ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΣ «ΕΙΜΑΙ ΝΕΚΡΗ»
ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΕΓΩ ΠΛΗΣΙΑΖΑ, ΠΑΝΤΟΤΕ χαμηλώνανε τη φωνή. Τι λέγανε έτσι ψιθυριστά η γιαγιά με τον πατέρα, ο πατέρας με την Ελπίδα και το θείο Ιωάννη; Γιατί εγώ δεν έκανε ν’ ακούω; Όταν με άκουγαν να έρχομαι, «Σσσ…Σσσ…» έλεγαν όλο. Ακόμα και η Γεωργία έτσι έκανε.
Καμιά φορά μέσα στην κάμαρα μιλούσανε ο πατέρας με τη μητέρα. Κολλούσα τ’ αυτί μου στον τοίχο μπας και μπορέσω ν’ ακούσω καθαρά, όπως τότε που εκείνη έλεγε: «Αβραάμ, εγώ φταίω για όλα, εγώ φταίω». «Έλα τώρα, Ανθή, ησύχασε. Είσαι κουρασμένη», απαντούσε εκείνος. Κι εκείνη έλεγε ξανά: «Εγώ φταίω για όλα». Κι έπειτα δυσκολευόμουνα να ακούσω άλλο. Και πιο πολύ κολλούσα το αυτί μου στον τοίχο. Τόσο σφιχτά που με πονούσε. Κι αν ο τοίχος ήταν από πλαστελίνη, θα ξεπατικωνότανε εκεί το αυτί μου. Όμως η φωνή τους, αντί να δυναμώνει, γινότανε όλο και πιο σιγανή. Και κάτι σαν μουρμουρητό μετά άκουγα που δεν καταλάβαινα αν ήταν λόγια ή παραμιλητό του ύπνου της. Και μπόρεσα μόνο να ξεχωρίσω το όνομα του πατέρα και τις λέξεις «νεκρή» και «είμαι». Και κράτησα τις λέξεις αυτές να τις βάλω σε μια φράση, γιατί ήταν οι μόνες που ξεχώρισα, και ξανά όλο τις έλεγε. Και αυτό που έβγαινε ήτανε: «Αβραάμ, είμαι νεκρή».
Έτσι έλεγε: «Αβραάμ, είμαι νεκρή». Και γονατιστή καθόμουνα στο κρεβάτι μου με το αυτί κολλημένο στον τοίχο και όπως κλείνανε τα μάτια μου από τη νύστα, έλεγα: «Γιατί δεν πεθαίνει τότε στ’ αληθινά, αφού φταίει για όλα;»
Τρόμαζα και θύμωνα. Κανείς δεν θα μου έλεγε γιατί φταίει για όλα, ποια είναι αυτά τα όλα και γιατί είναι νεκρή;
Σαν να θέλει να πει στον πατέρα «Να, κοίτα τι κακιά που είμαι», αλλά και σ’ εκείνη την ίδια σαν να θέλει έτσι να πει.
Όμως πιο καλά που μιλάει έτσι, σκεφτόμουνα. Πιο καλά. Κάτι λέει έτσι, κατιτίς θέλει να πει.
Ακόμα και όταν μιλάς για να πεις «Είμαι νεκρή», υπάρχει κάτι που θέλεις να πεις. Κι έλεγα ότι είναι πολύ καλύτερα από όταν καθόλου δεν μιλάει. Είναι καλύτερα από τις φορές που περίμενα κάτι να ακουστεί από το διπλανό δωμάτιο. Κάτι. Ένας ψίθυρος, μια λέξη. Και τίποτα, ούτε ένας ψίθυρος ούτε μια λέξη δεν ακούγεται.
Για ώρες πολλές τίποτα. Και όταν ο πατέρας έλεγε «Τι σκέφτεσαι, Ανθή, πες μου κάτι», και πάλι δεν άκουγα καμιά λέξη. Γι’ αυτό καλύτερα είναι τώρα που μιλάει. Και ας λέει «Εγώ φταίω για όλα» και ας λέει «Αβραάμ, είμαι νεκρή». Γιατί έτσι κάτι λέει, κάτι λέει στον Αβραάμ . Ενώ όταν τίποτα για ώρες δεν λέει, τότε μέσα στην κάμαρα δεν είναι κανείς, ούτε ο Αβραάμ ούτε εκείνη, κανείς δεν είναι μέσα στην κάμαρα. Και τότε είναι πιο νεκρή από το να λέει «Είμαι νεκρή»…
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ
…Σε λίγο φάνηκαν οι τέσσερις φωτογραφίες. Η Άννα γιαγιά, ο θείος Ιωάννης, η θεία Όλγα, η Ελπίδα, η Γεωργία, εγώ, η μητέρα.
Η Γεωργία στην πρώτη φωτογραφία γελούσε, στις άλλες έκανε μια αστεία κίνηση με τα χέρια της. Η θεία Όλγα έφτιαχνε τα μαλλιά της κι αλλού είχε το χέρι στο πρόσωπό της. Ο πατέρας στη μια έσμιγε τα φρύδια του και στις άλλες άνοιγε το στόμα του για να πει κάτι. Η Άννα γιαγιά κοίταζε στο πλάι κι έπειτα στο ταβάνι. Όλοι κάτι άλλο κάνανε σε καθεμιά φωτογραφία.
Εκείνη ήτανε σε όλες ίδια. Ολόιδια. Δεν είχε κουνηθεί, δεν είχε αλλάξει τίποτα επάνω της. Τι έκανε όση ώρα κράταγαν οι τέσσερις φωτογραφίες; Οι τέσσερις φωτογραφίες ήταν σαν να ήταν μία μόνο. Ο χρόνος ήταν σαν να μην είχε περάσει.
Τότε σκέφτηκα μήπως αυτό είναι «μελαγχολία». Ο χρόνος να μην περνάει, οι τέσσερις σκηνές να κάνουνε μία σκηνή, όλα να είναι ίδια. Όλα να είναι ίδια. Και η μητέρα ακίνητη μπροστά στο φακό της μηχανής να κοιτά μπροστά, σαν δέντρο που όμως καθόλου τα φύλλα του δεν κουνάνε. Και σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει τέτοιο δέντρο, γιατί ακόμα και το καλοκαίρι, όταν κάνει μεγάλη ζέστη και λένε «Δεν κουνάει φύλλο», ακόμα και τότε κάτι κουνιέται. Έχω δει τα φύλλα από λίγο να κουνάνε. Δεν υπάρχει τέτοιο δέντρο που έτσι ακίνητο να έχει μείνει. Δεν υπάρχει, σκέφτηκα.
Οι φωτογραφίες τώρα ήταν έτοιμες. Απλωμένες πάνω στο τραπέζι. Όλοι τώρα θα τις βλέπανε. Και κόσμος άλλος θα τις έβλεπε. Επισκέπτες που κάθε τόσο έρχονταν θα τις έβλεπαν τις φωτογραφίες…
…Η Ελπίδα ήταν τώρα όλο χαρά. Είχε απλώσει τις φωτογραφίες στον μπουφέ και τις καμάρωνε. Πόσο ήτανε σαχλή και πόσο τα ποιήματα με τις ομοιοκαταληξίες που σκάρωνε ήτανε και αυτά σαχλά!
Πήρα τη γυάλα με το βύσσινο γλυκό. Εκείνο που είχε φτιάξει χθες η Άννα γιαγιά. Και τρέχοντας έκανα να βγω από την τραπεζαρία. Όμως παραπάτησα μπροστά στον μπουφέ.
«Πρόσεχε, καλέ», μου φώναξε η Γεωργία.
Η γυάλα αναποδογύρισε. Το βύσσινο γλυκό χύθηκε πάνω στις τέσσερις φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες κοκκίνισαν.
«Θεέ μου», φώναξε η Ελπίδα απελπισμένη, «πάνε οι φωτογραφίες μου!»
Κάνω ένα βήμα, όμως γλιστράω κι άλλο. Η γυάλα φεύγει από τα χέρια μου, πέφτει στα πλακάκια.
Θρύψαλα παντού. Κάνω να τα μαζέψω. Τα γυαλιά κόβουν τα χέρια μου και τα ματώνουν.
«Πάνε οι φωτογραφίες μου», λέει πάλι η Ελπίδα.
Μαζεύω μία μία τις φωτογραφίες. Τις κρατώ στα χέρια μου. Το βύσσινο μπερδεύεται με το αίμα των χεριών μου.
«Πάρε τις φωτογραφίες σου», τις λέω. «Χάρισμά σου». Πασαλείβω με τα χέρια μου το πρόσωπό μου. Γεμίζω αίματα. Δεν πονάω καθόλου. «Πάρε τις φωτογραφίες». Κάνει ένα βήμα πίσω κι εγώ πετώ χάμω τις χαλασμένες φωτογραφίες.
Κανείς δεν μιλά. Στέκονται όλοι και με κοιτούν. Η μητέρα μόνο λέει:
«Μα τι κάνεις εκεί. Γιατί λερώνεις τα χέρια σου», αλλά δεν με ρωτάει, δεν έχει ερωτηματικό. Λέει μόνο «Λερώνεις τα χέρια σου».
Ο πατέρας τότε σηκώνεται, με παίρνει από το χέρι.
«Πάμε να κοιμηθείς», μου λέει. «Είσαι κουρασμένη».
Οι χαλασμένες φωτογραφίες μένουν στο πάτωμα. Σιγά σιγά ανεβαίνουμε τις σκάλες. Από κάτω σιωπή…
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΚΙΟΛΑΣ ΜΕΡΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. ΕΜΑΘΑ για τα φθογγόσημα, το χρόνο, για τη διαστολή, για το μέτρο. Πιο πολύ όμως έμαθα για το ρυθμό.
«Δεν έχει μόνο η μουσική ρυθμό. Ρυθμός υπάρχει παντού. Ο ρυθμός είναι της φύσης. Είναι παντού ο ρυθμός. Στην παλίρροια, στη γη που γυρνά, στα κύματα της θάλασσας, στη μέρα που αλλάζει και γίνεται νύχτα. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε ρυθμός. Αυτός τα κάνει και υπάρχουν. Η ζωή μας δεν θα υπήρχε χωρίς αυτόν». Η κυρία Ορλώφ έπιανε το χέρι μου από τον καρπό. «Να, εδώ είναι ο σφυγμός σου», μου έλεγε. «Άκουσέ τον. Είναι ο ρυθμός της ζωής σου». Κι έπειτα έβαζε το χέρι μου στην καρδιά μου. «Άκου πώς χτυπά η καρδιά σου. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς ρυθμό. Άκου, άνοιξε τα αυτιά σου να ακούσεις το ρυθμό. Να φτιάξεις το ρυθμό. Η κίνηση της παλίρροιας, ο σφυγμός της καρδιάς σου, τα αστέρια, τα κύματα, ο ωκεανός, οι ώρες, οι εποχές, οι μήνες, η μέρα, η νύχτα, όλα μαζί ενώνονται σε ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο πράγμα, που λέγεται σύμπαν. Και στην ψυχή του σύμπαντος είναι ο ρυθμός. Δεν υπάρχει φως και ζωή και μιλιά χωρίς ρυθμό».
Και η μητέρα γι’ αυτό να μην έχει φως και ζωή και μιλιά;
«Είναι ένα σωρό πράγματα που δεν μπορούν να μπούνε μέσα στις λέξεις. Είναι φτωχές, πολύ φτωχές οι λέξεις για να τα κρατήσουνε τόσο πολλά πράγματα», έλεγε η κυρία Ορλώφ. «Όλα όμως λέγονται με τη μουσική. Η μουσική είναι πολλές πολλές φορές πιο πλούσια από τα λόγια».
Και σκεφτόμουνα τη μουσική σαν ένα πλούσιο παλάτι και τα λόγια μας σαν τα κουρέλια ενός φτωχού ανθρώπου. Και η κυρία Ορλώφ έλεγε:
«Ναι, όμως σαν καταφέρει ο φτωχός και μπει μέσα στο παλάτι, τότε τα κουρέλια χάνονται και γίνεται ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου».
Η κυρία Ορλώφ θα με μάθει να μπω μέσα σ’ αυτό το παλάτι. Χαιρόμουνα και η ώρα αργά ήθελα να περνάει όσο ήμουνα εκεί.
Να μάθω να βλέπω τη μουσική. Αυτό ήθελε η κυρία Ορλώφ.
«Δεν είναι μόνο να την ακούς», έλεγε, «είναι και να τη βλέπεις, να τη σκέφτεσαι».
Έχει χρώματα η μουσική. Και μου έλεγε να κλείσω τα μάτια μου και να της πω τι βλέπω. Έκλεινα τα μάτια μου σφιχτά και της έλεγα: «Μαύρο βλέπω». «Δες κι άλλο», μου έλεγε. «Δεν φτάνει μόνο αυτό». Και τότε χαλάρωνα λίγο το σφίξιμο και «Ναι, τώρα βλέπω κάτι σαν φως». Κι εκείνη έπαιζε τότε κάτι νότες στην άρπα. Και τότε το μαύρο ήτανε πιο μαύρο και το κάτι σαν φως πιο φως. Και μετά άνοιγα τα μάτια μου και συνέχιζα να βλέπω τα χρώματα μόνο και μόνο με το που άκουγα την κυρία Ορλώφ να παίζει άρπα. Και χωρίς καθόλου να κλείσω τα μάτια μου, έβλεπα το μαύρο και το φως.
Θα μου μάθαινε και όλα τα άλλα χρώματα να βλέπω με τη μουσική. Τα ανοιχτά και τα σκούρα, τα λαμπερά, τα ενδιάμεσα. Τα χλομά, τα τόσο αχνά χρώματα που σχεδόν δεν φαίνονται. Και κάθε τέτοιο χρώμα θα ήτανε και πολλά πολλά λόγια μαζί που δεν θα μπορούσα εγώ αλλιώς να πω.
Κι έτσι με τη μουσική θα μιλούσα.
Και λίγο λίγο καταλάβαινα γιατί ο Δαυίδ γιάτρευε με την άρπα και γιατί η κυρία Ορλώφ έλεγε ότι η μουσική είναι η γλώσσα των θεών.
Έχουν κιόλας περάσει οχτώ μέρες. Ήρθαν τα Χριστούγεννα και φύγανε. Σε λίγο είναι η Πρωτοχρονιά. Είμαι κάθε μέρα εδώ. Παίζω κιόλας τις πρώτες νότες. Πώς όμως θα τις ακούσει η μητέρα; Καλά καλά δεν ξέρει ότι έρχομαι εδώ. Μια φορά μόνο ρώτησε πού λείπω τόσες ώρες και ο πατέρας της είπε «Κάνει μαθήματα μουσικής» κι εκείνη «Α! κάνει μαθήματα μουσικής», είπε. Πώς θα κάνω όμως να ακούσει τη μουσική μου; Το πιο σπουδαίο δεν το είχα ακόμα βρει.
Μάγε Ουίτμαν, τώρα που φτάσαμε μέχρι εδώ, κάνε κάτι, κάνε με τα μαύρα φτερά σου να μην πάει χαμένος όλος αυτός ο κόπος.
ΗΤΑΝΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΤΑΝΕ, ΜΙΑ σκιά φάνηκε στον τοίχο και άρχισε να σαλεύει. Ξύπνησε κι έβλεπε τη σκιά να μεγαλώνει, να μεγαλώνει. Σαν κάποιος με δύναμη να προσπαθούσε μέσα από τον τοίχο στο δωμάτιο να μπει. Και η σκιά άλλαζε σχήματα και απλωνότανε κι ήτανε μια άγνωστη μορφή που πάλευε τώρα με μανία να μπει μέσα από τον τοίχο δίχως να τα καταφέρνει. Και ήτανε όλο αγωνία και λουσμένη στον ιδρώτα από τη μάταιη προσπάθεια. Με όση δύναμη είχε η σκιά προσπαθούσε μέσα να μπει.
Τρόμαξε τόσο πολύ! Ήθελε να φωνάξει «Βοήθεια» και να έρθει η Άννα γιαγιά ή ο πατέρας να διώξουνε αυτό το πράγμα. Και τότε το είδε, η σκιά ήτανε το πρόσωπό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου