Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Αποσπάσματα από το βραβευμένο "'55", το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη όπως παρουσιάστηκαν* στην απονομή του βραβείου Ν.Θέμελη στην Άνδρο (17/8/2013)

......................................................

 Αποσπάσματα από το βραβευμένο "'55", το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη.







1) …Ζω στην Τουρκία, μια χώρα φτωχή. Η Πόλη είναι η πατρίδα μου. Ας είναι η καταγωγή και η αγωγή μου ελληνική, η καρδιά μου δεν χτυπάει στην Ελλάδα. Παρά την αγάπη μου γι’ αυτήν. Εδώ έχω δέσει για πάντα, είμαι σκλάβα της Πόλης, είναι μια αιχμαλωσία ισόβια, μια αρρώστια αγιάτρευτη, ένα χούι αθεράπευτο, μια συνήθεια κι ένας έρωτας που γεννιέσαι και πεθαίνεις κολλημένος επάνω του. 


 


Ένα φαρμάκι γλυκό, που χωρίς αυτό δεν νοείται η ύπαρξή σου. Είμαι η σάρκα ενός στρειδιού, γεννήθηκα ενωμένη μαζί του κι έτσι θα πάει ως το τέλος. Η ψυχή μου είναι σφαλισμένη με μιαν αλυσίδα που σέρνει πίσω της γενεές γενεών των ανθρώπων μας, όλων όσων έλαχε να ζήσουν στον ευλογημένο και τυραννισμένο μας τόπο. (σελ.261-262)



2) … Ο τόπος δεν με χωρεί, θέλω να πάρω έναν δρόμο να με βγάζει έξω, μακριά απ’ την Πόλη, να χαθώ, να μην τη βλέπω, γιατί τέτοιαν ώρα όλα, οι άνθρωποι, τα τοπία, τα σπίτια, τα μαγαζιά, με ξαναγυρνούν σ’ εκείνη τη φαρμακερή εποχή και δεν μπορώ να το βαστάξω. Αλλά πάλι, πώς να παρατήσω τη μάνα μου απροστάτευτη, ορφανή, ο Ρωμιός πρέπει να φυλάγει  Θερμοπύλες, πρέπει να είναι στις επάλξεις, «είμαστε στο καθήκον» είχε πει ο μεγάλος Ρουμί. Αχώνευτο πράγμα που ο νους μου δεν το χωρά κι ο καιρός με το πέρασμά του, ο πανδαμάτωρ χρόνος που λένε, θαρρείς και δεν μπορεί αυτήν την περίπτωση να την κάνει ζάπτι. Ναι μεν φαινομενικώς τα κουκουλώνει και τα στοιβάζει στον πάτο της μνήμης, αλλά έτσι, μια να ξύσεις με την άκρη του νυχιού σου το παλαιό σου τραύμα, κάτι να διεις κατά σύμπτωση μέσα στο δρόμο, μπορεί να σ’ τα φέρει εμπρός σου όλα τα θλιβερά τότε συμβάντα σ’ ένα δευτερόλεπτο και να μην μπορείς να εύρεις τον τσαρέ σου… (σ.319)



3) …Η ηλικία περνά μανίτσα μου, και χαμπάρι δεν παίρνουμε. Όπως τα θυμούμαι τα λέγω. Το θυμητικό μου είναι γερό. Δεν λησμονώ πρόσωπα, συμπεριφορές και περιστατικά·  όλα όσα σφραγίσαν τη ζωή μου, εκείνα τα φυλάγω καλά στο σεντούκι της μνήμης μου.(σελ.34)


4) …- Πώς σε λένε, φίλε μου; - Αρίφ. Όμορφος, πολύ όμορφος άντρας. Αρίφ στα τουρκικά θα πει λόγιος, πεπαιδευμένος, αρχαϊστί αρίφρων. Λεβεντονιός ήταν, κορμί κυπαρισσένιο, σελβί μποϊλού!  Ψέματα δεν μπορώ να πω. Με το που αντίκρυσα την όψη του, το βλέμμα του, την κατατομή του έγινε μέσα μου ένα κρακ, ερωτεύτηκα, ντελί ολντούμ, (τρελάθηκα), έχασα τα μυαλά μου. Κολάστηκα απ’ την καλλονή του, μπάρεμ. Έπαθα αυτό που λένε οι Τούρκοι «γιλντιρίμ ασκί» και οι Έλληνες «κεραυνοβόλος έρως».

    Δεν μ’ ένοιαζε εκείνη την ώρα το μιλλέτι του, αν ήταν Τούρκος. Πιο πολύ ευρωπαϊκή φυσιογνωμία είχε, ξανθοκάστανος ήταν με αρρενωπά, όμως ευγενή χαρακτηριστικά και επιδερμίδα σταρένια. Και σιγά τον Τούρκο! Όσο ήμουνα Τούρκισσα εγώ άλλο τόσο ήτανε Τούρκος κι ο ερίφης. Όπως με αποκάλυψε αργότερα ανήκε σε μια φυλή των Ζαζά.

   Όταν πια σταμάτησε το παράπονο – ντράπηκε, επιτέλους, άντρας πράμα, να βγάζει το σεκλέτι του με σπαραγμό μπροστά σε γυναίκα -, κι αφού σηκώθηκε όρθιος και μέτρησα με το μάτι το ανάστημα και την παρουσία του όλη, τότε αυτοστιγμεί ένιωσα πως για μένα αυτός ήταν ένας μοιραίος αρσενικός κι ένας άνθρωπος που θα σφραγίσει το πεπρωμένο μου. – Τζαν κουρμπάν (Τι υπέροχα), είπα μέσα μου, αφού έτσι το θέλει η ζωή…

– Σανά χαστά (Με σένα είμαι άρρωστη), τον δήλωσα απ’ την πρώτη νύχτα…

…Τι με κοιτάς, παλικάρι μου, για μένα είσαι Τανρινίν μισαφιρί (Μουσαφίρης του Θεού, απρόσκλητος νυχτερινός επισκέπτης), τον λέγω. Ύστερα τον έγδυσα με τα χέρια μου. Αργά, αργά. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν. Σαν δυο φλόγες κεριού στο αγεράκι. Οι κόρες του οι ψιχαλιστές είχαν τουλάχιστον πέντε χρώματα, πιτσιλισμένα σε αρμονικές δόσεις: το πράσινο του πεύκου, το γκρίζο της στάχτης, το μελί της κερήθρας, το χρυσαφί του ντάλα ήλιου, το μαύρο που αφήνει πίσω της η νύχτα για να χαράξει η αυγή…
…Είχε τη μυρωδιά του βουνίσιου έλατου, της μέντας, του σχοίνου της πατρίδας του. Άρχισα να τον πλένω παντού, όπως ακριβώς προηγουμένως τα μωράκια του…
…Με έπιασε σφιχτά τα χέρια. – Μπιρ τανέμ (Μοναδική μου), μελεγίμ (Άγγελέ μου). Έλιωσα… (σελ. 92-96, αποσπάσματα)
5) …Κάποιος κρατά το έγχρωμο πορτρέτο του Πορθητή, άλλος κουβαλά μια τεράστια φωτογραφία του Ατατούρκ. Δυο μελαχρινοί τραγουδούν και παίζουν ανατολίτικα σαρκιά, ο ένας με το ζουρνά και ο άλλος με το νταούλι. Ένας κοντοστούπης μοιράζει σφυριά, ένας καμπούρης τσεκούρια, ένας τυφλός αφίσες. Κάποιος αξιωματικός της χωροφυλακής βγάζει τη στολή του και ντύνεται με παλιόρουχα. Δυο νεαρές κοπέλες με βρομισμένες καμπαρντίνες και υψωμένη την τουρκική σημαία παίρνουν φόρα και κλοτσούν με τα τακούνια τους τα κατεβασμένα κεπέγκια ενός ελληνικού φωτογραφείου. Άλλος τσακίζει έναν φωνογράφο, άλλος στραπατσάρει ένα πελώριο ραδιόφωνο. Κάποιος ξηλώνει μια ραπτομηχανή, άλλος ξεχαρβαλώνει ένα ψυγείο.  Πού το πάνε εκείνοι οι τρεις το μακρύ αμάξι που σέρνουν με τριχιές σαν άλογο στο αλώνι; Ένα μικρό φορτηγάκι το δένουν από τέσσερις μεριές και το τραβολογούν σαν να θέλουν να το κόψουν και να το μοιράσουν. Κάποιος βαράει μια γραφομηχανή στα ντουβάρια του Αγά τζαμί. Άλλος κρατά υψωμένη σαν τρόπαιο την τενεκεδένια ρεκλάμα κάποιας μάρκας σοκολάτας με μια κοπέλα ξανθιά. Άλλος, που φορεί στολή εισπράκτορα λεωφορείου, διαλύει σκυμμένος ένα ωραίο ακορντεόν με το σφυρί του. Δύο ταγκαλάκια έχουν σκαρφαλώσει στα κάγκελα μιας εβραίικης συναγωγής και εμψυχώνουν τους διαδηλωτές με μια ντουντούκα. Καμιά δεκαριά μεγαλόσωμοι κοστουμαρισμένοι άντρες μπαίνουν στο σχολείο μου, το Ζάππειο, τσακίζουν έπιπλα, γκρεμίζουν στην είσοδο το άγαλμα του Ζάππα. Πολλοί κουνούν στο αέρα σημαιάκια ή ταμπλώ με σύνθημα «Η Κύπρος είναι τουρκική και θα μείνει τουρκική»...
   Οι διασαλευτές της τάξης γράφουν στους τοίχους αιμοβόρα συνθήματα: «Στο διάβολο οι Έλληνες» και «Κάτω η Ελλάς».
  Μερικοί στέκονται στις άκρες του δρόμου και παρακολουθούν τα δρώμενα. Κάποιοι απ’ αυτούς, που έχουν μέσα τους ανθρωπιά μπορεί να θέλουν να επέμβουν, να σταματήσουν το κακό με δεν μπορούν... (σελ. 103-104)



 ...Κι ο αγαπητικός μου ο Αρίφ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας απ’ αυτούς! Α, πα, πα, το συλλογιέμαι κι ανατριχιάζω! Άβουλα φτωχόπαιδα, έρημα πουλιά της Ανατολίας, γίνεστε πιόνια του κάθε επιτήδειου, του κάθε αγύρτη!... (σελ. 105)
6)... Το δέντρο, ολόκληρο
        Το φως, γεμάτο
        Το φρούτο πλήρες
        Μόνο ο δικός μου κόσμος
        Είναι κομμάτια
        Ένας μεγάλος καθρέφτης έσπασε
        Έσπασε και διαλύθηκε στο χώμα
        Έπεσε μέσα στο σύμπαν
        Μα έγινε πια κομμάτια.
        Τον κόλλησα κομμάτι κομμάτι
        Τριγύρισα από χώρα σε χώρα
        Ήταν μια φλόγα που την άναψα
        Την άναψα, μα έγινε κομμάτια 
     
"Παράμπρατσα", που σημαίνει διαλυμένος, κομματιασμένος.
ποίημα του Μπεντρί Ραχμί Εγιούμπογλου
 


*: Τα αποσπάσματα διάβασε ο Μανώλης Γιούργος. Η Γεωργία Δεληγιαννοπούλου τραγούδησε a capella τα τρία τραγούδια που πλαισίωσαν την αφήγηση και εδώ παρουσιάζονται στις πρώτες τους εκτελέσεις.
......................................................................

Στον Θωμά Κοροβίνη απενεμήθη το Βραβείο Νίκου Θέμελη

Στην Ανδρο πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση της απονομής
Εδώ οι λεπτομέρειες της βραδιάς:
http://tanea24.gr/ston-thoma-korovini-apenemithi-to-vraveio-nikou-themeli.4713d0b56951c52a4d2efa5a5f65eb01.html 


Ο σκηνοθέτης Παντ. Βούλγαρης απονέμει το βραβείο στον Θωμά Κοροβίνη











Κι εδώ το τραγούδι που τραγούδησε a capella ο Θωμάς Κοροβίνης στο τέλος της εκδήλωσης. Τραγούδι για την Κωνσταντινούπολη.



          ΠΡΟΣΕΥΧΗ




Στίχοι:  

Θωμάς Κοροβίνης

Μουσική:  

Θωμάς Κοροβίνης





Βλαχέρνα λένε μια Ρωμιά
που βγαίνει το βραδάκι,
με μαύρο κεφαλοδεσμό
και με κρυφό σαράκι.

Και σεργιανάει το Μαρμαρά,
το Πέρα και την Πόλη,
απ’ την κορφή του σαραγιού
για να την βλέπουν όλοι.

Μεριέ Μανά και Παναγιά
κι Αγία μου Βλαχέρνα,
το δάκρυ σου σαν αγιασμό
σ’ εχθρούς και φίλους κέρνα.

Από τον πρώτο τον καιρό
κι αυτό το ξέρουν όλοι,
όσα κλειδιά κι αν άλλαξε,
δικιά σου είναι η πόλη.

Τούρκοι κι αιχμάλωτου Ρωμιοί,
χαμάληδες κι αλάνια,
γύφτισσες του Σουλουκουλέ
πασάδες και τσογλάνια.

Την προσευχή του κάνουνε,
τρέμουνε την οργή σου
τους φουκαράδες ελεούν
για να χαρεί η ψυχή σου.

Μεριέ Μανά και Παναγιά
κι Αγία μου Βλαχέρνα,
το δάκρυ σου σαν αγιασμό
σ’ εχθρούς και φίλους κέρνα.

Από τον πρώτο τον καιρό
κι αυτό το ξέρουν όλοι,
όσα κλειδιά κι αν άλλαξε,
δικιά σου είναι η πόλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια: