Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Αστυπάλαια : Πίσφουλ μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία από την Ντορίνα Παπαλιού (www.lifo.gr, 24/7/2013)

.............................................................

                                    
                  Αστυπάλαια : Πίσφουλ






Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία για την Αστυπάλαια από την Ντορίνα Παπαλιού


Kρατούσε το εισιτήριο σφιχτά στο χέρι. Λανθασμένα είχε πιστέψει, πως αυτό που θα ένιωθε όταν ερχόταν η στιγμή, ήταν θρίαμβος. Η ενδόμυχη απελπισία που αδιάλειπτα την κυνηγούσε, για λίγες στιγμές έστω, θα υποχωρούσε, γιατί τελικά, τα είχε καταφέρει. Η ζωή της είχε φερθεί καλά - είχε σωθεί.Και τώρα είχε ταξιδεψει από την Καλιφόρνια στην Αθήνα, με μοναδικό σκοπό να μεταβεί από κει σε ένα μερος, για το οποίο δεν γνώριζε τίποτα πέρα από τη θέση του στο χάρτη, ένα μικρό νησί σε σχήμα πεταλούδας, και μια λέξη: "Πίσφουλ". Έτσι της το είχε περιγράψει κάποτε εκείνος. Της αρκούσε όλα αυτά τα χρόνια, τώρα. Κοίταξε τον κόσμο γύρω της στο λιμάνι, που περίμενε το ίδιο βαπόρι με 'κείνην. Κι έπειτα εστίασε στο εισιτήριο, το μικρό χαρτάκι με την ημερομηνία 20-6-2013. Από κάτω το όνομα του νησιού ήταν γραμμένο στα ελληνικά, που δεν ήξερε να διαβάζει, και στα αγγλικά, μια γλώσσα που έμαθε να διαβάζει. Κι αναρωτήθηκε, σε ποιον τόπο θα την οδηγούσε;
   Ήταν δώδεκα χρονών όταν στην αυλή του αρχαιολογικού μουσείου της Καμπούλ συνάντησε τον άντρα με το λευκό λινό κουστούμι και το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Είχε τη βαλιτσα του ακουμπισμένη πλάι του και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Ήξερε πως είχε έρθει μια ομάδα αρχαιολογων που τώρα έφευγαν, όπως πολλοί ξένοι στην πόλη. Ο πατέρας της δούλευε στο μουσείο και συχνά, όταν δεν είχε σχολείο, της άρεσε να πηγαίνει μαζί του. Εκεί μόνο τύχαινε να  συναντήσει κάποιον ξένο. "Γουέρ γιου φρομ;" τον ρώτησε. "Γκρις" της απάντησε εκείνος. Δεν χρειάστηκε να βγάλει το σημειωματάριό της να την καταγράψει για να ζητήσει αργότερα από τον πατέρα της  να της τη μεταφράσει, κι έπειτα να την αναζητήσει στο χάρτη, όπως έκανε με άλλους ξένους. Την είχε ακουστά αυτήν τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Την ήξερε στη γλώσσα της, την αναγνώριζε στα αγγλικά. "Οι γονείς μου είναι από την Κανταχάρ" του είπε στην παστού. Εκείνος της χαμογέλασε κι ύστερα έσκυψε και την κοίταξε στα μάτια. Δεν μίλαγε παστού ο άντρας, αλλά πρέπει να κατάλαβε το νόημα της φράσης της, γιατί αυτό που της ψιθύρισε στα αγγλικά, μια γλώσσα που δεν μίλαγε ούτε εκείνη, πρέπει να  ήταν ότι έμοιαζε με Ελληνίδα. Όχι γιατί στ' αλήθεια έμοιαζε, αλλά πιθανότερα πειραχτικά, επειδή καταγόταν από την Κανταχάρ, μια πόλη που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ασυναίσθητα κατέβασε το βλέμμα της. Σε λίγους μήνες δε θα μπορούσε να μοιάζει παρά μόνο σε Αφγανή, όταν θα φορούσε τη μαντίλα. Ο άντρας έσβησε το τσιγάρο στο χώμα κι έβγαλε από την τσέπη το πορτοφόλι του. Από μέσα ανέσυρε μια καρτ ποστάλ. Της έγνεψε να πλησιάσει. Έτεινε το χέρι του και κείνη την άρπαξε. Είδε ένα βουνό που καθόλου δεν θύμιζε τα βουνά που γνώριζε, του Αφγανιστάν. Στην κορυφή του είχε ένα χωριό από μικρά λευκά σπίτια. Έμοιαζε προστατευμένο εκεί ψηλά. Πρέπει να ήταν σημαντική η καρτ ποστάλ, να την είχε καιρό μαζί του. Ήταν τσαλακωμένη με τον τρόπο που μόνο ο χρόνος τσακίζει τα πράγματα. Κι από πίσω σε μια γλώσσα που δε διάβαζε, κάτι ήταν γραμμένο. Ήταν η δική του Κανταχάρ; Ή κάτι άλλο; Ο άντρας κάτι της είπε. Όχι ψιθυριστά, αλλά σαν να μονολογούσε. Δεν μπόρεσε να μαντέψει αυτή την φορά. Αλλά από τα λόγια του συγκράτησε μια λέξη, γιατί ο άντρας την επανέλαβε δυο-τρεις φορές, σαν να την παρακινούσε να την συγκρατήσει. "Πίσφουλ". Υπέθεσε πως ήταν η λέξη που έκρυβε μέσα της την ουσία αυτού του μέρους που κοιτούσε μαγεμένη. Όταν ο άντρας άπλωσε το χέρι του, εκείνη τραβήχτηκε, δε θέλησε να την αποχωριστεί. Και της την άφησε. Δεν ήξερε τι σήμαινε αυτή η λέξη ούτε στα αγγλικά, ούτε στη γλώσσα της, όταν αργότερα την ίδια μέρα την κοιταξε στο λεξικό. Στο Αφγανιστάν η λέξη "πίσφουλ" δεν σήμαινε κάτι γνώριμο.

Το επόμενο πρωί εισέβαλαν τα σοβιετικά στρατεύματα. Λίγες μέρες μετά οι γονείς της σκοτώθηκαν σε μια έκρηξη. Στο σπίτι του θείου της που την πήρε κοντά του, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, κοίταζε την εικόνα του λευκού χωριού πάνω στον απόκρημνο βράχο, κι ύστερα έκρυβε την καρτποστάλ κάτω από το μαξιλάρι. Οι ένοπλες δυνάμεις ανταρτών Μουτζαχεντίν αντιστάθηκαν στους Σοβιετικούς μέχρι το '89, που αποχώρησαν. Αλλά τότε άρχισε να υπερισχύει το ισλαμικό φονταμενταλιστικό κίνημα των Ταλιμπάν. Κι όταν το '96 κατέλαβαν την Καμπούλ κι επέβαλαν το καθεστώς τους συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον θείο της . Οι κατηγορίες ήταν ανυπόστατες. Ήταν πολύ μεγαλύτερη πια, αλλά καθόλου η σοφία της ηλικίας της δεν τη βοήθησε να ερμηνεύσει την αδικία γύρω της. Στο φορτηγό με το οποίο διέφυγε στο Πακιστάν, αντίθετα από τους άγνωστους που ήταν στριμωγμένοι πλάι της, που ονειρεύονταν την Αμερική, εκείνη, το μόνο μέρος της Γης που αποζητούσε, ήταν εκείνο το λευκό χωριό της καρτποστάλ που την είχε ακόμα φυλαγμένη. Είχε μάθει αγγλικά και είχε διαβάσει το όνομά του: Αστυπάλαια.  

Ο κόσμος έμπαινε στο βαπόρι βιαστικά. Κοίταξε το μικρό λεπτο χαρτάκι που κρατούσε. Ξαναδιάβασε : 20-6-2013. Ήθελε πολύ να ακολουθήσει τη διαδρομή που όριζε. Ποια ήταν όμως η Αστυπάλαια που θα συναντούσε; Πώς μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με τις αμέτρητες πιθανές Αστυπάλαιες που ονειρεύτηκε να φτάσει, εκείνες της νεαρής της ηλικίας, τώρα μιας σαραντάρας γυναίκας; Το λεπτό χαρτάκι που κρατούσε ήταν ξαφνικά βαρύ. Δεν μπορούσε παρά να την οδηγήσει σε ένα μονάχα ταξίδι. Η εμπειρία της, η ανάμνηση αργότερα που θα κουβαλούσε, θα είχε μολύνει το μέρος που ονειρεύτηκε. Κι εκείνο το άλλο μέρος, της φαντασίας της, ίσως να έπαυε να υπάρχει. Χαλάρωσε το σφίξιμό της και άφησε τον αέρα να το παρασύρει στη θάλασσα.

Για την Αστυπάλαια που αναζητούσε δεν υπήρχε εισιτήριο.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: