Χιόνια πολλά, Γιάννη Βαρβέρη
Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/05/2011 στην "ΑΥΓΗ"
"Χρόνια πολλά / λεν οι ζωντανοί /. Χιόνια πολλά / απαντούν οι πεθαμένοι". Έτσι αρχίζει ο Γιάννης Βαρβέρης την ποιητική του συλλογή "Άκυρο Θαύμα". Να λοιπόν που ήρθε η πικρότατη στιγμή να ακυρωθεί το θαύμα της ύπαρξής του και ν' απομείνουν με το χιόνι των καταλοίπων του μέσα στην ψυχή μας και το χιόνι να λιώνει - συνεπές προς την υπόστασή του και συνεπές ως προς όσα υποσχέθηκε σχετικά με την παγωνιά της απουσίας - και να γεμίζουν οι φλέβες μας και το μυαλό μας και η ψυχή με το παγωμένο νερό της ανέκκλητης και της ανεκλάλητης απουσίας.
Ο Γιάννης Βαρβέρης δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Από το βράδυ της περασμένης Τετάρτης 25 Μαΐου 2011. Η ύπαρξη του Γιάννη Βαρβέρη από τώρα και για πάντα ακυρολεκτεί / δεν υφίσταται. Θα μιλήσουν πολλοί. Ανάμεσά τους και εκείνοι που εμπόδισαν -κάποιες φορές και λυσσασμένα- τον προβιβασμό της αξίας του. Ας είναι όμως / τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Δεν ξέρεις από πού να πιαστείς και πώς ν' αρχίσεις τον εθισμό στο αχανές της απουσίας, αλλά και πώς να συνηθίσεις το βάρος ενός ακόμη μαύρου φτερού στην πλάτη σου. Ενός φτερού που δεν πετάει, κυρίως πλέει, κι ούτε αυτό / δεν πλέει υπεριπτάμενο, πλέει υπογείως. Μέσα εκεί στον υδροφόρο ορίζοντα μιας αγάπης που στέγνωσε μονομιάς και δεν ξέρει πώς "να μας υδρεύσει / πάρεξ αν δώσει και κάνουμε σινιάλο οι ποιητές / να γίνει ο κόσμος / ένα μεγάλο / μα πάρα πολύ μεγάλο / Δάκρυ".
Όλα αυτά όμως είναι πολύτιμες έννοιες. Κι αφού είναι πολύτιμες ανήκουνε στην πολυτέλεια του βαθύτατου θρήνου για όσους νιώθουν την απώλεια. Για όσους νιώθουν την απόλυτη γυμνότητα του σώματος χωρίς τον εαυτό του. Ας είναι λοιπόν ο θρήνος μια πολυτελής ιερότητα της οδύνης, ας είναι ο αποχαιρετισμός εκείνη η λυγρή στιγμή ανάμεσα στο κερί και στη φλόγα, ας είναι ο αποχαιρετισμός συνείδηση. Θέλω να πω συνείδηση ενός ζοφερού και καθολικού ερωτήματος που κινεί τα θαύματα από τη δημιουργία τους μέχρι την ακύρωσή τους.
Γράφει ο Γιάννης Βαρβέρης στη συλλογή του "Στα ξένα", η οποία είναι αφιερωμένη "Στον ξένο" και αρχίζει με τη διστιχία "Στην υγειά σας / οι πεθαμένοι", γράφει λοιπόν εκεί: "Ποιος κηροπλάστης, ω, ποιος ζοφερός / στην ύλη αυτή ψιθύρισε / να ζούμ' εδώ / μισοί κεριά / και μισοί φλόγα;".
Ποιος θ' απαντήσει τώρα; Ή αλλιώς: Ποιος δεν θα απαντήσει: Στο μεταξύ διάστημα ο Γιάννης Βαρβέρης έπαυσε. Άλλο δεν θα πάει. Ούτε για να ζητήσει ένα τσιγάρο. Ούτε για να νιώσει μια ακόμη φορά από τις άπειρες φορές τον φοβερό, μέχρι τα μύχια της σκέψης, πόνο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε τούτη τη στιγμή είναι πως, εκτός όλων των άλλων συγκλονιστικών χαρακτηριστικών της ιδιοπροσωπίας του, ο Γιάννης Βαρβέρης υπήρξε μια ατομική εποποιία (και γι' αυτό υποδειγματική οντότητα) γενναιότητας και υπομονής στον -πολλές φορές- αβάσταχτο σωματικό πόνο.
Υπήρξε ως διαρκής έπαρση απέναντι στον θάνατο. Τον έκανε ζατρίκιο, τον έκανε ρουλέτα, τον έκανε παιγνιόχαρτο στο πόκερ και τον κέρδισε. Και τα πήρε όλα. Γιατί δεν έπαιξε ποτέ για τη χαρά του παιχνιδιού. Για τέτοιες χαρές παίζουνε μόνο οι νεόπλουτοι της έμβιας χυδαιότητας. Ο Γιάννης Βαρβέρης όμως έπαιζε όπως παίζουνε οι μύστες της κάτω νύχτας: έπαιζε για το κέρδος. Έπαιζε για να κερδίσει στο μυστικό παιχνίδι που παίζουνε οι γνήσιοι τζέντλεμεν, οι χαϊδεμένοι από την ίδια τους την ήττα, επομένως οι φοβεροί παίκτες του μόνου αδιανόητου παιχνιδιού που λέγεται ζωή.
Ο Γιάννης Βαρβέρης λοιπόν έπαιξε και κέρδισε μιαν ολόκληρη περιουσία για τον απλούστατο λόγο ότι παρέμεινε μέχρι το τέλος παίκτης. Ανυποχώρητος παίκτης. Αμετακίνητος. Σπάνιας αταλάντευτης πεποίθησης "Αδιάφορος" - όπως γράφει στον "Κύριο Φογκ"- "για κάθε μετακίνηση / εραστής / των εξ αρχής χαμένων στοιχημάτων".
Άρα ο Γιάννης Βαρβέρης. Ένας αληθινός ποιητής. Δηλαδή ένας ένδακρυς διασκεδαστής του καθολικού μας φόβου. Ας μην οργισθούμε για το πόσο λίγοι το κατάλαβαν. Τώρα βρισκόμαστε εν ακαρεί στον παρατατικό και σε εκείνον τον αόριστο δεύτερο κάποιας χαμένης απότομης ελπίδας. Εκεί, σ' εκείνη την απότομη στροφή του μέλλοντος, ξέφυγε το αυτοκίνητο του ενεστώτος χρόνου και ο Γιάννης Βαρβέρης αντήχησε για μια στιγμή στο κενό κι ύστερα χάθηκε. Πέταξε. Τραγουδώντας ίσως ένα τραγούδι του Λεό Φερρέ, του Σαρλ Τρενέ, του Ζακ Μπρελ ή τους ψιθύρους όλων των ανείπωτων καημών του.
Και ο χρόνος έγινε χαράματα. Επιτάφια χαράματα μιας έσω πατρίδας υπεσταλμένης. Και χιόνι. Πολύ χιόνι. Που λες κι έγινε για να χάνονται τα ίχνη για να μην βρίσκεις τη μνήμη. Αλλά και πάλι πού ξέρεις; Μπορεί και η πολύτιμη μνήμη να είναι ακριβώς η φύση μας και "κρύπτεσθαι φιλεί" όπως λέει ο Ηράκλειτος.
Μπορεί λοιπόν η μνήμη του Γιάννη Βαρβέρη να είναι μια καινούργια αγωνία, μια καινούργια ιχνηλασία της αξιοπρέπειας, μια εργώδης προσπάθεια ανακάλυψης των στίχων του, δηλαδή του συνόλου των νοημάτων του. Διότι ο Γιάννης Βαρβέρης υπήρξε ένα υψηλό νόημα. Άρα χειμαρική υπερχείλιση κάθε φραγμού που εμποδίζει την ελευθερία. Την τριμμένη ελευθερία της καθημερινότητας (εν πολυτελεία βιώσεως εννοείται) και την άθριπτη ελευθερία του χιονιού επίσης. Τον ακούω κιόλας να λέει: "Ζούμε καλά / σ' αυτό το απόμερο νεκροταφείο. / Στους ευάερους τάφους κάνουμε πρόβες ξαπλωμένοι / ενώ φυσάει από παντού ζωή / και μας γεμίζει νιάτα".
Χιόνια πολλά Γιάννη μου.
Ο φίλος σου
Κώστας Καναβούρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου