Αστειατόριον Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Ποια Μύκονος;
Όλο το νεοελληνικό μεταπολιτευτικό καρκατσουλιό της λαμογιάς του λεκανοπεδίου, των ψευδοστάρ, των πρωινατζούδων, των κωλοξέκωλων, του δικηγόρου-μοντελοπνίχτη, των αεριτζήδων με τις ρωμαϊκές βίλες και τις αδήλωτες πισίνες όπου έβρεχαν τα επαρχιακά ποδαράκια τους και των φτερωτών μπαρόβιων που δόξασαν τη Μύκονο με τα καμώματα και τις τιποτολογίες τους, καταρρέει θλιβερά.
Διαβάζω ότι βίλες 2,5 εκατ. ευρώ πωλούνται τώρα στην τιμή του ενός εκατ. και γενικώς υπάρχει φοβερό ξεπούλημα των πάντων, τώρα που αναγκάστηκαν να πληρώσουν φόρους, να ξεχρεώσουν εκείνα που χρωστούσαν επί χρόνια και να πάψουν τα ξεβράκωτα μεγαλεία εκείνων που πήγαιναν εκεί πέρα για να αλληλοθαυμάζουν το μεγαλείο τους απλωμένοι στις σεζλόνγκ, ενσαρκώνοντας συμπυκνωμένα την ημισκούμπρια ευδαιμονία της παρ’ αξίαν κονομησιάς και του ημιαυθαίρετου.
Κάποιοι ντόπιοι της πολεοδομίας έγιναν Κροίσοι, το τσιμέντο θριάμβευσε και τα κανάλια μάς τρέλαιναν διαρκώς με συνεχείς ανταποκρίσεις από τη Μύκονο για το τι μαγιό φορούσε η Μενεγάκη ενώ περνούσε ο Γιακουμάτος τρώγοντας μια τυρόπιτα.
Μας είχαν μουρλάνει τόσα χρόνια με τη Μύκονο. Και πέρα από φαιδρό και κακόγουστο, το θέαμα ήταν και προκλητικό για τους υποφέροντες μικρομεσαίους, που έβλεπαν τα κανάλια και ήξεραν πως οι περισσότεροι από κείνους που λεζαντάρουν εκεί είναι ύποπτοι και έωλοι και διαπλεκόμενοι και χαυνοφλύαροι κι αντί να κρύβονται έσπευδαν εκεί να φανούν, να είναι στο κεντρικό κάδρο, μην και χάσει η Βενετιά βελόνι.
Τώρα με την κρίση έσπασε κι αυτό το ψευδο-λαμπερό βιζούνι. Οι κατεργάρηδες θα γυρίσουν στον πάγκο τους, τα μαγαζιά θα ρίξουν τις τιμές τους, και τα νοίκια, όπως μαθαίνω, διώχνουν πολλούς - είχαν φτάσει σε αστρονομικά μεγέθη, μέσα στη γενικότερη φούσκα και αυταπάτη.
Η Μύκονος είχε γίνει το συμπυκνωμένο και συμβολικό επέκεινα της αθηναϊκής φενάκης. Ο ανθός της ελαφρολαϊκής και βαυκαλιζόμενης πρωτοπορίας των νεόπλουτων ένιωθε ότι πρέπει να πάει εκεί για να καταξιωθεί - αν δεν είχε σπίτι στη Μύκονο, ένιωθε σαν να κάνει Χριστούγεννα χωρίς έλατο. Ήθελαν να τους βλέπουν εκεί, κι αυτό ήταν τεκμήριο ταξικού προβιβασμού, συμμετοχής στο κεντρικό παιχνίδι και προβολής στα αφρώδη ΜΜΕ, που έκαναν σχεδόν καθημερινή ανταπόκριση για το πού άπλωσε την αρίδα της η κάθε Γκρέτα Γκάρμπο των Άνω Λιοσίων.
Το πράγμα ήταν βέβαια κιτς και χαζοχαρούμενο, Αλλά το οδυνηρό, απ’ την άλλη, ήταν ότι αναδείκνυε το πρόσωπο μιας ψευδεπίγραφης Ελλάδας, με μια μεγαλοαστική τάξη που της έλειπε κάθε σοβαρότητα και περισυλλογή και μετριοπάθεια, από κείνην που διαθέτουν τα παλιά λεφτά και οι όντως μορφωμένοι πλούσιοι. Σκεφτόσουν: αν αυτοί οι άνθρωποι είναι από πάνω, τότε κάτι δεν πάει καλά.
Και να τώρα που ήρθε η ώρα της κρίσης και πέφτουν ένα ένα τα πέπλα της Σαλώμης, και η ψείρα που είχε βγει στον γιακά τρέχει πανικόβλητη να κρυφτεί. Πάμε, μάλλον, σε μια νέα εποχή. Και σ’ αυτή την προοπτική ίσως και η Μύκονος να ξαναβρεί τον παλιό της καλό εαυτό, νέες ιεραρχίες, και να αποκτήσει άλλη, πιο ευγενή αίσθηση και έναν ακριβό τουρισμό, χωρίς τις φαιδρότητες και τα φτερά της γραφικής μεταπολίτευσης.
Κι ένα τραγουδι του Μάνου Χατζιδάκι για τη Μύκονο του περασμένου αιώνα
Ο Ροβινσών στη Μύκονο
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ρωμανός
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Ζωγράφος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ρωμανός
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Ζωγράφος
Στον εικοστό αιώνα, στη Μύκονο
είδα τον Ροβινσώνα με δίκαννο.
Με το παλιό στη πλάτη δισάκι του
μου θύμιζε γαλάτη του Τάκιτου.
Του γυρισμού κατάρτια στα πέλαγα
του θάμπωναν τα μάτια και γέλαγα.
Μα κείνος στον αγώνα, σαν ύαινα
κρατάει του Ποσειδώνα την τρίαινα.
Και δίνει και σε μένα τα κιάλια του
να βρω τα πεθαμένα τσακάλια του.
Στον εικοστό αιώνα, στη Μύκονο
είδα τον Ροβινσώνα με δίκαννο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου