν
ανέμελα ατάκες, σωματικά υγρά, κάρματα και ηλεκτρόνια ώσπου μια μέρα ούτε που
ξέρουν πως βρέθηκαν παντρεμένοι στα Σεπόλια.
Στο σπίτι τον
νοσταλγώ πριν κοιμηθώ. Το βράδυ ο ουρανός μοιάζει αρκετά με τον ουρανό των
Σεπολίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου