............................................................
Η άλλη Ελλάδα |
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου |
«Καλή είναι η Κρήτη αλλά μονάχα για να πάρεις φόρα». Το γράφει ο
Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο» - το παραθέτω από μνήμης. Η
«Αναφορά» είναι ένα από τα σημαντικότερα πεζογραφήματα του ελληνικού
εικοστού αιώνα. Ενώ δεν είναι μυθιστόρημα, ενώ υποτίθεται είναι
αυτοβιογραφία, δημιουργεί τον πιο ενδιαφέροντα ίσως χαρακτήρα της
σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Ο «αφηγητής», για να χρησιμοποιήσω τον
τεχνικό όρο, είναι ένα παιδί που γεννιέται στην Κρήτη, μεγαλώνει μ’ έναν
πατέρα αυστηρό και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να δραπετεύσει σ’
αυτόν τον κόσμο που τον έχει πλάσει με τα διαβάσματά του. Είναι η
ιστορία ενός Ελληνα που τον έχει συνεπάρει ο κόσμος. Γι’ αυτό και
αναφέρεται στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.
Τον γοητεύει ο Μπερξόν και ο Νίτσε, αλλά τον γοητεύει εξίσου και ο
Λένιν, παρότι δεν είναι κομμουνιστής. Είχε και ο Καζαντζάκης τον ιό της
ευρωπαϊκής διανόησης του Μεσοπολέμου: τον γοήτευε το απόλυτο και τα
μεγάλα μεγέθη της ζωής. Εξ ου και η πολιτική του αφέλεια. Ενώ θαυμάζει
τον Λένιν, μένει και έκθαμβος μπροστά στον Μουσολίνι όταν τον
επισκέπτεται στο γραφείο του. Λατρεύει τον Βούδα, αλλά γράφει το «Ο
Χριστός ξανασταυρώνεται». Και απογειώνεται μια νύχτα με τον άλλο
αλλοπαρμένο, τον Σικελιανό, προσπαθώντας να αναστήσουν τον κηπουρό του
σπιτιού στο Σούνιο. Ασε πια τον τρόμο που του προκαλεί η σαρκική επαφή.
Αν θυμάμαι καλά είναι εξαιτίας του έρωτά του για εκείνη την εβραιοπούλα
στη Βιέννη που αρρωσταίνει, το πρόσωπό του πρήζεται και γεμίζει σπυριά
με πύον. Η σκέψη του είναι γεμάτη αντιφάσεις, όμως ποια γοητεία θα
ασκούσε χωρίς αυτές τις αντιφάσεις;
Η σχέση μου με τον Καζαντζάκη έχει σημαδέψει τη ζωή μου. Στα χρόνια της
εφηβείας ήταν ο ήρωάς μου. Ετσι τον είχα αποκαλέσει σε μια έκθεση στην τρίτη
γυμνασίου, με αποτέλεσμα ο καθηγητής μου, ο αξέχαστος Κρίτων Πανηγύρης,
να μου υπενθυμίσει ότι δεν πρέπει να υπερβάλλω. Αργότερα, όταν ήρθε η
μύηση στην πολιτική, η αγάπη για τον Καζαντζάκη υποχώρησε. Τον βρίσκαμε
πολύ ρηχό για τα γούστα μας που τα διαμόρφωναν βαθυστόχαστες αναλύσεις
των μαρξιστών ή μαρξιζόντων κοινωνιολόγων. Εδώ μπορούσαμε να τυλίξουμε
τον κόσμο σε μια κόλλα χαρτί, σιγά τώρα μην χάσουμε τον χρόνο μας με
τους αλλοπαρμένους. Είναι, λίγο ώς πολύ, η ιστορία του «πνευματικού
χώρου» στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αυτή που σαν την κακιά πεθερά όλο
τη θάβουμε, αλλά δεν λέει να πεθάνει.
Η πολιτικοποίηση της σκέψης, και της λογοτεχνίας, θα μπορούσε να
σημαίνει τον εμβολιασμό της πολιτικής με την ανεξαρτησία μιας διανόησης,
η οποία είναι υπόλογη μόνον στην εντιμότητα της σκέψης της. Συνέβη το
ακριβώς αντίθετο. Η διανόηση δέχθηκε, σχεδόν άνευ όρων, τους όρους της
πολιτικής δουλείας. Ακόμη και όσοι δεν υπέκυψαν στη μικροπολιτική
ένταξη, ακόμη και αυτοί που άρθρωναν δημόσιο λόγο ως διανοούμενοι,
όφειλαν να ενταχθούν σε κάποια πολιτική γραμμή. Αν ήθελαν να
εισακουσθούν και να μην μείνουν στο περιθώριο. Το αποτέλεσμα είναι γυμνό
διά ορατού οφθαλμού: η πνευματική Ελλάδα απαξιώθηκε, και τώρα, που
κανονικά θα έπρεπε να πρωταγωνιστεί στην αγωνία -γιατί δουλειά της
διανόησης είναι να επεξεργάζεται την αγωνία- απλώς συμπεριφέρεται σαν τη
σκιά του εαυτού της.
Διάβασα τις προάλλες το κείμενο του Τζβετάν Τοντορόφ «Η λογοτεχνία σε
κίνδυνο» - κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Μπορεί να μιλάει για τους
κινδύνους που αντιμετωπίζει η λογοτεχνία, στην πραγματικότητα όμως
μιλάει για τους κινδύνους που ενέχει η διαστροφή του τρόπου που
διαβάζουμε για την καλλιέργεια και την παιδεία. Η λογοτεχνία είναι η
βάση της καλλιέργειας. Αυτή δημιουργεί αξίες οι οποίες, επειδή δεν είναι
χρηστικές, επειδή δεν είναι ανταλλάξιμες οργανώνουν την εσωτερική
ανεξαρτησία της σκέψης. Ο πολιτισμός μας υπήρξε λογοτεχνικός, πριν γίνει
πολιτικός, επιστημονικός ή τεχνολογικός. Ο Πλάτωνας, ο Θουκυδίδης και ο
Ευκλείδης προϋποθέτουν τον Ομηρο.
Η αγάπη μου για τη λογοτεχνία με βοήθησε να απελευθερωθώ από τις
πολιτικές δουλείες της νεότητάς μου. Και εννοείται με βοήθησε να ξαναβρώ
τον Καζαντζάκη. Σκέφτομαι δε πόσο τυχερός είναι ο άνθρωπος που ζει την
ταπεινωτική καθημερινότητα της σημερινής Ελλάδας, που τρώει ποταπότητα
και μικρότητα, όμως δεν μπορεί να μισήσει αυτόν τον τόπο γιατί
καταφεύγει στην παρακαταθήκη της άλλης Ελλάδας, αυτής που μας έμαθε να
σκεφτόμαστε και να βλέπουμε τον κόσμο. Κι αν υπάρχει πατριωτισμός αυτή η
άλλη Ελλάδα είναι που μας τον διδάσκει, αυτή που συνομιλούσε με
ολόκληρο τον κόσμο για να διαμορφώσει τη συνείδησή της. Η μεγαλύτερη
ευθύνη της παιδείας μας είναι ότι συνεχίζει να τη λογοκρίνει.
Αυτά, τα ελαφρώς προσωπικά, εν είδει προσωρινού αποχαιρετισμού. Οταν
επανέλθω ευελπιστώ να έχω ολοκληρώσει την ανάγνωση του «Μοναστηριού της
Πάρμας» του Σταντάλ, τρίτη στη ζωή μου αυτή, και ελπίζω όχι τελευταία.Το
καλοκαίρι προσφέρεται για κλασικούς.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου