...Έκανε πάντα το δικό της. Δεν καταλάβαινε Χριστό από τα "μη", τα "δεν πρέπει" και το "τι θα πει ο κόσμος". Αλλόκοτο πλάσμα! Η τύχη το έφερε να μην έχω αυτό που λέμε μια συνηθισμένη γιαγιά. Αν και ακόμα δεν έχω καταφέρει να μάθω τι πάει να πει "συνηθισμένος άνθρωπος".
Κάθε που άκουγε κάποιον να λέει "Ντροπή! Τι θα πει ο κόσμος;" ή "Πρόσεχε να μη δίνεις δικαιώματα" ή "Να είσαι μελετηρή σαν την Ιωάννα", "Γλυκομίλητη σαν την Κική", "Υπάκουη σαν την Χρυσάνθη", αυτό ιδίως το τελευταίο, αυτό το "σαν", την εξόργιζε. Θηρίο την έκανε.
"Φτάνει πια με τα "μη" και τα "σαν"! Νισάφι! Κλείνε τα αυτιά σου μικρό μου, σε όλες αυτές τις σαχλαμάρες. Αλλιώς, θα είναι σαν να φοράς ρούχα στενά, ακόμα και όταν κοιμάσαι".
"Και γιατί να θέλει κάποιος τα ρούχα τα στενά;"
"Γιατί έτσι έχει μάθει. Είναι πιο εύκολο. Πιο βολικό. Με κατάλαβες;"
Πολλά ήταν τα πράγματα που αγνοούσα. Να νιώθεις δίχως σώνει και καλά να καταλαβαίνεις. Ήταν το γνώρισμα εκείνης της εποχής.
"Σαντιγί μου, έλα εδώ".
Στο τέλος, όσο κι αν μου έσπαγε τα νεύρα με κατάφερνε. Έπεφτα στην αγκαλιά της κι όλα τα ξεχνούσα. Να ενδίδω στις επιθυμίες μου. Όποιες κι αν είναι. Όσο καλά κρυμμένες κι αν είναι μέσα μου. Να τις φροντίζω δίχως να τους γυρίζω με φόβο ή με περιφρόνηση την πλάτη. Αυτό ήθελε η γιαγιά μου. Το αναπάντεχο φως που κρύβεται μέσα στη σκοτεινιά. Να θέλω, να λαχταρώ. Με δύναμη, με επιμονή, ακόμα και με μανία. Να μη φοβάμαι τα "θέλω". Να φέρομαι με ευγένεια στις μανίες μου. Η απόλαυση μαζί της μ' έκανε να αφήνω πίσω ενοχές κι ενδοιασμούς. Είχε το μαγικό γιατρικό, σου λέω, κι ας μην μπορούσα τότε να το καταλάβω ολότελα.
"Γλυκιά μου σαντιγί! Λενάκι μου!
Όταν έλειπε, ξέρεις από που καταλάβαινα ότι, όπου να 'ναι θα φανεί; Άλλαζε η ατμόσφαιρα, αλήθεια σου λέω, κάτι γινόταν κι ο αέρας που αναπνέαμε, οι μυρωδιές, όλα, μα όλα μονομιάς γίνονταν αλλιώς. Μ' έβλεπα στα μάτια της κι έλεγα: "Καλό είναι αυτό που βλέπω", ησύχαζα κι αγαπούσα αυτό που έβλεπα, κι έτσι έμαθα να με αγαπώ. Και δεν είναι εύκολο. Μα καθόλου εύκολο. Σε διαβεβαιώ. Αγγίζει τα όρια του απαγορευμένου. Καμιά σχέση με ό,τι έχεις μέχρι τώρα γνωρίσει. Με όλα αυτά τα μάτια που δεν αγκαλιάζουν, τα μετρημένα κι επιφυλακτικά. Με όρους μόνο και με προϋποθέσεις να σου παραχωρούν το χάδι, μια χειρονομία, ένα φιλί. Άνθρωποι σκυθρωποί ακόμα κι όταν χαίρονται. Σαν να πενθούν ακόμα και όταν δεν έχουν χάσει κανέναν δικό τους. Και καλά να είσαι μεγάλος, εδώ μικρά παιδιά κι είναι έτσι. Τρέμουν μη και δώσουν κάτι παραπάνω από το μέσα τους. Γέροι προτού καλά καλά πάνε σχολείο. Φυλακισμένοι μέσα στο "σαν" και τα "μην". Λειψές ζωές. Κομματιασμένες. Με όρους να ζουν. Ν' αγαπούν με όρους, να χαίρονται, να θλίβονται με όρους. Κι έτσι μόνο ένας θάνατος τους μένει που να είναι ανεπιφύλακτος. Εκείνη όμως διάλεξε την ανεπιφύλακτη ζωή και μιαν άλλη, παράξενη σχέση με τα πράγματα. Έλεγες πως δεν υπάρχει αυτό που εμείς λέμε "χρόνος" και πως όλα για πάντα θα είναι όπως είναι. Φθορά; Απώλεια; Αστεία πράγματα. Το μυστικό της; Να σου το φανερώσω. "Η σκέψη είναι μαγική", έλεγε. "Ό,τι δεν συλλογίζεσαι είναι σαν να μην υπάρχει". Κι ό,τι καταφέρεις να συλλογιστείς, ό,τι με δύναμη λαχταρήσεις, αυτό, πίστεψέ με, κάποτε θα το συναντήσεις. Τι να φοβηθείς λοιπόν; Το χρόνο; "Ο χρόνος αρνείται τους νόμους που επιβάλλει ο φόβος". Μα, ναι, σου λέω! Ήταν πέραν του φόβου η γιαγιά μου! Όχι, δεν υπερβάλλω. Άκουσέ με. Έχω ανάγκη να με πιστέψεις...
"Φτάνει πια με τα "μη" και τα "σαν"! Νισάφι! Κλείνε τα αυτιά σου μικρό μου, σε όλες αυτές τις σαχλαμάρες. Αλλιώς, θα είναι σαν να φοράς ρούχα στενά, ακόμα και όταν κοιμάσαι".
"Και γιατί να θέλει κάποιος τα ρούχα τα στενά;"
"Γιατί έτσι έχει μάθει. Είναι πιο εύκολο. Πιο βολικό. Με κατάλαβες;"
Πολλά ήταν τα πράγματα που αγνοούσα. Να νιώθεις δίχως σώνει και καλά να καταλαβαίνεις. Ήταν το γνώρισμα εκείνης της εποχής.
"Σαντιγί μου, έλα εδώ".
Στο τέλος, όσο κι αν μου έσπαγε τα νεύρα με κατάφερνε. Έπεφτα στην αγκαλιά της κι όλα τα ξεχνούσα. Να ενδίδω στις επιθυμίες μου. Όποιες κι αν είναι. Όσο καλά κρυμμένες κι αν είναι μέσα μου. Να τις φροντίζω δίχως να τους γυρίζω με φόβο ή με περιφρόνηση την πλάτη. Αυτό ήθελε η γιαγιά μου. Το αναπάντεχο φως που κρύβεται μέσα στη σκοτεινιά. Να θέλω, να λαχταρώ. Με δύναμη, με επιμονή, ακόμα και με μανία. Να μη φοβάμαι τα "θέλω". Να φέρομαι με ευγένεια στις μανίες μου. Η απόλαυση μαζί της μ' έκανε να αφήνω πίσω ενοχές κι ενδοιασμούς. Είχε το μαγικό γιατρικό, σου λέω, κι ας μην μπορούσα τότε να το καταλάβω ολότελα.
"Γλυκιά μου σαντιγί! Λενάκι μου!
Όταν έλειπε, ξέρεις από που καταλάβαινα ότι, όπου να 'ναι θα φανεί; Άλλαζε η ατμόσφαιρα, αλήθεια σου λέω, κάτι γινόταν κι ο αέρας που αναπνέαμε, οι μυρωδιές, όλα, μα όλα μονομιάς γίνονταν αλλιώς. Μ' έβλεπα στα μάτια της κι έλεγα: "Καλό είναι αυτό που βλέπω", ησύχαζα κι αγαπούσα αυτό που έβλεπα, κι έτσι έμαθα να με αγαπώ. Και δεν είναι εύκολο. Μα καθόλου εύκολο. Σε διαβεβαιώ. Αγγίζει τα όρια του απαγορευμένου. Καμιά σχέση με ό,τι έχεις μέχρι τώρα γνωρίσει. Με όλα αυτά τα μάτια που δεν αγκαλιάζουν, τα μετρημένα κι επιφυλακτικά. Με όρους μόνο και με προϋποθέσεις να σου παραχωρούν το χάδι, μια χειρονομία, ένα φιλί. Άνθρωποι σκυθρωποί ακόμα κι όταν χαίρονται. Σαν να πενθούν ακόμα και όταν δεν έχουν χάσει κανέναν δικό τους. Και καλά να είσαι μεγάλος, εδώ μικρά παιδιά κι είναι έτσι. Τρέμουν μη και δώσουν κάτι παραπάνω από το μέσα τους. Γέροι προτού καλά καλά πάνε σχολείο. Φυλακισμένοι μέσα στο "σαν" και τα "μην". Λειψές ζωές. Κομματιασμένες. Με όρους να ζουν. Ν' αγαπούν με όρους, να χαίρονται, να θλίβονται με όρους. Κι έτσι μόνο ένας θάνατος τους μένει που να είναι ανεπιφύλακτος. Εκείνη όμως διάλεξε την ανεπιφύλακτη ζωή και μιαν άλλη, παράξενη σχέση με τα πράγματα. Έλεγες πως δεν υπάρχει αυτό που εμείς λέμε "χρόνος" και πως όλα για πάντα θα είναι όπως είναι. Φθορά; Απώλεια; Αστεία πράγματα. Το μυστικό της; Να σου το φανερώσω. "Η σκέψη είναι μαγική", έλεγε. "Ό,τι δεν συλλογίζεσαι είναι σαν να μην υπάρχει". Κι ό,τι καταφέρεις να συλλογιστείς, ό,τι με δύναμη λαχταρήσεις, αυτό, πίστεψέ με, κάποτε θα το συναντήσεις. Τι να φοβηθείς λοιπόν; Το χρόνο; "Ο χρόνος αρνείται τους νόμους που επιβάλλει ο φόβος". Μα, ναι, σου λέω! Ήταν πέραν του φόβου η γιαγιά μου! Όχι, δεν υπερβάλλω. Άκουσέ με. Έχω ανάγκη να με πιστέψεις...
- Από τη νουβέλα της Φωτεινής Τσαλίκογλου "Όλα τα Ναι του Κόσμου" (εκδόσεις Καστανιώτη, 4η έκδοση, πρωτοεκδοθέν το 2008)
1 σχόλιο:
Γιατί αξίζει αυτό το βιβλίο; Προφανώς για το γάργαρο λόγο του εμπλουτισμένο με όμορφες συμβουλές που έδινε η γιαγιά στην εγγονή της, Ελένη. Συμβουλές για κάθε στιγμή της ζωής από τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς (όχι στα μη και στα πρέπει, ναι στις επιθυμίες ), μέχρι τον έρωτα και το θάνατο. Ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσει κανείς την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου είναι να κρατήσει τις καλές αναμνήσεις και να αφήσει ένα αντικείμενο στη θάλασσα ή στον ουρανό, στο οποίο θα κλείσει σκέψεις, φωτογραφίες, γράμματα. Αυτό νομίζω συμβολίζει η εμβόλιμη ιστορία με το παιδί και το μπαλόνι. Μια εξαιρετική νουβέλα με ψυχολογικές προεκτάσεις. Ένα εγχειρίδιο με τρόπους απεμπλοκής από τη λύπη. "Κι όσο είσαι μέσα στη γιορτή τόσο η στεναχώρια αργοπορεί."
Δημοσίευση σχολίου