Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18 Μαΐου 2011
Το αναποφάσιστο μίσος
Η πτώση του ηγεμόνα Καν ανακατεύεται με τη δολοφονία του 44χρονου, διασταυρώνεται με την οργή για τη (σχεδόν) δολοφονία του 31χρονου από τα ΜΑΤ, συγχέεται με τις μολότοφ, με τις μαχαιριές. Μια έντεχνη συμφόρηση βίας, ένας πληθωρισμός μπερδεμένου μίσους.
Υψηλή τέχνη χειραγώγησης, τέλεια πολιτική παράλυσης. Οι πολιτικές ελίτ, δέσμιες της αυτοσυντήρησης, ταΐζουν μια νέα ποιότητα πολέμου, μια τρομοκρατημένη λαϊκή ανυπομονησία. Είναι γεγονός ότι για πολλά χρόνια ο κόσμος σταδιακά γινόταν ανυπόμονος.
Δεν άντεχε την ανάπτυξη των αριθμών, ήθελε την ανάπτυξη των ηδονών. Ηθελε να βλέπει τις αλλαγές στη ζωή του κι όχι να ακούει γι' αυτές στο ραδιόφωνο. Δεν ήθελε δείκτες. Δέκτες τηλεόρασης ήθελε. Η τηλεόραση επέτεινε αυτή την αγωνία εμφάνισης κι όχι αφήγησης. Ο κόσμος έβλεπε κάτι που του κολάκευε τα ελαττώματα. Αυτή την πολιτιστική εντολή τη συγκεφαλαίωσε η πολιτική σκηνή, από το 1970 και μετά. Η μεταλλακτική πορεία από τις, έστω εξουσιαστικές, πολιτικές νεολαίες, στο La Hoya και στο Mercedes είχε ήδη αρχίσει. Ακόμα και ο μεταφυσικός ορθολογιστής Στέφανος Μάνος έδωσε, ως υπουργός του Μητσοτάκη, τις (εισαγόμενες) αμαξάρες 2.000 κυβικών οι οποίες αντικατέστησαν τα ταπεινά χιλιάρια.
Είπαν με τον τρόπο τους στον Ελληνα ότι προτεραιότητα είναι ο ναρκισσισμός της εποχούμενης κίνησης κι όχι η κίνηση προς τον άλλον, η πόλη ανθρώπινων σχέσεων και δικτύων. Η ιδεολογική εμμονή της ηδονοθηρικής, εκβιασμένης «ανάπτυξης» αποτέλεσε ακόμα μια πιο μαύρη «Δεξιά» από την προδικτατορική των Γκοτζαμάνηδων. Μια καταναλωτική «Δεξιά» που στέγαζε τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά. Μια υπερδεξιά-θόλος που αγκάλιαζε τη νεοσύστατη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ολοι επιθυμούσαν και όλοι μπορούσαν. Κι αυτό παρελήφθη από ολόκληρη την πολιτική ελίτ ως προεξάρχον. Τώρα, όχι αύριο. Τώρα αμάξι, τώρα απέραντα, αδούλευτα χρήματα, τώρα τζόγος, Παπαντωνίου και χρηματιστήριο και δάνειο και πλάγια οικονομία.
Η ιδεολογία του Αρμάνι και του Γκούτσι (το ενδυματολογικό τώρα) διέλυε σιγά σιγά τις ελληνικές βιοτεχνίες (το παραγωγικό πάντα). Η κατασκευή της υπερεικόνας ενός μεγαλομανούς ηλίθιου Νεοέλληνα που πάχαινε και απαιτούσε και ξαναπάχαινε, οδήγησε στον πολιτισμό των «ντελικατέσεν» κι όχι στην παραγωγή προϊόντων της ελληνικής γης. Μετέβαλε ακόμα και το σούπερ μάρκετ σε shopping therapy, έχωσε τα αντικαταθλιπτικά στο μανάβικο. Κι αυτό προσάρμοσε όλη την πολιτική γλώσσα, όλες τις κομματικές εκφωνήσεις. Τις προσάρτησε πίσω από μια απίθανη κολακεία κάθε ρωμαϊκού ξελιγώματος.
Τα τελευταία 30 χρόνια δεν υπήρξε αίτημα που να μην είναι δίκαιο, ανάγκη που να μην είναι πάγια και διαρκής, επιθυμία που να μην είναι εύλογη. Η άγαρμπη εκκοσμίκευση και η απολίτικη εγωτική βιασύνη διέστρεψαν όλη την πυκνότητα του 20ού αιώνα: τη μόρφωση, την εθνικοανεξαρτησιακή πραγμάτωση, τον αριστερό ουμανισμό, τα ηρωικά και δημοκρατικά πρότυπα, το ιδανικό της εργασίας. Πίσω από τη φούσκα τού «ναι» σε κάθε χοντρή απαίτηση κρύφτηκε η απόλυτη δουλεία σε μια ασπόνδυλη ευρωπαϊκή αναγωγή. Σήμερα καταστρέφονται και η πραγματική δικαιοσύνη, η αληθινή ανάγκη και τα κοινωνικά αποθέματα.
Οι σχέσεις αλληλεγγύης έχουν τεζάρει πίσω από την ψόφια απόληξη της εθνικής εγωπάθειας και δουλείας. Γεννημένοι και μεγαλωμένοι γιοι και κόρες πέρασαν από την οικογένεια στο κόμμα, από το κόμμα στην εξουσία, από την εξουσία στο σφετερισμό του κοινού αγαθού. Οχι παιδιά γονιών αλλά κλώνοι γονέων. Μια εθνική «Ντόλι», αυτοαναπαραγωγή, που κλείνει τη χώρα στους ίδιους τους κατοίκους της. Το ανίκανο και βουλιμικό εγώ θέλει να βγάλει τη χώρα από την κρίση! Σπίτι λοιπόν, ανακουφισμένη χαιρεκακία για όποιον άλλον βλάπτεται, σχεδιασμένη βύθιση, κοστολογημένο τέλος. Η χώρα κοιτάζει μέσα από τις γρίλιες, μελαγχολικά και αναποφάσιστα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου