Κοινωνικό κάτοπτρο
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ", Δευτέρα 16 Μαΐου 2011
Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθετώντας στο Εθνικό Θέατρο την «Τριλογία του παραθερισµού» (του Γκολντόνι), έστησε µία από τις πλέον σαφείς, ακριβείς και ευκρινείς παραστάσεις.
Σε µια ψηφιακή κοινωνία, σε έναν κόσµο εικονικό και σε µια παγκοσµιοποίηση των ηθών και της ερωτικής διαθεσιµότητας των φίλων, τι άραγε µπορεί να σηµαίνει για τον σηµερινό θεατή και καταναλωτή ποικίλης µορφής θεάµατος µια κωµωδία γραµµένη τριάντα χρόνια πριν από την ακµή της Γαλλικής Επανάστασης;
Είναι το ερώτηµα που τίθεται κάθε φορά όταν αποφασίζει ένας θίασος να ανεβάσει στη σκηνή κυρίως µια κλασική κωµωδία. Αλήθεια, ρωτάει κανείς, η κοινωνία που κρίνεται, γελοιοποιείται, χλευάζεται και αποτυπώνεται ως συµπεριφορές και αξίες του Μολιέρου, του Γκολντόνι, του Γκόλντσµιθ, του Γκόγκολ, του Κλάιστ, του Καρατζιάλε, των δικών µας Κατσαΐτη, Χουρµούζη, Αγγελου Βλάχου κ.ά., πώς εισπράττεται σήµερα; Οι συγγραφείς που παρέθεσα καλύπτουν ένα ευρύ θεατρικό και γλωσσικό φάσµα.
Βλέποντας για άλλη µια φορά την «Τριλογία του παραθερισµού» του Γκολντόνι στο Εθνικό Θέατρο, επιβεβαίωσα την ήδη κατασταλαγµένη άποψη πως όσο κι αν καυχιόµαστε πως οι καιροί, τα ήθη και οι κώδικες συµπεριφοράς και οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, επιφανειακά άλλαξαν.
Παρ’ όλες τις δύο µεγάλες επαναστάσεις, παρ’ όλους τους δύο παγκοσµίους πολέµους, τον συνδικαλισµό, τον φεµινισµό, την εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικών δηµοκρατιών, αφήνω την επανάσταση στις συγκοινωνίες, τις επικοινωνίες, τον περιηγητισµό και τόσα άλλα, οι άνθρωποι δεν άλλαξαν, οι σχέσεις δεν αλλοιώθηκαν και τα ήθη άλλαξαν µονάχα µόδες.
Ο Γκολντόνι που πέθανε στη Γαλλία αφού είχε γίνει persona non grata στη Βενετία, όπου άρχισε την καριέρα του, άφησε τον µάταιο τούτο κόσµο ακριβώς όταν η Γενική Συνέλευση της Επανάστασης έµπαινε στην αιµατηρή περίοδο της Τροµοκρατίας αλλά, συνάµα, αναγνωρίζοντας την κριτική του Γκολντόνι στα κοινωνικά ήθη τού είχε απονείµει τιµητική σύνταξη.
Οπως όλοι οι µεγάλοι του πνεύµατος, είχε συλλάβει µε τις ευαίσθητες κεραίες του την επερχόµενη αλλαγή. Η παρακµή της εµπορικής µονοκρατορίας στη θάλασσα της Βενετίας ήταν τα πρώτα σηµάδια µιας ανερχόµενης καινούργιας τάξης που στη Γαλλία πρώτα αντέδρασε διεκδικώντας το δικαίωµα να µετέχει στη νοµή της εξουσίας ανάλογα µε την παραγωγική της συνδροµή στη συσσώρευση του δηµοσίου πλούτου.
Οι βενετσιάνοι ήρωες της «Τριλογίας» είναι αστοί και µικροαστοί που µιµούνται τη χλιδάτη ζωή και τις συνήθειες της αριστοκρατίας του πλούτου. Παραγγέλνουν τη µόδα στο Παρίσι, ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα εισπράττουν, ζητούν έναν παρασιτικό βίο, συντηρούν και γιγαντώνουν την τοκογλυφία, αφού συνεχώς χρεώνονται για να παρακολουθήσουν τη µόδα και τις συνήθειες της τάξης που καταρρέει µεν αλλά είναι πάντα πρότυπο µίµησης.
Η «Τριλογία» είναι ένα γελοίο και συνάµα θλιβερό ρέκβιεµ για τον παραθερισµό, οι ετοιµασίες, η περίοδος της εξοχής και η επιστροφή.
Παραθερισµός ονοµάζεται αλλά επιδεικτισµός είναι: οι παραθεριστές αστοί και µικροαστοί, όπως και οι σηµερινοί, αλληλοτραπεζώνονται και χαρτοπαίζουν, κουτσοµπολεύουν, φλερτάρουν και οι γηραιότεροι χαµουρεύονται. Επίδοξοι γαµπροί, λυσσασµένες κυριούλες, σελέµηδες, ακόρεστες γριές που ψαρεύουν τεκνά και καινούργιοι υπηρέτες που ετοιµάζουν την µπάζα τους για να την κάνουν και να προσχωρήσουν στην άλλη τάξη φτιάχνοντας τη µικροαστική φωλίτσα τους. Ερωτικά πείσµατα, στρατηγικές και ναρκοπέδια του σεξ, αφελείς γονείς που µπερδεύουν τη στοργή µε τις παροχές, προικοθήρες νεανίσκοι, θρασύτατοι έφηβοι και προαγωγοί µητέρες. Ιδού το πανόραµα της προεπαναστατικής προσεχούς διαδόχου εξουσιαστικής τάξεως. Τι άλλαξε από τους θλιβερούς παραθεριστές του Γκολντόνι έως τους µικροαστούς του Γκόρκι εκατό χρόνια µετά και τους µικροαστούς του Καµπανέλλη, του Μουρσελά, του Μάτεσι και πριν του Ξενόπουλου και του Μελά; Τίποτε: τα αµάξια γίναν αυτοκίνητα, τα καπέλα περίτεχνες κοµµώσεις και τα τσεκίνια ευρώ. Οι ίδιες σαχλές κουβέντες, τα ίδια σκέρτσα, τα ίδια ερωτικά σαλιαρίσµατα, τα ίδια δάκρυα αρκεί να µη χαλάσει η µάσκαρα, οι ίδιες βουτιές στις πατρικές της νύφης καταθέσεις του επίδοξου γαµπρού. Ο,τι φάµε, ό,τι πιούµε, ό,τι...
Ο µεγάλος καινοτόµος του ευρωπαϊκού θεάτρου που παρέλαβε το θέατρο της µιµητικής συντεχνίας, της κοµέντια ντελ άρτε, το τυποποιηµένο και το ετοιµοπαράδοτο και εφηύρε τον σκηνικό πραγµατισµό, θέλετε να τον ορίσω ρεαλισµό, είναι ένας, ο πρώτος θεατρικός κοινωνιολόγος, αφού οι σκηνικές του παρατηρήσεις πάνω στα ήθη της παρακµάζουσας τάξης και της ανερχόµενης είναι ιδιοφυείς και τεκµηριωµένες µελέτες συµπεριφοράς συναρτήσει του κοινωνικού συµβολαίου και των οικονοµικών παραµέτρων του.
Ο Νίκος Μαστοράκης έστησε µία από τις πλέον στέρεες και σαφείς, ακριβείς και ευκρινείς παραστάσεις του. Κράτησε τον ρεαλιστικό πυρήνα της µικροµεγαλοαστικής σάτιρας και µε µικρές τελετουργικές νύξεις υπέµνησε τις οφειλές του Γκολντόνι στη θεατρική παράδοση που προηγήθηκε.
Η µετάφραση του Γιώργου ∆επάστα είχε µια έντονη θεατρική ρυθµολογία. Χωρίς να προδίδει τη θεατρικότητα, αποτύπωνε την καθηµερινότητα µιας λαλιάς που αρχίζει να γίνεται έκτοτε γλωσσικός κώδικας του ρεαλιστικού θεάτρου. Χωρίς τον Γκολντόνι δεν νοείται ο Κλάιστ και ο Γκόγκολ. Ο Παντελιδάκης οικοδόµησε µια σκηνική µηχανή που κατέφασκε στη θεατρικότητα και στην εναλλακτικότητα των σηµασµένων χώρων. Ο σκηνοθέτης, κύριος της σύλληψής του, σχεδίασε έξοχα κοστούµια και επιµελήθηκε τη µουσική που παίχτηκε µε ένα τσέµπαλο και µια κιθάρα που συνόδευσαν τα τραγούδια από ηθοποιούς. Ο Μπιρµπίλης φώτισε µε ευαισθησία και ο Φωκάς Ευαγγελινός χορογράφησε την κίνηση χωρίς να αλλοιώσει τον ρεαλιστικό πυρήνα. Ο Μαστοράκης αναδεικνύεται άλλη µια φορά σπουδαίος δάσκαλος κυρίως νέων ηθοποιών και κυρίαρχος στο ενιαίο ύφος µιας παράστασης.
Γκροτέσκα φιγούρα και τσαχπινιά
Το χιούµορ της Μάγιας Λυµπεροπούλου, η γκροτέσκα φιγούρα της Ανδρεαδάκη, η αφοπλιστική αλλά και πανούργα αφέλεια του Πιατά, η ελεγχόµενη λαϊκότητα του Χατζόπουλου, η τσαχπινιά της Παπαληγούρα, το έξοχο παρτσακλό που σχεδίασε η Κουρή και τον χαζοχαρούµενο νεανία που σκιτσάρισε ο Τσουρής. Ο Νίκος Ψαρράς έφτιαξε το πορτρέτο του φορτικού σελέµη και διαµεσολαβητή µε αδρές γραµµές. Οι δύο εραστές, ο εύθικτος και ο παθιασµένος, παίχτηκαν µε µαεστρία από τον Περλέγκα και τον Αλειφερόπουλο, και οι δύο ενζενί, η προσγειωµένη και απαιτητική από τη µια και η ερωτικά διχασµένη και ευέξαπτη αντίστοιχα, από τη στέρεη Κολιανδρή και τη συνεχώς εκπλήσσουσα για τις µεταµορφώσεις του ταλέντου της Εύη Σαουλίδου.
Παράσταση Ανθολογίας.
Είναι το ερώτηµα που τίθεται κάθε φορά όταν αποφασίζει ένας θίασος να ανεβάσει στη σκηνή κυρίως µια κλασική κωµωδία. Αλήθεια, ρωτάει κανείς, η κοινωνία που κρίνεται, γελοιοποιείται, χλευάζεται και αποτυπώνεται ως συµπεριφορές και αξίες του Μολιέρου, του Γκολντόνι, του Γκόλντσµιθ, του Γκόγκολ, του Κλάιστ, του Καρατζιάλε, των δικών µας Κατσαΐτη, Χουρµούζη, Αγγελου Βλάχου κ.ά., πώς εισπράττεται σήµερα; Οι συγγραφείς που παρέθεσα καλύπτουν ένα ευρύ θεατρικό και γλωσσικό φάσµα.
Βλέποντας για άλλη µια φορά την «Τριλογία του παραθερισµού» του Γκολντόνι στο Εθνικό Θέατρο, επιβεβαίωσα την ήδη κατασταλαγµένη άποψη πως όσο κι αν καυχιόµαστε πως οι καιροί, τα ήθη και οι κώδικες συµπεριφοράς και οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, επιφανειακά άλλαξαν.
Παρ’ όλες τις δύο µεγάλες επαναστάσεις, παρ’ όλους τους δύο παγκοσµίους πολέµους, τον συνδικαλισµό, τον φεµινισµό, την εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικών δηµοκρατιών, αφήνω την επανάσταση στις συγκοινωνίες, τις επικοινωνίες, τον περιηγητισµό και τόσα άλλα, οι άνθρωποι δεν άλλαξαν, οι σχέσεις δεν αλλοιώθηκαν και τα ήθη άλλαξαν µονάχα µόδες.
Ο Γκολντόνι που πέθανε στη Γαλλία αφού είχε γίνει persona non grata στη Βενετία, όπου άρχισε την καριέρα του, άφησε τον µάταιο τούτο κόσµο ακριβώς όταν η Γενική Συνέλευση της Επανάστασης έµπαινε στην αιµατηρή περίοδο της Τροµοκρατίας αλλά, συνάµα, αναγνωρίζοντας την κριτική του Γκολντόνι στα κοινωνικά ήθη τού είχε απονείµει τιµητική σύνταξη.
Οπως όλοι οι µεγάλοι του πνεύµατος, είχε συλλάβει µε τις ευαίσθητες κεραίες του την επερχόµενη αλλαγή. Η παρακµή της εµπορικής µονοκρατορίας στη θάλασσα της Βενετίας ήταν τα πρώτα σηµάδια µιας ανερχόµενης καινούργιας τάξης που στη Γαλλία πρώτα αντέδρασε διεκδικώντας το δικαίωµα να µετέχει στη νοµή της εξουσίας ανάλογα µε την παραγωγική της συνδροµή στη συσσώρευση του δηµοσίου πλούτου.
Οι βενετσιάνοι ήρωες της «Τριλογίας» είναι αστοί και µικροαστοί που µιµούνται τη χλιδάτη ζωή και τις συνήθειες της αριστοκρατίας του πλούτου. Παραγγέλνουν τη µόδα στο Παρίσι, ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα εισπράττουν, ζητούν έναν παρασιτικό βίο, συντηρούν και γιγαντώνουν την τοκογλυφία, αφού συνεχώς χρεώνονται για να παρακολουθήσουν τη µόδα και τις συνήθειες της τάξης που καταρρέει µεν αλλά είναι πάντα πρότυπο µίµησης.
Η «Τριλογία» είναι ένα γελοίο και συνάµα θλιβερό ρέκβιεµ για τον παραθερισµό, οι ετοιµασίες, η περίοδος της εξοχής και η επιστροφή.
Παραθερισµός ονοµάζεται αλλά επιδεικτισµός είναι: οι παραθεριστές αστοί και µικροαστοί, όπως και οι σηµερινοί, αλληλοτραπεζώνονται και χαρτοπαίζουν, κουτσοµπολεύουν, φλερτάρουν και οι γηραιότεροι χαµουρεύονται. Επίδοξοι γαµπροί, λυσσασµένες κυριούλες, σελέµηδες, ακόρεστες γριές που ψαρεύουν τεκνά και καινούργιοι υπηρέτες που ετοιµάζουν την µπάζα τους για να την κάνουν και να προσχωρήσουν στην άλλη τάξη φτιάχνοντας τη µικροαστική φωλίτσα τους. Ερωτικά πείσµατα, στρατηγικές και ναρκοπέδια του σεξ, αφελείς γονείς που µπερδεύουν τη στοργή µε τις παροχές, προικοθήρες νεανίσκοι, θρασύτατοι έφηβοι και προαγωγοί µητέρες. Ιδού το πανόραµα της προεπαναστατικής προσεχούς διαδόχου εξουσιαστικής τάξεως. Τι άλλαξε από τους θλιβερούς παραθεριστές του Γκολντόνι έως τους µικροαστούς του Γκόρκι εκατό χρόνια µετά και τους µικροαστούς του Καµπανέλλη, του Μουρσελά, του Μάτεσι και πριν του Ξενόπουλου και του Μελά; Τίποτε: τα αµάξια γίναν αυτοκίνητα, τα καπέλα περίτεχνες κοµµώσεις και τα τσεκίνια ευρώ. Οι ίδιες σαχλές κουβέντες, τα ίδια σκέρτσα, τα ίδια ερωτικά σαλιαρίσµατα, τα ίδια δάκρυα αρκεί να µη χαλάσει η µάσκαρα, οι ίδιες βουτιές στις πατρικές της νύφης καταθέσεις του επίδοξου γαµπρού. Ο,τι φάµε, ό,τι πιούµε, ό,τι...
Ο µεγάλος καινοτόµος του ευρωπαϊκού θεάτρου που παρέλαβε το θέατρο της µιµητικής συντεχνίας, της κοµέντια ντελ άρτε, το τυποποιηµένο και το ετοιµοπαράδοτο και εφηύρε τον σκηνικό πραγµατισµό, θέλετε να τον ορίσω ρεαλισµό, είναι ένας, ο πρώτος θεατρικός κοινωνιολόγος, αφού οι σκηνικές του παρατηρήσεις πάνω στα ήθη της παρακµάζουσας τάξης και της ανερχόµενης είναι ιδιοφυείς και τεκµηριωµένες µελέτες συµπεριφοράς συναρτήσει του κοινωνικού συµβολαίου και των οικονοµικών παραµέτρων του.
Ο Νίκος Μαστοράκης έστησε µία από τις πλέον στέρεες και σαφείς, ακριβείς και ευκρινείς παραστάσεις του. Κράτησε τον ρεαλιστικό πυρήνα της µικροµεγαλοαστικής σάτιρας και µε µικρές τελετουργικές νύξεις υπέµνησε τις οφειλές του Γκολντόνι στη θεατρική παράδοση που προηγήθηκε.
Η µετάφραση του Γιώργου ∆επάστα είχε µια έντονη θεατρική ρυθµολογία. Χωρίς να προδίδει τη θεατρικότητα, αποτύπωνε την καθηµερινότητα µιας λαλιάς που αρχίζει να γίνεται έκτοτε γλωσσικός κώδικας του ρεαλιστικού θεάτρου. Χωρίς τον Γκολντόνι δεν νοείται ο Κλάιστ και ο Γκόγκολ. Ο Παντελιδάκης οικοδόµησε µια σκηνική µηχανή που κατέφασκε στη θεατρικότητα και στην εναλλακτικότητα των σηµασµένων χώρων. Ο σκηνοθέτης, κύριος της σύλληψής του, σχεδίασε έξοχα κοστούµια και επιµελήθηκε τη µουσική που παίχτηκε µε ένα τσέµπαλο και µια κιθάρα που συνόδευσαν τα τραγούδια από ηθοποιούς. Ο Μπιρµπίλης φώτισε µε ευαισθησία και ο Φωκάς Ευαγγελινός χορογράφησε την κίνηση χωρίς να αλλοιώσει τον ρεαλιστικό πυρήνα. Ο Μαστοράκης αναδεικνύεται άλλη µια φορά σπουδαίος δάσκαλος κυρίως νέων ηθοποιών και κυρίαρχος στο ενιαίο ύφος µιας παράστασης.
Γκροτέσκα φιγούρα και τσαχπινιά
Το χιούµορ της Μάγιας Λυµπεροπούλου, η γκροτέσκα φιγούρα της Ανδρεαδάκη, η αφοπλιστική αλλά και πανούργα αφέλεια του Πιατά, η ελεγχόµενη λαϊκότητα του Χατζόπουλου, η τσαχπινιά της Παπαληγούρα, το έξοχο παρτσακλό που σχεδίασε η Κουρή και τον χαζοχαρούµενο νεανία που σκιτσάρισε ο Τσουρής. Ο Νίκος Ψαρράς έφτιαξε το πορτρέτο του φορτικού σελέµη και διαµεσολαβητή µε αδρές γραµµές. Οι δύο εραστές, ο εύθικτος και ο παθιασµένος, παίχτηκαν µε µαεστρία από τον Περλέγκα και τον Αλειφερόπουλο, και οι δύο ενζενί, η προσγειωµένη και απαιτητική από τη µια και η ερωτικά διχασµένη και ευέξαπτη αντίστοιχα, από τη στέρεη Κολιανδρή και τη συνεχώς εκπλήσσουσα για τις µεταµορφώσεις του ταλέντου της Εύη Σαουλίδου.
Παράσταση Ανθολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου