«Do you love me?» ξελαρυγγιαζόταν η κοπέλα δίπλα μου. Θα ‘πρεπε μάλλον να πω «γυναίκα», ήταν όμως αδύνατη κι έτσι όπως την παρασέρνανε τ’ άλλα κορμιά στο σπρώξιμό τους έμοιαζε κυριολεκτικά κλαδί στον άνεμο. Ποιον άνεμο; Στην καταιγίδα. Φούσκωναν οι φλέβες στο λαιμό της, άνοιγε το στόμα της διάπλατα και φεύγανε οι λέξεις σαν πεισμωμένες ριπές, πολύ αδύνατες για να φτάσουν στο στόχο τους, για να υψωθούν πάνω από τις ριπές των υπολοίπων. Σε μένα βέβαια φτάνανε. Μόνο που εγώ δεν ήμουνα ο στόχος τους. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Ο Nick Cave δεν τραγούδησε τελικά το κομμάτι της. Ήταν η δεύτερη ή η τρίτη φορά που τον άκουγα ζωντανά; Προσπάθησα να θυμηθώ πού τον είχα πρωτοδεί. Να ήταν στο «Ρόδον»; Γιατί θυμάμαι όμως ένα στάδιο; Γιατί στα σαράντα μου όλες οι αναμνήσεις, όταν τις καλώ, κρύβονται σαν μαθήτριες που κατεβάζουν το χέρι, μόλις στρέψει πάνω τους το βλέμμα ο δάσκαλος; Η κοπέλα-κλαδί ήταν δασκάλα. Έτσι μου είπε, καθώς κατεβαίναμε απ’ το Λυκαβηττό. Φορούσε κάτι σανδάλια που είχαν ραμμένα πάνω τους μια αλυσιδίτσα κι όσο προχωρούσαμε κουδούνιζαν ρυθμικά. Την έλεγαν Σέβη. Από το Σεβαστιανή. Ωραίο όνομα, της είπα, καθώς το φανταζόμουν να σφυρίζει σα βίτσα στον αέρα.
Κάποτε με είχε χτυπήσει ένας δάσκαλος με βίτσα στην παλάμη. Προσπάθησα τη στιγμή του χτυπήματος να έχω την παλάμη τεντωμένη, δεν ξέρω γιατί. Τον δάσκαλο τον έλεγαν κύριο Μαραγκό. Ελπίζω να έχει μαραγκιάσει σαν σύκο. Εσένα πώς σε λένε, με ρώτησε η Σέβη. Δεν σου λέω, της είπα κι ένιωσα πως εκείνη τέντωσε την παλάμη της όσο μπορούσε.
Όλο το κορμί της ήταν τεντωμένο στο πρώτο μας φιλί. Την είχα σπρώξει πίσω από ένα δέντρο, στη μέση της διαδρομής κι αυτή έσπρωχνε τη κοιλιά της προς εμένα σαν τόξο. Η γλώσσα μου μέσα στο στόμα της άγγιξε κάτι μεταλλικό. Φοράω σιδεράκια, βιάστηκε να μου δικαιολογηθεί. Ό,τι δεν έκανα στα νιάτα μου, το κάνω τώρα που γέρασα. Δεν γέρασες, της είπα, πόσων χρόνων είσαι; Δεν σου λέω, πήρε τη μικρή της εκδίκηση. Αν και ήταν κάπως αργά.
Είχαμε κόψει δρόμο από ένα μονοπάτι που έβγαζε στον περιφερειακό από τη μεριά της Νεάπολης. Η Σέβη έμενε στη Δαφνομήλη. Μου είπε πως πριν από λίγες μέρες είχαν βιάσει μια κοπέλα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι λίγο πιο κάτω. Πρόσεξα πως είχε βρει έναν τρόπο να μιλάει χαμηλώνοντας το πάνω της χείλι έτσι ώστε να μη φαίνονται τα σιδεράκια. Μετά προσπάθησαν να της βάλουν φωτιά, μου είπε. Ειλικρινά δεν ήξερα τι περίμενε από μένα. Έβαλα το χέρι μου στη μέση της και την ένιωθα πως λικνιζόταν όσο προχωρούσαμε.
Όταν μπήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας της, προσπάθησα να τη γδύσω. Με τράβηξε και κατεβήκαμε μια σκάλα που έβγαζε στο κλιμακοστάσιο. Μύριζε ελαφρά σαν πετρέλαιο και κάτι άλλο ξινό. Ίσως ούρα από γάτα. Νιαούρισε, της είπα καθώς έμπαινα μέσα της. Το έκανε. Κι άλλο. Πιο δυνατά. Κύρτωσε την ράχη σου. Είσαι ένα αδύναμο ζώο στο έλεος των περαστικών. Έτσι της είπα. Βέβαια το ήξερε. Η ταπείνωση έχασκε κι έλαμπε μέσα της σαν κατακόκκινη πληγή που ζητάει να την ξύσεις. Την έξυσα όσο μπορούσα κι εγώ με τα νύχια μου.
Το μήνα που ακολούθησε την έβλεπα κάθε μέρα. Συχνά την έβλεπα και νύχτα. Εννοώ, την ώρα που κοιμόταν. Υπέθετα, δεν ξέρω γιατί, πως θα είχε δυσκολία στον ύπνο, όμως αυτή αποκοιμιόταν με το που ακουμπούσε το μάγουλό της στο μαξιλάρι. Μετά από λίγο άρχιζε να τρίζει απειλητικά τα δόντια της. Έκανε σα σκύλος που προσπαθεί να φυλάξει το αφεντικό του από κάποιον πιθανό εισβολέα. Μπορεί βέβαια και να έφταιγε που έπινε πολύ.
Η Σέβη έλεγε πως εγώ την έκανα να πίνει. Γιατί; Την ρώτησα. Επειδή δεν μου λες τ’ όνομά σου. Νομίζεις πως παίζουμε στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», έλεγε και κατέβαζε το ένα Αβάνα Κλουμπ μετά το άλλο. Εμένα η λέξη «κλουμπ» μου θύμιζε «γκλουκ», τον ήχο της γουλιάς που κατεβαίνει στο λαιμό κι όταν το παράγγελνε, γέλαγα.
Ένα βράδυ την έβαλα να μου χορέψει. Ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένη και δεν κατέβαλλε ιδιαίτερες προσπάθειες να κρύψει τα σιδεράκια της όταν μιλούσε. Κάτι που δεν σας είπα ακόμη, μολονότι αυτό πιο πολύ απ’ όλα με συγκινούσε πάνω της, είναι ο τρόπος που μιλούσε. Η Σέβη μιλούσε ακατάσχετα χωρίς όμως να θυμίζει ο λόγος της φλυαρία, μια που δεν είχε τίποτε ελαφρύ ή περιττό. Αυτή η κοπέλα μιλούσε λες κι αύριο επρόκειτο να πεθάνει και δεν θα προλάβαινε να πει αυτά που ήθελε. Εκείνο το βράδυ μου έλεγε πως, όταν ήταν μικρή, είχε στην τσάντα της μια φωτογραφία ενός ζευγαριού για το οποίο διέδιδε πως ήταν οι γονείς της, μια που τους δικούς της γονείς τους περιφρονούσε και τους λυπόταν. «Καλά» της είπα. «Βάλε ένα τραγούδι και χόρεψέ μου».
Έβαλε το «Do you love me?» του Nick Cave. Άρχισε να χορεύει μ’ ένα μείγμα συστολής και μανίας, συσπώντας το πρόσωπο και το σώμα της με τρόπο που μ’ έκανε να λυγίσω για λίγο. Ήμουν έτοιμος να της αποκαλύψω τ’ όνομά μου όταν, παρασέρνοντας έπιπλα και γκρεμίζοντας διάφορα αντικείμενα στο πέρασμά της, ήρθε πάνω απ’ την καρέκλα όπου καθόμουν. «Do you love me?» φώναξε το ρεφρέν στο πρόσωπό μου, που εκείνη τη στιγμή πάγωσε.
«Μ’ αγαπάς;» είχα ακούσει μια φωνή πίσω μου. Ήμουν στο σινεμά «Όπερα» κι ετοιμαζόμουν να δω την ομώνυμη ταινία του Πανουσόπουλου. Γύρισα και την είδα. Την έλεγαν Άννα, εγώ όμως για πολλά χρόνια τη φώναζα ΑΜΜΑ, Αυτού Μεγαλειότης Μεγάλη Αγάπη μου. «Φυσικά», της είχα απαντήσει τότε, αν και τίποτα το φυσικό δεν υπάρχει στην αγάπη.
«Do you love me?» είχε καθήσει τώρα στα γόνατά μου η Σέβη λικνίζοντας το σώμα-κλαδί πάνω μου. Τη σήκωσα και την τράβηξα έξω από το διαμέρισμα. Μ’ ακολούθησε στην ταράτσα. Ήταν Αύγουστος και το τσιμέντο έκαιγε ακόμα απ’ τη ζέστη της μέρας. Της έσφιξα τα μπράτσα καθηλώνοντάς την από κάτω μου. Καθώς κάναμε έρωτα, φώναζε πως τριβόταν η πλάτη της σε κάτι εξογκώματα, πως πονούσε. «Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο» της είπα κρατώντας την καθηλωμένη στο ίδιο σημείο. Εκείνη έβαλε τα κλάματα. «Σ’ αγαπώ» μου είπε. Αν κι εγώ δεν εννοούσα αυτό.
Το πρωί ξυπνήσαμε από το κλειδί που γύριζε στην πόρτα. Ένας άντρας γύρω στα εβδομήντα πέντε μπήκε μέσα στο σαλόνι. Μας είχε πάρει ο ύπνος στο πάτωμα, ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια και γεμάτα τασάκια. Έτσι όπως σηκώθηκε η Σέβη, μπόρεσα να διακρίνω χαμηλά στην σπονδυλική της στήλη το σημάδι απ’ το τρίψιμο στο τσιμέντο. Τι κάνεις εδώ, μπαμπά; Είπε προσπαθώντας να σκεπάσει το σώμα της. Πέρασα απ’ το σχολείο, δεν ήσουν εκεί, ούτε που ειδοποίησες, είπε εκείνος. Για λίγο την κοίταξε με έναν τρόπο που κατάλαβα ότι αυτός ήταν που την περιφρονούσε και την λυπόταν. Μετά έφυγε.
Τις επόμενες εβδομάδες η Σέβη ζητούσε να της πω πως την αγαπώ. Στην αρχή έμμεσα, λέγοντάς το η ίδια και περιμένοντας να ανταποδώσω. Εγώ ήξερα πως αν ανταπέδιδα, θα τη διέλυα. Αντί για το σ’ αγαπώ, της έδωσα – για να κερδίσω χρόνο – τ’ όνομά μου. Τώρα δεν το ήθελε. Δεν με νοιάζει πώς σε λένε. Αρκεί να μ’ αγαπάς, κουλουριαζόταν στην αγκαλιά μου, ικέτευε, φώναζε, κλωτσούσε. Πες το. Γιατί δεν μπορείς να το πεις;
Συνεχίσαμε να βλεπόμαστε. Εκείνη αδυνάτιζε όλο και πιο πολύ, έτσι που, όταν μπήκε ο χειμώνας, πιο πολύ κι από κλαδί δέντρου θα ‘λεγες πως έμοιαζε με το έντομο «κλαδί». Αν το δεις πάνω σε δέντρο, δεν το ξεχωρίζεις. Σκέφτηκα μήπως η αδυναμία της ήταν κι αυτή ένας τρόπος αυτοπροστασίας. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Ας πούμε, όπως όταν κάποιος μειώνει τον όγκο του ώστε να ελαχιστοποιηθεί ως στόχος για χτυπήματα. Απ’ την άλλη, βέβαια, λάτρευε να την χτυπώ. Το μόνο όπλο που δεν τόλμησα να χρησιμοποιήσω εναντίον της ήταν αυτές οι δυο λέξεις: Σ’ αγαπώ. Την τελευταία φορά που μου ζήτησε να τις ακούσει ήταν Δεκέμβρης. Ήμασταν όπως πάντα στο σπίτι της κι είχαμε ανάψει το τζάκι. Η θέρμανση δε λειτουργούσε κι έτσι κοντά που καθόμασταν στη φωτιά το στήθος μου έκαιγε, ενώ η πλάτη μου είχε παγώσει. Είχαμε μόνο ένα κούτσουρο και στο τέλος έσβησε κι αυτό. Κάτω από τη σχάρα είχε σχηματιστεί ένα μικρό βουναλάκι στάχτες από προηγούμενες φωτιές. Πήρα με τη φούχτα μου λίγη και την πασάλειψα στα μπούτια της Σέβης. Φορούσε μια μακριά φούστα κι από μέσα τα πόδια της ήταν γυμνά. Είσαι η Σταχτοπούτα, της είπα κι εκείνη γέλασε. Μετά της είπα να αλείψει με στάχτη το πρόσωπό της. Αυτό που την έκανε μοναδική ήταν πως ποτέ δεν ρωτούσε γιατί. Μπορούσα να της ζητήσω οτιδήποτε. Είσαι η μαύρη υπηρέτρια της Σέβης, της είπα, και τώρα θα την απατήσω μαζί σου. Για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρος πως δεν θα υπερασπιζόταν τον εαυτό της αλλά το ρόλο της. Δεν έπεσα έξω. Ο έρωτας άλλωστε είναι δούλος της στιγμής, όχι της αιωνιότητας.
Καθώς έφευγα απ’ το σπίτι, η Σέβη βγήκε στο παράθυρο. «Do you love me?» μου φώναξε. Είχε ακόμα στάχτες στο πρόσωπο και στο στήθος. Έμοιαζε λίγο με πίνακα, με την Ιουλιέττα ίσως, ζωγραφισμένη με κάρβουνο. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Συνέχισα να περπατάω. Πριν στρίψω στη γωνία γύρισα τελευταία φορά να τη δω. Είχε φύγει απ’ το κάδρο του παραθύρου. Αμέσως σχεδόν ξαναφάνηκε. Είχε πάρει το οινόπνευμα και τα μεγάλα σπίρτα για το τζάκι. Αφού περιέλουσε τις κουρτίνες, τους έβαλε φωτιά. Σε λίγα δευτερόλεπτα έμοιαζαν με φλεγόμενα μαλλιά που ανεμίζουν. Πήρα τηλέφωνο την Πυροσβεστική κι εξαφανίστηκα.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τη Σέβη. Νομίζω πως δεν έπαθε τίποτα. Θα το έδειχναν στις ειδήσεις, φαντάζομαι. Θα το μάθαινα. Πήρα κι εφημερίδα την επόμενη μέρα. Τίποτα.
Μετά από μερικούς μήνες νόμισα για μια στιγμή πως την ξαναείδα. Είχα πάει σε μια παρουσίαση βιβλίου και, πριν αρχίσει η εκδήλωση, σαν να την πήρε το μάτι μου να μοιράζει στο κοινό κάτι χαρτάκια. Η Σέβη πήγαινε συχνά σε παρουσιάσεις βιβλίων κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής, ίσως είχα βρεθεί εκεί γυρεύοντας να τη δω όμως, δεν ήταν αυτή. Η γυναίκα που μοίραζε χαρτάκια ήταν εξίσου λεπτή, όμως είχε κάτι από λάστιχο. Σίγουρα δεν άφηνε περιθώρια να τη σπάσεις ή να την κάψεις, σαν τη δική μου, τη γυναίκα-κλαδί. Μετά, η λαστιχένια γυναίκα άρχισε να προλογίζει την εκδήλωση. Δεν πρόσεξα τι έλεγε γιατί την προσοχή μου τράβηξε το χαρτάκι που τελικά είχε φτάσει και στα χέρια μου. Ήταν οι στίχοι από ένα τραγούδι μιας Joanna Newsom κι έλεγαν:
Stand here and name
the one you loved,
beneath the drifting ashes,
and, in naming,
rise above time
as it, flashing, passes.
Πήγα προς την έξοδο. Δάκρυα είχαν ανέβει στα μάτια μου κι όπως κύλησαν παρέσυραν την εικόνα της Σέβης σαν σκουπιδάκι που γλίστρησε και χάθηκε και δεν την ξανασκέφτηκα ποτέ πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου