Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Από το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού "Κρασί και νύμφες - μικρά κείμενα επί παντός" (εκδόσεις "βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ") *

           ΑΣΚΗΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


   ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΓΥΡΕΥΟΥΜΕ να σώσουμε, το σαρκίο μας ή την ψυχή μας - αναλόγως με τις κατά περίπτωσιν προοπτικές. Και οι πεποιθήσεις μας βεβαίως διαμορφώνονται και ορίζονται από συγκεκριμένες ανάγκες. "Είμαι εκ πεποιθήσεως χορτοφάγος". Ηχεί τόσο αποφασιστικά, θα έλεγα αυστηρά, και η φράση αγλαΐζεται από έναν τόνο ηθικού περίπου μεγαλείου. "Είμαι εκ πεποιθήσεως εργένης". Το "εργένης" εύκολα θα μπορούσε εδώ να αντικατασταθεί από το τουρκίζον "μπεκιάρης". Το νόημα θα παρέμενε το ίδιο, η αίσθηση ωστόσο θα αλλοιωνόταν ριζικά. Ριζικότερα ακόμα θα αλλοιωνόταν σε μια παραλλαγή πλησιέστερη προς την αισθητική δραστικότητα του δημώδους δεκαπεντασύλλαβου: "Είμαι ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο". Η απόσταση ανάμεσα στον όρκο και την πεποίθηση είναι τεράστια. Η πεποίθηση καθησυχάζει, ο όρκος όχι. Ο όρκος δεσμεύει μόνο, με τις γνωστές ψυχολογικές συνέπειες άλλωστε.
   Ήδη ένα ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο εκφράζει μια θυμική κατάσταση ριψοκίνδυνη, ή και ηρωική, πάντως εντελώς εξωστρεφή. Σε αντίθεση με τον εκ πεποιθήσεως εργένη, που περιχαρακώνεται μέσα στον στοχασμό και την αυτάρκειά του. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που δηλώνεται με σαφήνεια κάθε φορά είναι η ανάγκη να ζήσει κανείς μόνος του. Ή να ζήσει κατ' ανάγκην μόνος του. Η διαφορά είναι και δω αισθητή. Κι άλλωστε ή έμφαση ορκισμένος ή εκ πεποιθήσεως - πόσο μπορεί να πείσει γι' αυτό που κραυγάζει;
   Τελικά, είτε ως επιλογή είτε ως επιβεβλημένη κατάσταση, ο μονήρης βίος δεν είναι παρά μια διηνεκής άσκηση ελευθερίας. Και φυσικά μόνο αν είναι, ή επειδή ακριβώς είναι, κάποιος ποιητής, αποφασίζει να διασχίσει αυτήν την έρημο. Φτιαγμένος δηλαδή από ευγενές ανθεκτικό μέταλλο. Πρόκειται για την ίδια πάντα αρχή των ταγμένων και των υπολοίπων. Τους πρώτους να μην τους χαίρεται κανένας, αλλά και να μην τους κλαίει. Γιατί είναι πεισματάρηδες και δεν καταδέχονται ούτε τα υποκατάστατα ούτε να μιλήσουν γι' αυτό που κουβαλάνε και οι άλλοι νομίζουν, τόσο σφαλερά, ότι είναι ο σταυρός τους. Βεβαίως θα περάσουν τη ζωή τους πάνω σ' ένα τεντωμένο σκοινί. Πάνω σ' ένα τεντωμένο σκοινί θα κυνηγήσουν, με πάθος και συνέπεια, την τελειότητα των ερώτων τους. Ξέροντας  από πριν καλά ότι στην άλλη άκρη τους περιμένει η άκρα μοναξιά, το τίμημα για την ύβριν που ήδη έχουν διαπράξει.
                                                                                                                            27.3.1993   

...........................................................................................................................
           
           ΛΕΥΚΕΣ

   Ο ΚΑΛΟΣ ΜΗΝΑΣ Αύγουστος. Αλλά ο Ιούλιος είναι Ιούλιος. Δηλαδή καλύτερος. Πέρυσι πέρασα το δεύτερο μισό του στην Πάρο. Στις Λεύκες. Όταν έφυγα, μου γύρεψαν να γράψω κάτι στο βιβλίο επισκεπτών. Έγραψα: "Μπράβο, Κατρίν. Μπράβο, Δήμαρχε". Και άφησα μερικές "υποθήκες" για όσους θα ακολουθούσαν: πού θα βρουν καλό κρασί, πού όχι.
   Για τις μυστικές πάντως εξερευνήσεις εκείνου του δεκαπενθήμερου δεν έκανα καμία μνεία. Από το μπαλκόνι του πρώην "Ξενία" έβλεπα τα αρχαϊκά μονοπάτια να χάνονται στους γύρω λόφους. Τα αλώνια επίσης. Και τους ανεμόμυλους. Αυτά ήταν πρόκληση. Όσοι περπατάνε το ξέρουν: μια πορεία στο καταμεσήμερο μπορεί να είναι θεϊκή. Και πραγματοποίησα μερικές τέτοιες. Συνολικά θα κάλυψα περί τα εκατόν πενήντα χιλιόμετρα. όχι φυσικά συνεχόμενα, ούτε σε ευθεία γραμμή. Σ' αυτές τις περιπλανήσεις έκανα μια απροσδόκητη ανακάλυψη: το κώνειο στην ύπαιθρο Πάρο είναι αυτοφυές. Είχα επίσης μερικά συναπαντήματα. Καταγράφω τα σημαντικότερα απ' αυτά: α. ένα επικλινές χωράφι με μικρά άνυδρα καρπούζια, β. μια σειρά αμπέλια σε πεζούλες, με τις πυρωμένες ξερολιθιές τους, γ. το πέταγμα ενός ξυλοκόκορα χαμηλό, αθόρυβο και πολύχρωμο.
   Αυτά τα πήρα μαζί μου. Πίσω άφησα την αίσθηση ενός παρατεινόμενου, εν εξελίξει οργασμού στα έγκατα της γης. Αυτήν δεν μπόρεσα να την πάρω. Ο εν λόγω οργασμός θα κορυφωνόταν αργότερα, τον Δεκαπενταύγουστο με το ωρίμασμα των σταφυλιών και των σύκων.
                                                                                                                                     2006

..........................................................................................................................................................


           ΤΣΑΪ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
           ΤΣΑΪ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ

   Η ΓΛΩΣΣΑ ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΕΙ πάντα. Παρασημαίνει επίσης συχνά, αποδίδονντας έτσι τη δική της δικαιοσύνη.
   Το βουνό, για όσους η σχέση τους μαζί του είναι ευθεία, δεν συμβολίζει πατά μονάχα τον εαυτό του. Φυσικά αυτοί που υπόκεινται σε μια τέτοια σχέση είναι ελάχιστοι - αρχαϊκοί βοσκοί και ξωμάχοι, κατά τη δική μου εκτίμηση. Για τους υπόλοιπους το βουνό έχει γίνει όρος της νοσταλγίας τους. Οι ιστορικές και δημογραφικές αναταράξεις των μέσων δεκαετιών του απερχόμενου αιώνα οδήγησαν σε μια βίαιη αστυφιλία. Ήδη ο μισός ελλαδικός πληθυσμός έχει μαζευτεί στην Αθήνα. Τα Σαββατοκύριακα οι δρόμοι εξόδου-εισόδου της πόλης ασφυκτιούν. Όλοι αυτοί οι νεοεπήλυδες τρέχουν στα χωριά τους κουβαλώντας τα σκύβαλα ενός καταναλωτικού πολιτισμού που τους έχει γίνει πια φύση, σαν να προσπαθούν αγωνιωδώς να πιαστούν από κάτι που, ασύνειδα, τους θυμίζει την αλήθεια και την αμεσότητα της παλιάς τους ζωής. Ποια αλήθεια και ποια αμεσότητα. Και ποια παλιά ζωή. Πρόκειται για έναν διχασμό σχιζοφρενικό, όπου το βουνό λειτουργεί ως κίβδηλη μεταφορά. Ο αέρας του βουνού/ τα χόρτα του βουνού/ το χωριάτικο ψωμί, σε έναν ευρύτερο κύκλο του βουνού κι αυτό. Για μα βουτηχτεί μέσα σε ένα κύπελλο με τσάι του βουνού. 
   Αναρωτιέμαι ποιες ψυχολογικές ανάγκες καλύπτει αυτό το κυνήγι των από μνήμης γεύσεων. Σε πολλές θρησκείες ο εξαγνισμός επιδιώκεται με διαδικασίες διαμετρικά αντίθετες, με διαδικασίες νηστείας.
   Τσάι ευρωπαϊκό - έτσι αποκαλούσαν κάποτε το μαύρο εξωτικό τσάι, προϊόν ασιατικό, προϊόν αφρικάνικο επίσης. Όχι πολύ παλιά, και ενδεχομένως έτσι το αποκαλούν ακόμα. Με το άρωμά του διάχυτο σε μια φευγαλέα αποικιακή αύρα και στο πλαίσιο της επιχώριας μεταπρατικής αντίληψης, η εμπορική του μοίρα του υπέκλεψε την ιθαγένεια. Ήταν ένας θρίαμβος. Η ευρωπαϊκή προέλευση ως διαβεβαίωση αναμφισβήτητης ποιότητας, αλλά και ως μιμητικός κώδικας.
   Σε παλαιότερα χρόνια, και σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, συνήθιζα να καταγράφω ονομασίες καταστημάτων. Μερβέιγ, Ετουάλ, Σμαρτ, Έλεγκαντ, Οκαζιόν, Έβελυν, Μπομαρσέ. Ο κατάλογος είνα εξαιρετικά μακρύς. Ένα ειλητάριο θλιβερού ξιπάσματος. Το ξίπασμα διευρυνόταν και προς άλλους χώρους βεβαίως: ο γιατρός ήταν σπουδαγμένος στην Ευρώπη.
   Αργότερα αυτά μεταλλάχτηκαν. Βρισκόμαστε πλέον στον αστερισμό της ΕΟΚ. Ανακαλύψαμε τις, κατά κυριολεξίαν και νομισματικά προσμετρήσιμες, ωφέλειες που μπορούσαν να προκύψουν.  Το ξίπασμα μεταμφιέστηκε σε ατσιδοσύνη. Ο μεταπρατισμός, διορατικότερος αυτός, είχε προηγηθεί, μεταπηδώντας σε υψηλότερες σφαίρες: εκείνες της ανθρώπινης σκέψης. Μπορεί να χαμογελάει κανείς παρακολουθώντας τους άσεμνους κορδακισμούς των μεγάλων Μάγων και των Γελωτοποιών του, η θλίψη όμως δεν μετριάζεται. Πρέπει να δουλεύει κάποια εσωτερική πληγή. Πληγή μεγάλης στέρησης ή άγριας ταπείνωσης. Κάθε φορά που προσπαθώ να ερμηνεύσω φαινόμενα καθημερινής συμπεριφοράς μας, και όχι μόνο καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα.
    Στο μεταξύ υπάρχει ο ζωογόνος, ζωομεικτικός μύθος της αρπαγής της Ευρώπης. Προ πολλών ετών παραστάθηκα μάρτυρας μιας συμπτωματικής λαθρανασκαφής. Η αξίνα του εργάτη, που άνοιγε θεμέλια σε μια πίσω αυλή για να στηθεί βιαστικά ένα παράνομο κουζινάκι, χτύπησε σε κάτι στέρεο. Έμπειρος σε αυτά ο εργάτης, καθάρισε με μια βρεγμένη πατσαβούρα, και με αρκετό πρέπει να πω σεβασμό, τα χώματα και στα μάτια μας άστραψε το ελληνιστικό μωσαϊκό: ο Ταύρος-Δίας, σε μια ευφρόσυνη γαμήλια πτήση με την Ευρώπη, αισθησιακή και λίγο κρυφοκρέατη για τα δικά μου γούστα, να ταξιδεύει καθισμένη ανέμελα πάνω στη ράχη του. Δεν τον διδάσκουν στα σχολεία αυτόν τον μύθο.
                                                                                                                                  12.6.1999
         
...................................................................................................................................   

           ΣΥΦΙΛΙΣ

   ΤΟΤΕ, ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΕΙΧΑ εξαντλήσει το "φιλολογικό" τμήμα της βιβλιοθήκης του θείου μου, ρίχτηκα στο "επιστημονικό". Ανάμεσα στα βιβλία που διάβασα έτσι, ήταν κι αυτό: Η θεραπεία της συφίλιδος δια της πενικιλλίνης. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών και δεν καταλάβαινα λέξη από εκείνα τα χοντρά, και μάλλοα απωθητικά στην εμφάνιση συγγράμματα. Αλλά χρειαζόμουν την ημερήσια δόση μου τυπωμένου χαρτιού.
   Τώρα έχω γίνει εκλεκτικός - το ελπίζω. Έχω επίσης λιγοστέψει την ποσότητα. Πάντως, το διάβασμα δεν έχει πάψει να είναι μια "έξις". Εξακολουθώ λοιπόν να διαβάζω χωρίς σύστημα, αλλά όχι πια στην τύχη. Οι τρόποι αναζήτησης του βιβλίου ίναι ποικίλοι. Συχνά εμπιστεύομαι μονάχα το ένστικτό μου. Έτσι κι αλλιώς, σ' αυτήν την ιστορία υπάρχουν χαρακτηριστικά "πάθους". Και βέβαια υπάρχουν βιβλία, που παρ' όλο το μύθο τους, έχω αποφύγει να τα ανοίξω. Όπως υπάρχουν κι άλλα, που σ' αυτά επανέρχομαι και επανέρχομαι. Γιατί αυτά είναι σαν τις αγάπες που μας πληγώνουν.
   Λένε ότι το καλοκαίρι παρατηρείται μια μεταστροφή του αναγνωστικού κοινού προς το εύκολο βιβλίο. Δεν το πιστεύω αυτό. Υπάρχει απλώς μια περιστασιακή - λόγω διακοπών - αύξηση των αγοραστών βιβλίου.  Είναι οι άνθρωποι που θέλουν να σκοτώσουν ανώδυνα τις ώρες της αργίας τους. Αλλά αυτοί δεν είναι αναγνώστες. Το διάβασμα ούτε σκότωμα ώρας συνιστά ούτε, κυρίως, είναι ανώδυνο. Είναι κατάκτηση. Προσωπικά, για το καλοκαίρι φυλάω τα βιβλία που αντιστέκονται περισσότερο. Στο διάβασμα ή στο ξαναδιάβασμά τους.
                                                                                                                                   
                                                                                                                       Νοέμβριος 2009;

*: Πρόκειται για μια συλλογή από καίριες παρεμβάσεις του Αρκάδα συγγραφέα που ψηλαφίζει με καημό το συλλογικό μας πρόσωπο, καθώς και τις αλλαγές και τις μετα (παρα-)μορφώσεις που υπέστημεν τα τελευταία 60 - 70 χρόνια. Ανοίγω παρένθεση: πριν από 10-20 χρόνια μιλούσαμε για τις αλλαγές των τελευταίων 40 - 50 χρόνων. Πόσο έχει μακρύνει η γραμμή των σβησμένων ελπίδων και των ματαιώσεων τουλάχιστον για όσους επιμένουν από το βούρκο να κοιτούν τ' αστέρια (Όσκαρ Ουάιλντ)... Κι ακόμα "του μέλλοντος η μέρες" δεν φαίνονται "σα μια σειρά κεράκια αναμένα -/ χρυσά ζεστά και ζωηρά κεράκια" (Κων/νος Καβάφης). Με "μόνη μου ελπίδα την απελπισία μου" (Ρακίνας), έτσι από πείσμα...







...αφιερωμένο εξαιρετικά στον Θανάση Βαλτινό 





Δεν υπάρχουν σχόλια: