Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Μας πονάει το θέμα ή κουβέντα να γίνεται; / "Αναμνήσεις υπανάπτυξης" της Σώτης Τριανταφύλλου (www.protagon.gr, 20/8/2013) &"Όταν σοκαρίστηκε η Σώτη" της Ελεάννας Ιωαννίδου (www.protagon.gr, 23/8/2013)

.......................................................
  
της Σώτης Τριανταφύλλου (www.protagon.gr, 20/8/2013)

Αναμνήσεις υπανάπτυξης

Δρόμος στο Καράκας (Photo: spOt_ON @flickr)
Δρόμος στο Καράκας (Photo: spOt_ON @flickr)
 
 
Ταξιδεύοντας στη Βενεζουέλα, ταξιδεύω στο εσωτερικό του Τρίτου Κόσμου: εμείς οι Έλληνες ξέρουμε καλά τον Τρίτο Κόσμο – σε πολλούς από μας αρέσει, ανθίζουμε μέσα του, τον βρίσκουμε ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, μολονότι είναι απάνθρωπος. Τίποτα δεν μας εντυπωσιάζει όπως ακούω ότι εντυπωσιάζει τους Γερμανούς που μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο εδώ στο Καράκας.
Να μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτού του λατινοαμερικανικού Absurdistan: 1) η έλλειψη αξιοπιστίας του κράτους, η έλλειψη αξιοπιστίας των πολιτών έναντι του κράτους καθώς και στις σχέσεις μεταξύ τους. Το ελλεμματικό κοινωνικό συμβόλαιο, τα νομικά κενά, η σχέση των πολιτών με τους νόμους μοιάζουν με την ελληνκή κατάσταση – κι αν ταξιδεύω στην άλλη όχθη του Ατλαντικού είναι για να παρηγορηθώ («Υπάρχουν και χειρότερα») και για να ανησυχήσω λίγο περισσότερο για την τόσο αργή πρόοδο της ανθρωπότητας. Η έλλειψη αξιοπιστίας, δηλαδή, εν κατακλείδι, η απουσία οργάνωσης, συστήματος, αυστηρών κανονισμών καθιστά δύσκολη την καθημερινότητα• τις προσδοκίες μάταιες – το αν θα λειτουργήσουν τα πράγματα επαφίεται στην τύχη, στους θεούς: «Το αεροσκάφος θα απογειωθεί στις 2μμ αλλά ίσως και να μην απογειωθεί. Θα σας ειδοποιήσουμε.» «Θα σας επιστρέψουμε τα χρήματά σας αλλά ίσως και να μην σας τα επιστρέψουμε. Θα σας ειδοποιήσουμε.» «Περιμένετε στο ακουστικό σας για τον επόμενο αιώνα». Τα ταξί δεν έχουν ταξίμετρο και παρότι υπάρχει, όπως παντού, κώδικας οδικής κυκλοφορίας, κανείς δεν τον σέβεται. Νόμιζα ότι το Κάιρο είναι το κατ’ εξοχήν σκηνικό της αχαλίνωτης οδήγησης αλλά το Καράκας δεν πάει πίσω. Εξάλλου, εδώ η βενζίνη είναι φτηνή, όλοι παριστάνουν ότι οδηγούν – κι εγώ ελπίζω να βγω ζωντανή από την βενεζουελάνικη οδική εμπειρία. 2) Τα κρατικά όργανα, που συχνά μοιάζουν καρικατούρες βγαλμένες από κινηματογραφικές μπανανίες, αυθαιρετούν• η συμπεριφορά τους θυμίζει τον χωριάτη μπασκίνα στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Οι περισσότεροι Βενεζουελάνοι αστυνομικοί και τελωνειακοί δωροδοκούνται με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, κάνουν τα στραβά μάτια (π.χ. στη μαύρη αγορά συναλλάγματος) ή εμπλέκονται οι ίδιοι σε παράνομες υποθέσεις. Αν δεν προσέχεις μπορείς να βρεθείς άσχημα μπελγμένος και η δικαιοσύνη να μη λάμψει ποτέ. 3) Ένας από τους πρωταρχικούς δείκτες της υπανάπτυξης είναι η μεταχείριση των παιδιών: στη Βενεζουέλα τα παιδιά φαίνονται εγκαταλελειμμένα στην τύχη τους. Όχι μόνο στη Βενεζουέλα: προ ημερών, στο κέντρο της Αθήνας, είδα μια τσιγγάνα που θήλαζε το μωρό της καταμεσής στο πεζοδρόμιο: ο θηλασμός στο πεζοδρόμιο απαγορεύεται – τα παιδιά έχουν ανάγκη από στέγη κι όποιος δεν έχει στέγη πρέπει πρώτα να βρει κι ύστερα να γίνει γονιός. Θεωρητικά. Στη Βενεζουέλα, οι άνθρωποι των λαϊκών τάξεων κάνουν παιδιά χωρίς να έχουν εξασφαλίσει τις βασικές συνθήκες με αποτέλεσμα οκτάχρονα να περιφέρονται στους δρόμους και, όχι σπάνια, να προσχωρούν σε συμμορίες. 4) Υπερβολικές κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις που ενισχύουν την εγκληματικότητα (το Καράκας θεωρείται ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στον κόσμο – πρώτο σε απαγωγές), η οποία, ωστόσο, δεν οφείλεται αποκλειστικά σ’ αυτές τις ανισότητες. Εκδοχές της εγκληματικότητας είναι ο παρασιτισμός, η παράλληλη οικονομία, το λαθρεμπόριο, η εκμετάλλευση των γυναικών. Οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί, διατίθεται τόσο στην επίσημη αγορά, όσο και στη μαύρη.  5) Υπερπατριωτισμός, προσωπολατρία: στην περίπτωση της Βενεζουέλας καλλιεργείται θρησκευτική αφοσίωση για τον Μπολίβαρ και, δευτερευόντως, για τον Τσάβες. Οι Βενεζουελάνοι δεν φαίνονται ιδιαίτερα φανατικοί Καθολικοί, φαίνονται όμως αποφασισμένοι να αποκτήσουν εθνική ιστορία και ήρωες: αναρτούν πορτρέτα του Τσάβες και του Μαντούρο στα μπαλκόνια, ενώ, στις συζητήσεις, αναφέρονται στον Μπολίβαρ ως ένα είδος Μεσσία. Δεν ξέρουν λέξη αγγλικά: δεν εννοώ ότι δεν μιλούν αγγλικά• εννοώ ότι, ακόμα και στον τομέα του τουρισμού, δεν μιλούν λέξη αγγλικά, πράγμα που οφείλεται, νομίζω, σ’ αυτόν τον ιδιότυπο πατριωτισμό. 6) Κανείς δεν διαβάζει σε δημόσιο χώρο. Τα βιβλιοπωλεία είναι λιγοστά• το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο του Καράκας είναι το αμερικανικό. 7) Η σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών στους δρόμους δεν εξαντλείται στα κλισέ («Πάμε για καφέ;» «Κούκλααα...») αλλά αποκτά διαστάσεις επίθεσης. Τέλος, το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό του Τρίτου Κόσμου, που σχετίζεται με τις δομές και τα ήθη, είναι ότι επικρατεί τέτοια γραφειοκρατία, τέτοια σύγχυση αρμοδιοτήτων, οκνηρία και αποποίηση ευθύνης, ώστε, ενώ φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι ασχολούνται με κάποιο καθήκον, τελικά δεν το φέρνουν σε πέρας. Τα καταστήματα είναι ανοιχτά εκτός αν δεν είναι: συχνά, υπερβολικά συχνά, στην κλειστή πόρτα υπάρχει η ταμπελίτσα: «Επιστρέφω αμέσως». Ίσως επιστρέψει, ίσως δεν επιστρέψει.
Για μένα που προέρχομαι από τον Τρίτο Κόσμο, όλα τούτα, και κάμποσα ακόμα, είναι θλιβερά• στερούνται εξωτικού ενδιαφέροντος. Ό,τι αποτελεί εξαίρεση, ό,τι αποτελεί παραβίαση στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, εδώ είναι ο κανόνας. Χωρίς όλ’ αυτά να σημαίνουν ότι το Καράκας δεν έχει ενδιαφέρον: απλώς αναμοχλεύει τις αναμνήσεις της ελληνικής υπανάπτυξης, μιας κατάστασης από την οποία δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να απαλλαγούμε.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

.........................................................

της Ελεάννας Ιωαννίδου (www.protagon.gr, 23/8/2013)

Όταν σοκαρίστηκε η Σώτη

(ένας άλλος τρίτος κόσμος είναι υπαρκτός)

Photo: Cesar Barroso/Flickr
Photo: Cesar Barroso/Flickr

Οι συγκρίσεις των λαών, με τις αναπότρεπτες γενικεύσεις τους, είναι συχνά ολισθηρό μονοπάτι για εξαγωγή συμπερασμάτων πέρα από τα βιώματα αυτού που τις κάνει. Πολλοί από εμάς έχουμε ακούσια πέσει θύματα της ημιμάθειάς μας, αναπαράγοντας στερεότυπα που υποκρύπτουν παραπληροφόρηση, οπισθοδρομικότητα, ρατσισμό ή την απαξίωση ανθρώπων με βάση τις συνθήκες ή τις επιλογές τους. Ορισμένες από τις προαντιλήψεις σε σχέση με τα δικαιώματα και τη θέση των παιδιών, οι οποίες δυναστεύουν την ελληνική κοινωνία, καθρεπτίζονται στα παραδείγματα του άρθρου της Σώτης Τριανταφύλλου. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο αποτελεί τροφή για σκέψη και αυτοκριτική όσων δεν ενσκήπτουν στην αναζήτηση του πραγματικού συμφέροντος των παιδιών στις δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε.
Η μεταχείριση των παιδιών, όπως και όλων των αδύναμων ομάδων της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των Ρομά και των αστέγων, αποτελεί όντως έναν από τους «βασικούς δείκτες υποανάπτυξης». Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα που, προκειμένου να επιβληθεί αποτελεσματικά στο κράτος, πρέπει πρώτα να γίνει κοινό κτήμα στην κοινωνία, αφορά σε όσους δεν έχουν φωνή και γι' αυτό χρειάζονται προστασία. Τα παιδιά, όμως, δεν είναι απλώς μια κοινωνική ομάδα «χωρίς φωνή». Είναι η κοινωνική ομάδα -η γενιά- που θα κληθεί να χτίσει πάνω στα ερείπια που ήδη της κληροδοτούμε. Είναι οι άνθρωποι που φταίνε λιγότερο και αδικούνται συλλογικά περισσότερο από την κρίση.
Τα παιδιά στις χώρες του λεγόμενου πρώτου κόσμου -παρά τις εξαιρέσεις και τη δεινή οικονομική κρίση που δεν είναι «προνόμιο» της Ελλάδας ή της Βενεζουέλας- δεν «φαίνονται εγκαταλειμμένα», γιατί δεν είναι. Αυτό, όμως, δεν επαφίεται μόνο στους γονείς τους. Είναι αποτέλεσμα κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται, γιατί υπάρχουν υποδομές προστασίας της ανηλικότητας που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία. Εκείνη τη φορολογία, των «αναπτυγμένων» χωρών, που εισπράττει και αναδιανείμει ανάλογα τον πλούτο των πολιτών και, φυσικά, όχι τη φορολογία που δίνει ασυλία στον πλούτο, επιβαρύνει δυσανάλογα τους πιο αδύναμους και έχει μοναδική προτεραιότητα την ικανοποίηση του εξωτερικού χρέους. Οι γενικεύσεις περί καλών και κακών γονιών συνήθως αφορούν λαούς με αντίστοιχα καλές και κακές κοινωνικές υποδομές για τα παιδιά. Τα παιδιά έχουν, βέβαια, ανάγκη από στέγη, αλλά πρωτίστως έχουν ανάγκη από αγάπη, και μια κοινωνία που τα σέβεται, σέβεται και την επιλογή των γονιών τους να τα φέρουν στον κόσμο. Σε μια Ελλάδα, όπου, εκτός των άλλων αξιών, καταποντίζεται κι αυτή των ακινήτων, η ύπαρξη άστεγων παιδιών μαζί με τους γονείς τους, ή και μόνα, δίπλα στα εγκαταλειμμένα ξενοδοχεία και δημόσια κτίρια, αποτελεί απλά πολιτική επιλογή, την οποία νομιμοποιεί η αδράνεια μιας κοινωνίας που νουθετεί όποιον δεν έχει τα οικονομικά μέσα να μεγαλώσει παιδιά να μην τα φέρνει στον κόσμο, αντί να διεκδικεί καλύτερες συνθήκες γι' αυτά.
Κάπως έτσι, με βάση το χρήμα και την αγοραστική μας δύναμη, μάθαμε να αξιολογούμε και το συμφέρον των παιδιών μας. Το γάλα-σκόνη, τα μπιμπερό, τους βραστήρες, πρέπει να τα πληρώσουμε, ενώ το μητρικό γάλα είναι δωρεάν και πάντα διαθέσιμο. Το απαξιώσαμε. Γίναμε παγκόσμιοι πρωταθλητές στην παιδική διατροφή με γάλα σκόνη. Μαζί, απαξιώσαμε και την εικόνα της μητέρας που θηλάζει, ως τριτοκοσμική. Είναι λυπηρό, αλλά καθόλου ακατανόητο πώς κόλλησε το ρατσιστικό στερεότυπο για τους Ρομά με το στερεότυπο για το «κατώτερο» μητρικό γάλα ή για το γυναικείο στήθος που δεν ενοχλεί, μόνο όταν διαφημίζει εσώρουχα ή αυτοκίνητα. Φυσικά, ο δημόσιος θηλασμός όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά αποτελεί δικαίωμα μητέρας και παιδιού. Γιατί το μητρικό γάλα είναι η φυσική -άρα η ιδανική- τροφή για τα μωρά μας και πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο. Σε μια χώρα αναπτυγμένη, που αναγνωρίζει το συμφέρον των παιδιών και σέβεται τα δικαιώματά τους, η εικόνα μητέρων που, αν χρειαστεί, θα θηλάσουν τα μωρά τους δημόσια είναι συνηθισμένη. Συλλογικότητες, όπως ο IBFAN, συνδιαμορφώνουν πολιτικές προώθησης και προστασίας του μητρικού θηλασμού και δεν χρειάζεται να καταφύγουν σε ακτιβισμούς, για να ακουστούν. Κοινό κτήμα στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες, άγνωστη κατάσταση στην τριτοκοσμική Ελλάδα που από την κληρονομιά της Δύσης απορρίπτει τον Διαφωτισμό και φαίνεται μόνο να περιμένει ένα σχέδιο Μάρσαλ, την αμερικάνικη βοήθεια σε γάλα-σκόνη.

*Η Ελεάννα Ιωαννίδου είναι Συντονίστρια Θεματικής Ομάδας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Οικολόγων Πράσινων

Δεν υπάρχουν σχόλια: