Κυριακή 8 Μαΐου 2011

"Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία" - απόσπασμα από ένα κείμενο της Ελένης Καρασαββίδου-Κάππα από τη συλλογή «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική». (TVXS, 8/5/2011)




...Τα παιδιά των βορείων προαστίων στα οποία πολλές (ποτέ δεν θα έγραφα το γενικό οι κουκούλες), πολλές λοιπόν, κουκούλες ανήκουν (γιατί η γενιά του ’95 χαρακτηρίστηκε στην πλειοψηφία της από συγκεκριμένη ταξική διάρθρωση, κάτι που είχα υπαινιχθεί παλιότερα και στα Θραύσματα, αλλά αυτήν τη διάθρωση τα «κακά μίντια» την κάλυψαν, και πώς όχι;) δεν μπορούν να έχουν αληθινή γνώση τού τι θα πει εργοδοτικός εκβιασμός. Δεν έχουν γνώση του αληθινού πεδίου. Ζουν είτε από κάνα ψιλό απ’ αυτούς που ειρωνεύονται, είτε απ’ τον μπαμπά (αντάρτες της πορδής, που λέει και το τραγούδι), είτε από άλλες επιλογές, που όχι η αλληλεγγύη μα η κινηματική αξιοπρέπεια (που όποιος κατανοεί, κατανοεί – κι όποιος εκτιμά, εκτιμά) δεν μου επιτρέπει να γράψω.
Γι’ αυτό και «πήδηξαν» επικοινωνιακά την πιο μεγάλη ώρα του κόσμου της εργασίας, την πιο συγκλονιστική του πορεία. Γι’ αυτό και σαν τις κατσαρίδες με hit and run ξανακαπέλωσαν έναν κόσμο και μια πορεία που δεν τον κατανοούν, δεν τον σέβονται και δεν τους ανήκει. Αν η «ευνοημένη τραπεζίτισσα» (ακούστηκε κι αυτό!) εγκυμονούσα δεν ήταν στον υπέροχο κόσμο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, θα μπορούσε να κάθεται σπίτι της με επαπειλούμενη.
Αλλά η απάντηση ήταν να τους απελευθερώσουν από τη δουλεία του Βγενόπουλου στερώντας τους από τα δεσμά της ζωής! Και παρόλο που τα μίντια του κεφαλαίου σε 2 μέρες το προσπέρασαν (εν αντιθέσει με τον εξίσου άδικο θάνατο του Γρηγορόπουλου…), οι εργαζόμενοι είχαν βρει τους «μάρτυρές τους». Δεν έχουν μόνο οι 16χρονοι «σύμβολα». Χτυπημένοι από παντού, δίχως διέξοδο, τα 4 θύματα (ώς 3 μηνών δεν θεωρείται ζωή) είναι σύμβολα ενός κόσμου που χτυπά μονίμως τους πλέον αδύνατους, είτε για να διατηρηθούν οι πιο απάνθρωπες νεοφιλελεύθερες δομές είτε για να επιβεβαιωθεί η υπερεπαναστατικότητα κάποιων σε μια σιχαμένη διαδικασία «αυτοδικαίωσης», όπου για να δικαιώσουμε τις ιδέες μας μπορούμε να καταστρέψουμε τον κόσμο…

Σκεφτείτε το λίγο. Όμοια με το σταρ σύστεμ, όπου οι θαυμαστές της Μονρόε δεν θα της συγχωρούσαν ποτέ αν επέστρεφε γερασμένη, έτσι και κάποιοι αριστεροί θα έκαιγαν πρώτο τον Μαρξ ή τον Μπακούνιν στην πλατεία. Πώς τολμάς να μην είσαι στα μέτρα μας; «Μόνος αληθινός επαναστάτης ο Νετσάγιεφ! Μόνος αναλυτής ο Λαζόπουλος. Ουγκ!» Κι επειδή πάρα πολλοί από εσάς δεν έχουν καμιά επαφή με τη λαϊκή κουλτούρα, να σας πληροφορήσω (επειδή είναι μια κουλτούρα σκληρή) πως στα καφενεία ακούγονται πολύ ακραία πράγματα… Ο κόσμος πρώτη φορά ένιωσε εδώ και πολλά χρόνια πως χτυπήθηκαν δικοί του, και μιλάνε ακόμη και γι’ ακροβολισμένους ελεύθερους σκοπευτές σε μια από τις επόμενες φορές… Υπάρχει, φυσικά, απόσταση μεταξύ του λέω και το κάνω, μα όπως αυτή καλύφτηκε από τους «αντιεξουσιαστές» θα καλυφθεί κι από τους «απόκληρους»…
Όσο για μένα; Πρώτη φορά είδα τη μάνα μου να κλαίει με λυγμούς. Ίσως γιατί, από τις ελάχιστες εργατικές οικογένειες που συνάντησα στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς η δική μου, υπήρχαν μνήμες στο σπίτι από απεργίες που δεν μπορούσαν να γίνουν, από την αξιοπρέπεια που υποχωρούσε για ένα κομμάτι ψωμί, από τη ΔΕΗ που, αν δεν πληρωνόταν, εγώ θα διάβαζα ακόμη μια νύχτα κάτω από τη δημόσια λάμπα του δρόμου σ’ ένα δρόμο που ’χε την δική του ιστορία κι αυτός. Και γνώρισα σε μια ολόκληρη πορεία ζωής, δίχως ποτέ να μπω σε μηχανισμούς και να χρησιμοποιήσω το όποιο λέγειν μου για εξουσιαστικούς θώκους, την Αριστερά, «όπου η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα ήταν, λέει, αξία!». Κι αρνήθηκα να μετατρέψω τις πολιτικές διαφωνίες σε προσωπική απανθρωπιά. «Έμαθα την καλοσύνη από τη μάνα μου, όχι απ’ την Αριστερά», που φώναξε κι ο Καμύ. Υπήρξα «γεννημένη ένοχη».
Μιλώντας αυτήν τη στιγμή επί προσωπικού, γυρνώντας στη Μνήμη (όπως και στα Θραύσματα, όπως και στην κριτική για τα ΑΕΙ παλιότερα, γιατί το μικροαστiλίκι, ένα φαινόμενο όχι ταξικό μα νοοτροπίας σε μια χώρα με ιδιαίτερες δομές όπως η Ελλάδα, το μυρίζομαι και μ’ αηδιάζει), δεν μιλώ για μένα στ’ αλήθεια. Μιλώ για (και τιμώ) την τάξη μου.
Το (μικρό) φως της κολόνας
«Άκου, Κινέλ, που σε αδειάσαν ζωντανό μα πεθαμένο σ’ ένα κρεβάτι κούνια, υπάρχει μονάχα ένα λεπτό στρώμα από συντετριμμένα φτερά ανάμεσα σε σένα και στη βαθιά άβυσσο, την τόσο όμοια με σένα», έγραψε ένας αμερικανός ποιητής τον καιρό που τα κινήματα μπορούσαν ακόμη να ονειρεύονται έναν άλλον κόσμο στην κείθε πλευρά του Ατλαντικού. Το ’ξερε πως το Φως από το σκοτάδι, είτε στο δρόμο που βολτάρουμε μέσα απ’ αυτές τις γραμμές είτε στην πιο «αστική» λεωφόρο του κόσμου, τα χωρίζει μια λεπτή γραμμή, κι ίσως καμία, αφού στο πρόσωπό μας συναντιούνται. Μα ο καθρέφτης δεν μας καθρεφτίζει πραγματικά.
«Πραγματικά» όπως «πραγματικότητα»; Μα ακόμη και τις αναμνήσεις τις πλάθουμε μόνοι… Θα ’ρθει ο καιρός που θα λειανθούν οι μνήμες. Θα ’ρθει ο καιρός που «το; Κίνημα», για μία ακόμη φορά, θα τοποθετήσει και αυτό το χτύπημα ως προβοκατόρικο. Η κοινωνική συνοχή δομείται με πολύ όμοιο τρόπο τόσο εντός των αστών, όσο κι εντός των αρνητών τους. «Εμείς» εξ ορισμού δεν μπορούμε να είμαστε ένοχοι! Μόνο οι άλλοι, πάντα οι άλλοι. Δεν μας βαραίνουν λάθη ιστορικά, ή κακές στιγμές έστω, ούτε τώρα, ούτε στον εμφύλιο, ούτε στα νησιά (καημένε Άρη Αλεξάνδρου!), ούτε στο Μινιόν. Μια δήλωση ότι «εξ ορισμού» ο χώρος μας δεν μπορεί να έχει σχέση θα προβληθεί απ’ όσους πρέπει και θα σηκωθούμε ξεσκονίζοντας τον επαναστατικό μας ναρκισσισμό γι’ ακόμη μια φορά.
Όσο ζω, δεν θα ξεχάσω το συνδικαλιστή εκείνον που ωρυόταν μπροστά στη χαροκαμένη μάνα της Ζούλια «Πέστε, ρε αλήτες, στη μάνα πως είναι καλά το παιδί της!…». Θα μου πείτε «δεν ήξερε!». Μα ακριβώς γι’ αυτό δεν θα τον ξεχάσω! Γιατί ο ίδιος δεν σεβάστηκε το ότι δεν ήξερε! Σύμβολο μιας Αριστεράς που τοποθετείται συχνά στα πλέον σοβαρά (μπροστά στη μάνα…) χωρίς να ξέρει! Κι αλήθεια, αυτό το «αλήτες» σε ποιόν το απεύθυνε; Στον πυροσβέστη που πήγε να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα κι έσκυβε το κεφάλι μπροστά στη μάνα μην ξέροντας τι να πει!
Και τα «επαναστατημένα παιδιά» θα εξακολουθήσουν να αναπαράγουν την ιεραρχία του κόσμου, αποδεχόμενα τον ηγετικό ρόλο της τάξης τους, με την αναπαραγωγή του μονίμως «καταγγελλόμενου» κόσμου μέσα από δυο κύριες μορφές. Οι έχοντες την πρωτοβουλία, οι «φωτισμένοι», οι κατέχοντες το «πολιτιστικό κεφάλαιο», θα εγείρονται ως πρωτοπορία παθητικοποιώντας τους προλετάριους «στο όνομα των οποίων δρούνε» και τον κατώτερο ρόλο των μη πεφωτισμένων. Κι από την άλλη, θα ξεγκαβλώνουν μονίμως στο κατώτερο υπηρετικό προσωπικό του συστήματός τους, τους «μπάτσους», επανεπιβεβαιώνοντας (σ’ αντίθεση ακόμη και με την 17Ν που χτυπούσε τους μπαμπάδες ή τους γειτόνους τους) την ιεραρχία του κόσμου...


Δεν υπάρχουν σχόλια: