(απόσπασμα)
Τον ξέρω αυτό τον τόπο,
ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.
Έχουν αλλάξει όλα
κάτω απ' τον ίδιο ουρανό.
Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι,
άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.
Ας ξαναπεράσουν όλα
στην πράσινη βουβή αγκαλιά.
Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω
το καπάκι τ' ουρανού που κλείνει.
Σ' αυτή την κιβωτό
είμαι το είδος δίχως ταίρι.
Από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989 -
- από το Ποιητικό Ανθολόγιο της Κυριακάτικης Αυγής 29/8/10 με ανθολόγο
τον Αντώνη Γκάντζη
Από το αγαπησιάρικο βιβλιαράκι του Αντώνη Γκάντζη
"Το σπίτι της Σοφίας" (εκδόσεις Αρμός, 2010)
Με χτυποκάρδι εγκαταλείπω βιαστικά τη θέση μου, ανεβαίνω τα τέσσερα σκαλοπάτια της ημικυκλικής βεράντας αριστερά και πατώ επίμονα το κουδούνι, για να μ' ακούσουν. Τι παράξενο, - μ' αυτή μου την κίνηση, μουσικές, τρομπέτες, ροκάνες σταματούν. Τα πάντα βυθίζονται σε μια ξαφνική, ανυπολόγιστη, για μένα, σιωπή! Σαν κάποιοι να παίζουν κρυφτό μαζί μου...
Περιμένω αρκετή ώρα. Κάποτε, από το βάθος του ακίνητου χρόνου έρχεται η Σοφία - όπως θα 'ρχεται πάντα κι εγώ το ίδιο κουδούνι θα χτυπώ - να μου ανοίξει. Μια παλλόμενη, πρώτα, κοντή σκιούλα, που σαλεύει στο σαγρέ κρύσταλλο της σιδερένιας εξώθυρας / ύστερα, το δειλό άνοιγμα (λίγους πόντους) του τζαμόφυλλου κι η προσπάθεια να με αναγνωρίσει με το ένα μάτι της πια (το άλλο από καιρό σβησμένο) πίσω από τα περίτεχνα κάγκελλα.
"Αντώνη, Αντώνη μου!", αναφωνεί τ' όνομά μου με τον μοναδικό τρόπο που αυτή ξέρει να με λέει, η πόρτα ξεκλειδώνει κι ο δρόμος ελευθερώνεται για την αμοιβαία αγκαλιά μας.
Σκύβω ευλαβικά να φθάσω το ύψος της ψυχής της και εισέρχομαι - όπως σε ναΐσκο χαμηλόθυρο - στον κόσμο που χρόνια τώρα έφτιαχνε για μας να παίρνουμε κουράγιο, αφού διαταρασσόταν πάντα η οικουμένη: πλανήτες, ηλιακά συστήματα χάνονταν εκεί έξω κι άλλα ξεπηδούσαν, όμως εκείνη με την αγάπη της και τον Θεό τα έλεγχε, κάστρο το 'χε το σπίτι στις αστρικές θύελλες, ανάλλαχτο στις αλλαγές, έτσι που να βρίσκεις σε καθημερινές ή σχόλες το απάγκιο, εκεί που ονοματισμένα, ασφαλή στέκουν τα μικρά πράγματα ακόμα (ένα καντήλι αναμμένο στο εικονοστάσι, το καρβέλι τυλιγμένο στην πετσέτα) και η καρδιά δεν τρομάζει στις επάνω τρικυμίες, δεν χάνει την πυξίδα της...
Η Σοφία με κοιτάζει τώρα χαρούμενη. "Λοιπόν, να ξέρεις, σήμερα σε μελετούσα. Τσικνοπέμπτη, βλέπεις, αλλά μας άργησες εφέτος. Φύγαν όλοι πριν από λίγο, μα δεν πειράζει, πέρασε να σου βάλω κάτι να φας", μου λέει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου