Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΟΥΣΗ
Θερινές ερωτικές ψευδ-αισθήσεις ;
..................................................................................
Μόνον ο ήλιος στέκεται σιωπηλός συνεργός στην ερωτική συνωμοσία
Έλσα Κορνέτη, Η αιώνια κουτσουλιά
Τα ερωτικά πρότυπα, όπως προβάλλονται είτε από τις διαφημίσεις είτε από τα σίριαλ των ΜΜΕ, συντείνουν στην αγωνιώδη αναζήτηση (ανδρών τε και γυναικών) θερινών εμπειριών «τρίτου τύπου».
ΑΝ ΚΑΙ οι ερωτικές φαντασιώσεις συνήθως τελειώνουν εκεί όπου αρχίζουν οι πραγματικές αναστολές (ηθικής ή τεχνικής φύσης), η περιπετειώδης προδιάθεση σβήνει μόνον όταν αρχίζει το φθινόπωρο.
ΑΠΟ ΤΗΝ περιέργεια ή και τον ερεθισμό μέχρι την υιοθέτηση προωθημένων ή αποκλινόντων προτύπων ερωτικής/σεξουαλικής συμπεριφοράς υπάρχει ένα μέγα κενό, το οποίο (υποτίθεται ότι) καλύπτει η οικογένεια, η κουλτούρα, οι κανόνες συμβίωσης. Εχει κανείς όμως την αίσθηση ότι, όπως συμβαίνει στην οικονομία ή στην πολιτική, έτσι και στις διαπροσωπικές σχέσεις έχουμε από καιρό περάσει από την ανοχή στην αποδοχή με τελικό αποτέλεσμα να εκλαμβάνουμε την εκτροπή ως φυσιολογική αντίδραση σε (υπαρξιακά;) αδιέξοδα. Φουκωικές προσεγγίσεις του τύπου «η σεξουαλικότητα αποκαλύπτει την αλήθεια μας και μας επιτρέπει να διαβάσουμε την αλήθεια των άλλων» παρεξηγούνται και μεγεθύνονται, καταλαμβάνοντας μεγάλο και συχνά κρίσιμο μέρος της προσωπικής ή και κοινωνικής μας ταυτότητας. Για πολλούς δε η σχέση με το γυμνό, το ερωτικό, το «περίπλοκο» συνιστά κριτήριο απελευθέρωσης, ίσως και ένταξης στον προοδευτικό/αριστερό χώρο.
Η «σεξουαλική ανοικτότητα» δεν περιορίζεται σε κάποιο περιστασιακό ή μόνιμο παράνομο δεσμό (ο οποίος συνήθως αντικαθιστά τα συζυγικά δεσμά) αλλά συμβολίζει μια γενικότερη συμφωνία όλων των παικτών ότι τα πάντα επιτρέπονται.
ΑΥΤΗ η αντίληψη και πρακτική της ρήξης με τα ταμπού, ενώ αρχικά εμφανίζεται και βιώνεται ως χαλαρωτική, στη συνέχεια καθίσταται πολλαπλώς αγχωτική και δημιουργεί ομηρίες και εξαρτήσεις κατά πολύ χειρότερες από αυτές που δικαιολογούν την προσφυγή σε εμπειρίες.
ΟΣΟΙ εντάσσουν το σεξ σ' ένα παιχνίδι κύρους και εξουσίας, χρήματος και επιρροής, συναλλαγών και ανταλλαγών, στην πραγματικότητα ξανοίγονται σ' ένα ταξίδι χαπιών (από το χάπι της ευρωστίας μέχρι το χάπι των ψευδαισθήσεων), όπου δύσκολα θα βρουν happy end.
ΘΑ ΤΟΛΜΟΥΣΑΜΕ να ισχυριστούμε ότι ακόμα και στο σεξ-εμπόρευμα ή στο σεξ-εκτόνωση το συναισθηματικό στοιχείο δεν μπορεί να απουσιάζει πλήρως. Οχι μόνο διότι έτσι ο homo erectus ξαναπέφτει στα τέσσερα, αλλά και διότι ένα χαμόγελο επουλώνει περισσότερες πληγές από ένα χαρτονόμισμα ή έναν ναρκισσισμό.
ΥΓ. Μη δίνετε μεγάλη σημασία στις ταινίες των νευρωτικών σχέσεων και των ψυχολογικών παρακρούσεων. Η τέχνη στην υπηρεσία του εμπορίου φαντασιώσεων και ακραίων καταστάσεων δεν γεμίζει την ψυχή μας με ερωτική φιλία ή με αγάπη. Τι είναι και τι σημαίνει ερωτική φιλία ή αγάπη; Ρωτήστε τον άνθρωπο που σας κοιτάζει τρυφερά.
www.giannispanousis.gr και από την "Ελευθεροτυπία", 9/8/2010
..................................................................................................................................
Μια "απάντηση" στον κ. Πανούση με την άκρως αφοπλιστική "ελαφρότητα" υπερρεαλιστή μας ποιητή...
…………………………………………………………………………………………
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η καριέρα του Μάρλον Μπράντο, του σημαντικότερου ηθοποιού του εικοστού αιώνα, βρισκόταν κοντά στο ναδίρ. Ήταν τότε που η συνάντησή του, σχεδόν ταυτόχρονα, με δύο σπουδαίους σκηνοθέτες, θα τον ξαναφέρει στο παγκόσμιο προσκήνιο: Ο νεαρός Φράνσις Φορντ Κόπολα στις ΗΠΑ αναζητούσε πρωταγωνιστή για τον φιλόδοξο «Νονό» του, και ένας μάλλον άγνωστος στο διεθνές κοινό Ιταλός σκηνοθέτης ονόματι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αποτόλμησε να πλησιάσει τον Μπράντο προτείνοντάς του έναν ριψοκίνδυνο ρόλο για την επόμενη ταινία του: Στις 14 Οκτωβρίου του 1972, η ταινία του Μπερτολούτσι, «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι" (Ultimo tango a Parigi) πρωτοπαρουσιάζεται στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης.
Ασυνήθιστη επιλογή: ο τυπικά Ευρωπαίος Μπερτολούτσι θεώρησε μάλλον ότι ο «Νέος Κόσμος» θα δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στο τόλμημά του, και όντως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με την ηγερία της αμερικανικής κινηματογραφικής κριτικής Pauline Kael να γράφει έναν πραγματικό ύμνο στο περιοδικό «New Yorker», μιλώντας για «ιστορική στιγμή» για τον παγκόσμιο κινηματογράφο: «Πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ, κι ίσως αποδειχθεί η πιο απελευθερωτική ταινία του κινηματογράφου».
Δεν νομίζω ότι ο χρόνος δικαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις, αλλά οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμη τον σάλο που προκάλεσε η ταινία εκείνη την εποχή (στην Ελλάδα της χούντας προβλήθηκε μια αγρίως λογοκριμένη βερσιόν και κάποιοι είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό μόνο και μόνο για να δουν την «αυθεντική» κόπια). Πράγματι, η ταινία, που ξεκίνησε την εμπορική καριέρα της από το Παρίσι, θα σαρώσει τα ταμεία σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ένα απίστευτο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών, που είναι το περιτύλιγμα ενός σπαραχτικού πυρήνα υπαρξιακού αδιεξόδου. «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» αφηγείται την οριακή, «στην κόψη του ξυραφιού», σχέση ενός 45άρη Αμερικανού με μια νεαρή Γαλλίδα μέσα από μια διαδρομή αυτοκαταστροφής - ένα σχόλιο για τ
Όταν ο Μάρλον Μπράντο ρωτήθηκε, σε μια συνέντευξή του το 1979 στο περιοδικό «Playboy», ποιο κατά τη γνώμη του ήταν το «θέμα» στο «Τελευταίο τανγκό», απάντησε με το γνωστό ύφος του, που δεν επέτρεπε δεύτερη κουβέντα: «Η ψυχανάλυση του Μπερτολούτσι». Βέβαια, ο Μπερτολούτσι είχε φροντίσει προκαταβολικά να επιβεβαιώσει την άποψη του Μπράντο, καθώς είχε συμπεριλάβει το όνομα του ψυχαναλυτή του στους τίτλους του τέλους! Για ποιο λόγο; «Επειδή με έσπρωξε να πάω παραπέρα... Βρήκα έναν τρόπο να μιλήσω για τις εμμονές μου χωρίς να κοκκινίζω. Και συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μια έντονα ρομαντική πτυχή σε αυτή την ιστορία, που κρυβόταν πίσω από τις πιο προκλητικές στιγμές της ταινίας. Το πιο ρομαντικό είναι ότι ένας άντρας και μια γυναίκα προσπαθούν να επικοινωνήσουν, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, χωρίς διεύθυνση, απλώς μέσω των κορμιών τους».
Η εποχή εκείνη ωστόσο δεν ήταν εντελώς «έτοιμη» για να δεχθεί την ταινία. Ξεσηκώθηκε ένας ορυμαγδός καταγγελιών, κατασχέσεων, απαγορεύσεων και ο ίδιος ο Μπερτολούτσι θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια! Αλλά σίγουρα ήταν η εποχή της αναζήτησης του «Άλλου». Ο τριαντάχρονος τότε Μπερνάντο Μπερτολούτσι ήταν μάλλον ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Είχε περάσει ήδη από την επιρροή του Παζολίνι στη «γκονταρική» αναζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του '60 και δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Και φυσικά το πολιτικό πρόταγμα ήταν κυρίαρχο. Πολλά χρόνια αργότερα θα σχολιάσει με πικρία: «Πιστεύαμε ότι θα καταφέρναμε να βάλουμε τέλος στη ζούγκλα των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αυταρχικότητα. Κι όταν η περίοδος αυτή τελείωσε το '78 με τον θάνατο του Άλντο Μόρο, για μένα τέλειωσε και το όνειρο».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», που η ιστορία του διαδραματίζεται τυπικά σε δυο-τρεις μέρες, όμως ο θεατής έχει την αίσθηση της βασανιστικής διάρκειας του χρόνου... «Τα χρώματα σε αυτή την ταινία», γράφει η Pauline Kael στο περίφημο άρθρο της στο «New Yorker», «θυμίζουν τις τελευταίες ώρες του απογεύματος: πορτοκαλί, μπεζ, καφετί και ρόδινο -το ρόδινο της σάρκας που έχει αποστραγγιστεί από το αίμα, το ρόδινο του πτώματος. Είναι τόσο απαλά διαμορφωμένα από τον Βιτόριο Στοράρο, ώστε ρομαντισμός και αποσύνθεση γίνονται ένα. Η λυρική υπερβολή της μουσικής του Γκάτο Μπαρμπιέρι επιτείνει αυτή την εντύπωση. Εξω από το διαμέρισμα, τα γκρίζα κτίρια και ο θόρυβος είναι σαφώς το σύγχρονο Παρίσι, κι ωστόσο η πόλη μοιάζει βουβή...».
Κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν βγήκε αλώβητος από την εμπειρία της ταινίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά τραυματική. Η άγνωστη τότε Μαρία Σνάιντερ που έπαιζε δίπλα στον διάσημο Μπράντο, θα πει αργότερα πως υπέφερε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αισθανόταν ότι τη "χειρίζονται" ο συμπρωταγωνιστής της μαζί με τον σκηνοθέτη. Δεν ξαναγύρισε άλλη ερωτική σκηνή σε ταινία από τότε. Η απρόσωπη σεξουαλική σχέση σ' ένα άδειο παριζιάνικο διαμέρισμα, με τον ήρωα να θρηνεί τον θάνατο της γυναίκας του, ήταν το «όχημα» για τον Μάρλον Μπράντο προκειμένου να μιλήσει για την αβάσταχτη μοναξιά και την ερήμωση της ψυχής, καθώς πολλοί από τους μονολόγους του, ιδιαίτερα εκεί όπου μιλά για την εγκατάλειψή του στα παιδικά του χρόνια, στηρίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες και βγήκαν μέσα από αυτοσχεδιασμό. «Όταν τέλειωσε, αποφάσισα ότι ποτέ ξανά δεν θα κατέστρεφα τον εαυτό μου συναισθηματικά για να φτιάξω μια ταινία», θα πει ο Μπράντο στην αυτοβιογραφία του. Και όντως, στα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του θα δουλεύει μόνο με μεγάλη αμοιβή για μικρούς ρόλους, χωρίς να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τις ταινίες που γυρίζει...
..................................................................................................................................
Μια "απάντηση" στον κ. Πανούση με την άκρως αφοπλιστική "ελαφρότητα" υπερρεαλιστή μας ποιητή...
Από τα «Γραπτά ή την Προσωπική Μυθολογία»
Του Ανδρέα Εμπειρίκου
ΡΩΜΥΛΟΣ ΚΑΙ ΡΩΜΟΣ
Ή
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΝ ΠΛΩ
ΕΙΣ ΜΗΤΡΙΚΗΝ ΑΓΚΑΛΗΝ
Το πλοίον (ένα βαπόρι φορτηγό), πλέει προς τον προορισμόν του. Άνεμοι μέτριοι έως ισχυροί δροσίζουν το θερμό, καλοκαιριάτικο ταξείδι.*
Μια γυναίκα, καθισμένη σε σκαμνί, ρεμβάζει στο κατάστρωμα, με ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Ένας επιβάτης, ευαίσθητος και οξυδερκής, καθήμενος επί ανακλίντρου, βλέπει, εντεύθεν της κουπαστής, την νέα γυναίκα με το βρέφος, και εκείθεν του κικλιδώματος, έχοντας πάντοτε την μάνα και το γιο τέκνον της εντός του οπτικού πεδίου, βλέπει, συγχρόνως την κυματίζουσα και αφρόεσσα επιφάνεια του πελάγους.
Δελφίνια στιλπνά βυθίζονται και αναδύονται από το ύδωρ. Το ατμόπλοιον λικνίζεται στο κύμα. Το βρέφος λικνίζεται στην μητρικήν αγκάλην. Ο επιβάτης παρατηρεί την μάνα και το βρέφος, και κάποτε αδημονεί, και κάποτε εφησυχάζει.
Ο ορίζων ανέρχεται. Ο ορίζων κατέρχεται. Και οτέ μεν υπέρκειται και δεσπόζει, οτέ δε κρύπτεται (για μια στιγμή) κάτω απ’ την γραμμή του καταστρώματος.
Ο άνεμος σφυρίζει στους ιστούς και εναρμονίζεται με τους τριγμούς των ξύλων.
Ο ήλιος λάμπει.
Η μάνα ρεμβάζει.
Αίφνης το βρέφος αρχίζει να ουρλιάζη και η μητέρα του (γυνή δολιχοκέφαλος), το ανασηκώνει, του ομιλεί, αλλά δεν ημπορεί να το ησυχάση.
Ο επιβάτης παρατηρεί την νέα γυναίκα και το βρέφος, και μία ελπίς γεννιέται στην καρδιά του… Υπάρχουν μαστοί σαν πορτοκάλλια. Υπάρχουν μαστοί που μοιάζουν με αχλάδια. Υπάρχουν μαστοί που μοιάζουν με ελπίδες.
Το βρέφος εξακολουθεί να ουρλιάζη. Ματαίως η μητέρα του προσπαθεί να το ησυχάση.
Η ελπίς του επιβάτου δυναμώνει.
Το βρέφος ολολύζει πιο πολύ.
Τέλος η μάνα του το αποφασίζει. Βγάζει γοργά το ένα της βυζί, και δίνει την ρώγα του εις το παιδί της. Το βρέφος, με άμετρη λαχτάρα το αρπάζει, και με ηδονή το πιπιλίζει.
Ο επιβάτης στέκει απότομα στα πόδια του.
Ο ορίζων ανέρχεται.
Ο ορίζων κατέρχεται.
Αστραφτερά, στη θάλασσα, πηδούνε τα δελφίνια.
Το βρέφος πιπιλίζει με μανία. Η μάνα κοιτάζει το παιδί. Ο ήλιος λάμπει. Ο άνεμος μέλπει και σφυρίζει. Με άφατον ηδονήν το βρέφος πιπιλίζει.
Σιγά-σιγά, ο επιβάτης πλησιάζει από πίσω. Έπειτα σκύβει, μονομιάς, επάνω απ’ την γυναίκα, και βγάζει το άλλο της βυζί.
Μια αναφώνησις ηχεί. Κανένας δεν ακούει. Ο επιβάτης σκύβει πιο πολύ, και παίρνει στο στόμα του την άλλη ρώγα. Δευτέρα αναφώνησις ηχεί. Μα ο επιβάτης εξακολουθεί.
Άλλη διαμαρτυρία δεν ακούεται. Γιατί να ακουσθή; Ο ήλιος λάμπει. Τα δελφίνια σκιρτούν. Υγρόν ψιμύθιον αφρού αναπηδά από το κύμα. Γιατί να διαμαρτυρηθή η νέα γυναίκα; Γιατί να μεμψιμοιρήση; Τρεις άνθρωποι τέρπονται. Κανένας δεν τους βλέπει.
Η μάνα αφήνεται και αναστενάζει.
Ο έρωτας είναι γλυκός.
Η ζωή ωραία.
Αντί επιλόγου
Το ίδιο βράδυ, η νεαρά γυνή, δέχθηκε στην καμπίνα της τον άγνωστον επιβάτη. Οσάκις ξυπνούσε το παιδί, το έπαιρνε στην αγκαλιά της. Ο άνδρας, όμως, δεν έφευγε. Γιατί να φύγη; Στην ηδονή υπάρχουν πολλαί στάσεις. Ο έρωτας είναι γλυκός. Η ζωή ωραία.
*: Εννοείται, ότι τηρήθηκε πιστά η ορθογραφία του ποιητή.
..................................................................................................................................
...ή με την οπτική ενός πολύ ενδιαφέροντος μυθιστορήματος από την Φινλανδία που απηχεί τις ιδέες ερωτικής και σεξουαλικής απελευθέρωσης του τέλους της δεκαετίας του '60 και των αρχών αυτής του '70...
Από το μυθιστόρημα της Έεβα Κίλπι «Ταμάρα»
(μτφ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»,1991)
…«Έννοια σου και θα έρθουν καινούργιες λύπες», είπα…
…Αν και δεν της αρέσει η «χειραγώγηση» (όπως τη λέει) , την επιτρέπει πάντα όταν κάνει μπάνιο. Πλένω προσεχτικά κάθε πτυχή και δεν βιάζομαι. Στην αρχή, αυτή δεν δίνει σημασία, έπειτα όμως αρχίζει ν’ αφουγκράζεται τις κινήσεις των δαχτύλων μου, ώσπου πέφτει πλατσουρίζοντας στο νερό και βρίσκεται καθισμένη μέσα στη μπανιέρα. Βγάζω το βούλωμα και καθώς η μπανιέρα αδειάζει απ’ το νερό αλείβω με σαπούνι τα στήθη της Ταμάρας, την κοιλιά της, τις μασχάλες, τον αφαλό της και πριν αυτή συνέλθει και αλλάξει γνώμη, παίρνω το ντους και το κατευθύνω ανάμεσα στα σκέλη της. Αυτή στριφογυρίζει, γελάει και ξεφωνίζει, με μαλώνει και μ’ ικετεύει να τη λυπηθώ, εγώ όμως είμαι ανελέητος, κρατώ σταθερά το ντους στην ίδια θέση, βλέπω τη σάρκα της να μαστιγώνεται όπως τα πέταλα του λουλουδιού στην νεροποντή, ξέροντας πολύ καλά ότι δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό ενάντια στη θέλησή της. Στο τέλος το σώμα της τεντώνεται σαν τόξο, κατακόκκινο, με κλειστά μάτια, με μαργαριτάρια ιδρώτα στο μέτωπο, και παλεύει ν’ απελευθερωθεί, αλλά πάντα σαν να κρέμεται από την αλυσίδα του ντους. Έπειτα δυο, τρεις, τέσσερις σπασμοί τραντάζουν το κορμί της κι η Ταμάρα κείτεται στη μπανιέρα με σφαλιστά τα μάτια, σαν πτώμα. Ξεπλένω το σώμα της, τις μασχάλες, το λαιμό, τις ρόγες των βυζιών της, κι όταν στρέφω πάλι το ντους στο ευαίσθητο σημείο αυτή τραντάζεται από νέους σφοδρούς σπασμούς. Αυτή είναι η μόνη μορφή βίας που καταφέρνω να εξασκήσω πάνω της. Ή μάλλον η μόνη συγκεκριμένη πράξη.
«Είσαι κακός», λέει καθώς σηκώνεται απ’ τη μπανιέρα, τυλίγοντας γύρω της ένα μπουρνούζι. Η φωνή της φανερώνει ότι δεν είναι θυμωμένη, αν και πότε-πότε νευριάζει.
«Μ’ εξαντλεί αυτό», λέει. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
«Τι πρέπει να κάνεις δηλαδή;»
Δεν απαντάει, μόνο τριγυρίζει στο δωμάτιο με βρεμένα πόδια, σκουπίζει τ’ αυτιά της, ψάχνει να βρει κάτι, ξεχνάει τι είναι αυτό, ξεχνάει να καθήσει. Νιώθω μια κρυφή ευχαρίστηση βλέποντάς την σ’ αυτήν την κατάσταση, σαν να ‘ναι δικό μου επίτευγμα, αφού μάλιστα ξέρω πως η Ταμάρα εκτιμά αυτήν την εμπειρία. «Η αγάπη πρέπει να σου κόβει την ανάσα, να σε ζαλίζει, να σε κάνει να χάνεις την αίσθηση του χρόνου και του χώρου, να γκρεμίζει τον κόσμο ολόκληρο κι εσύ να θάβεσαι στα συντρίμμια, νιώθοντας ανακούφιση που επιτέλους συνέβη αυτό/είμαι βέβαιη», λέει, «πως στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν δυο αυτοκίνητα συγκρούονται μετωπικά, όταν γίνεται μια φοβερή έκρηξη, όταν πεθαίνει κανείς, αισθάνεται για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αγαλλίαση που η κατάσταση ξέφυγε απ’ τον έλεγχό του, που επιτέλους έχει το δικαίωμα να τα εγκαταλείψει όλα και να πάψει να παλεύει. Είναι η ανακούφιση της τελικής αυτοεγκατάλειψης, μια κατάσταση, απ’ την οποία δεν θα επιστρέψει ποτέ για να πει τι ένιωσε. Και στην αγάπη, επίσης, οι κόσμοι συγκρούονται ο ένας με τον άλλο, τα ηλιακά συστήματα εκρήγνυνται, διαλύονται, αλλά πάντα μένει κάτι που εξακολουθεί την πορεία του στο διάστημα και κάποιοι καινούργιοι συνδυασμοί των στοιχείων έρχονται να πλουτίσουν την ύπαρξη»…
……………………………………………………………………………………………………………..
…Όταν ήρθε η Ταμάρα κι άρχισε να γδύνεται στην άλλη άκρη του φαρδιού, διπλού κρεβατιού, την κοίταξα μ’ έναν καινούργιο τρόπο. Η παρουσία μιας ξένης γυναίκας σ’ αυτό το σπίτι, όπου συνήθως ήμασταν μόνοι οι δυο μας, μ’ έκανε να νιώθω αλλιώτικα απ’ τις άλλες φορές. Ξαφνικά, το γεγονός ότι καταλήξαμε σ’ αυτό το δωμάτιο μου φάνηκε σημαντικότερο απ’ όσο άλλοτε. Πρόσεξα πως το σουτιέν της είχε πλισαρισμένες μπρατέλες. Μου φάνηκε κι αυτό σημαντικό. Θυμάμαι πως έγειρα προς το μέρος της και την τράβηξα κοντά μου· έχω δυνατά μπράτσα. Είπα δυο φορές: «Γυναίκα μου. Γυναίκα μου».
Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγινε έπειτα, αλλά μου φαίνεται πως κάποια στιγμή η Μίργια πρόβαλε στην πόρτα κι είπε: « Δεν ξέρω αν είναι φυσικό ή αφύσικο, αλλά μου φαίνεται πως δεν είναι σωστό να κοιμηθώ μόνη, ενώ εσείς κοιμάστε μαζί και ζεσταίνετε ο ένας τον άλλο». Είχε τυλιγμένη γύρω της εκείνη την παλιά κουβέρτα. Κι η Ταμάρα απάντησε: «Έλα και ξάπλωσε εδώ, απ’ την άλλη πλευρά του». Κι η κοπέλα ήρθε, άφησε την παλιά κουβέρτα να πέσει στο πάτωμα πλάι στο κρεβάτι και δεν φορούσε τίποτα από κάτω. «Πώς χαϊδεύουν έναν άνδρα;» είπε η κοπέλα. «Δεν ξέρω, γιατί ήμουν παντρεμένη μ’ έναν άνδρα που γαργαλιόταν κι ήταν πάντα έτοιμος. Ούτε κι αυτός ανεχόταν την αγάπη, κανένας δεν την ανέχεται». «Μπορείς να δοκιμάσεις μαζί του», είπε η Ταμάρα, «αλλά μην απογοητευτείς από το αποτέλεσμα». Και κάποια στιγμή τα χέρια τους συναντήθηκαν πάνω μου. Και μου φάνηκε πως μπορούσα να κουνηθώ και πως κουνιόμουν μέσα τους, πότε στη μια πότε στην άλλη, και πως η κοπέλα ήταν διαφορετική από την Ταμάρα και πως τις γευόμουν και τις δυο και τις άφηνα να με γευτούν κι αυτές και πως δεν ήξερα ποιαν από τις δυο γύρευα, τις ήθελα και τις δύο, και πως κάποια στιγμή ρώτησα με πόσους μπορεί να κάνει έρωτα ένας άνθρωπος κι η Ταμάρα απάντησε: «τουλάχιστο με τέσσερις», και πως τελικά ένιωθα καθαρά πως ήθελα να απολαύσω την κοπέλα, γιατί ήταν καινούργια και θα έφευγε, ενώ η Ταμάρα υπήρχε από πριν και θα ήταν πάντα μέσα μου. Κι αισθάνθηκα πως θα ήταν υπέροχα αν απελευθερωνόμουν απ’ αυτή την στιγμή, και για όσο διαρκούν δυο-τρία φτερουγίσματα ένιωσα πέρα για πέρα ελέυθερος.
Θέλησα πολλές φορές να ρωτήσω την Ταμάρα αν όλ’ αυτά συνέβησαν πραγματικά, αλλά δεν έβρισκα ευκαιρία που μια τέτοια ερώτηση να ερχόταν φυσιολογικά, κι έτσι την ανέβαλλα ολοένα.
Το πρωί είχαν γίνει άφαντες και οι δύο και φοβήθηκα πως ακόμα κι η Ταμάρα υπήρξε μόνο στη φαντασία μου…
«Ένα καλό ερωτικό μυθιστόρημα ασχολείται εξίσου με τα αισθήματα όσο και με το σεξ. Κι επίσης μιλάει για τον πόνο, που είναι αναπόσπαστα δεμένος με την αγάπη. Η πορνογραφία δεν το κάνει αυτό». (Eeva Kilpi,που έγραψε την «Ταμάρα» το 1972 και κατηγορήθηκε στη χώρα της, τη Φινλανδία, ότι έγραψε ένα καθαρό πορνογράφημα)
…ΤΩΡΑ ΗΤΑΝ η σειρά μου ν’ ακούω βήματα και να νομίζω πως βλέπω την Ταμάρα να πλησιάζει, να έρχεται χωρίς τελειωμό, να βαδίζει κάτω απ’ τις λεύκες, να γυρίζει για να διασχίσει το δρόμο και να μπει στην αυλή μου ανοίγοντας την καγκελόπορτα με τους σκουριασμένους ρεζέδες. Πολλές φορές σήκωνα το χέρι μου για να τη χαιρετήσω κι ήμουν έτοιμος να της φωνάξω απ’ το παράθυρο για να την ακούσω ν’ απαντάει, δεν μπορούσα να περιμένω ν’ ανεβεί τα σκαλιά, αφού προηγουμένως στεκόταν ίσως για να παραπονεθεί πως τ’ αγιόχορτα είχαν πνίξει τα παρτέρια και πως η πλαγιά με τις ξινήθρες και τη νεαρή κοκκινόκορφη λεύκα ήταν απεριποίητη κι απότιστη. Αλλά πάντα, σαν αβασκαμένη από έναν κακό μάγο, μεταμορφωνόταν σε ξένη τη στιγμή ακριβώς που θα έβλεπα επιτέλους το πρόσωπό της. Ξαφνικά στεκόταν στην καγκελόπορτα μια άγνωστη γυναίκα, που έψαχνε για άλλη διεύθυνση, και το πλάσμα με τα σκούρα μαλλιά, στο οποίο είχα χαμογελάσει και γνέψει, προσπερνούσε με κλειστό πρόσωπο· το γνώριμο βήμα που είχα φανταστεί πως κατευθυνόταν με λαχτάρα προς το μέρος μου γινόταν μπροστά στα μάτια μου ένα άτσαλο βιαστικό περπάτημα κι η φούστα που νόμιζα πως αναγνώρισα από μακριά συνέχιζε το δρόμο της με κοροϊδευτικά κουνήματα. Σερνόμουν από παράθυρο σε παράθυρο, πιέζοντα στα ιδρωμένα χέρια μου αντικείμενα που είχε φέρει εκείνη ή της ανήκαν, σταγονόσχημα μπουκαλάκια με λοσιόν για τα μαλλιά, ένα αποσμητικό ρόλερ, που η εκνευριστική μπαλίτσα του γύριζε υγρή στις μασχάλες της, αφήνοντας την κολλώδη ουσία της στις μαύρες τρίχες, ρούχα που είχε ξεχάσει ή αφήσει επίτηδες στο σπίτι μου, κυλοτίτσες που θα πρέπει να έσφιγγαν τους γλουτούς της σαν θήκη, ξεφτισμένα καλσόν που τα είχε αφήσει σπίτι μου για να τα φοράει όταν συγύριζε (λες και συγύρισε ποτέ το σπίτι μου) ή με μακριά παντελόνια στην εξοχή (όπου ποτέ δεν θυμήθηκε να τα πάρει μαζί της). Έχωνα το χέρι μου μέσα τους, τα τέντωνα με τα δάχτυλά μου, ήταν απίστευτα λεπτά κι ελαστικά, μερικά γυάλιζαν λίγο και μου θύμιζαν πώς στραφτοβολούσαν τα πόδια της, ριγμένα πάνω απ’ το μπράτσο της πολυθρόνας, με τα κόκκινα νύχια να λαμπυρίζουν ανάμεσα απ’ το νάυλον σαν ένα ακαθόριστο σύμβολο. Μερικά ρούχα της φύλαγαν μνήμες απ’ τη σιλουέτα και τις μυρωδιές της. Σ’ ένα μαξιλάρι είχε μείνει η μυρωδιά των μαλλιών της, η βέστα μιας πυτζάμας που σπάνια φορούσε είχε κρατήσει τη μυρωδιά του δέρματός της κι ενός πολύ απαλού αρώματος, που ίσως προερχόταν από το σαπούνι ή κάποιο γαλάκτωμα για τον καθαρισμό του δέρματός της ή από ένα αντηλιακό που χρησιμοποιούσε πριν από τις διακοπές μας, όταν ήταν ξαπλωμένη στο μπαλκόνι και λιαζόταν. Το παντελόνι της πυτζάμας μου θύμιζε τη μητέρα μου και – αυτό μπορεί να ήταν απλώς η φαντασία μου – το μητρικό γάλα. Πάντα είχα την εντύπωση ότι το μητρικό γάλα έχει τη μυρωδιά της γυναίκας, ότι όλα τα γυναικεία σωματικά υγρά έχουν την ίδια μυρωδιά κι ότι γι’ αυτό το λόγο αρέσει στους άνδρες να παίρνουν τη γυναίκα με το στόμα τους, να τη γλείφουν παντού, κάτι που κάνει πότε-πότε την Ταμάρα ν’ απορεί…
…………………………………………………………………………………………………………
…«Σου τηλεφώνησε; Συναντηθήκατε;»
Σχεδόν ξεφώνιζα.
«Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ήρθα εδώ», είπε η Ταμάρα. «Δεν αντέχω αυτήν την ανάκριση. Μου τηλεφώνησε».
«Και τι είπε;»
«Απ’ όσο θυμάμαι, ρώτησε μήπως ξέχασε στην εξοχή το κολάρο και το λουρί ενός απ’ τα σκυλιά».
Ζήτησα πάλι νερό. Μου άπλωσε το ποτήρι, που είχε ακόμα μια γουλιά στον πάτο.
«Τίποτ’ άλλο;» ρώτησα αφού την ήπια.
«Πώς, είπε αυτά που λέμε συνήθως στο τηλέφωνο. Τι κάνεις, ωραία περάσαμε τις προάλλες, να ξαναβρεθούμε καμιά φορά, αλλά για την ώρα είμαι πολύ απασχολημένος».
«Το κτήνος, το γουρούνι, το κάθαρμα… Κι εσύ δεν τον ρώτησες τίποτα;»
«Τι να τον ρωτούσα; Η μόνη ερώτηση που θα ήθελα να του κάνω είναι: Γιατί μ’ απαρνήθηκες;»
Ήταν σκοτεινά, κι απ’ την πολυθρόνα μου δεν μπορούσα να δω καθαρά το πρόσωπό της. Καθόταν σκυφτή, με τα χέρια στους κροτάφους της, τα μαλλιά χυμένα πάνω στα χέρια της. Πέρασε ώρα ώσπου να καταλάβω πως έκλαιγε, πως κάποια στιγμή είχε αρχίσει να κλαίει.
Έζησα εκείνη την οδυνηρή, αν κι ενδιαφέρουσα στιγμή όπου ο επιστήμονας διαπιστώνει ότι η επιστήμη του τον προδίνει, αφήνοντάς τον αμήχανο, μετέωρο, σαν χαρταετό που χάνεται στα σύννεφα/ τα πουλιά των λέξεων πέταξαν μακριά μου και ο βράχος της ψυχολογίας της γλώσσας, πάνω στον οποίο είχα θεμελιώσει ολόκληρη τη βιοθεωρία μου («όλα είναι όπως μπορείς να τα εκφράσεις καλύτερα» και πάει λέγοντας) έτρεμε κάτω απ’ τα πόδια μου, σείοντας την ψυχή μου μ’ ένα απειλητικό βουητό.
Το κλάμα της είχε αρχίσει απ’ το στόμα, μαζί με τα τελευταία λόγια της, κι έτσι οι λέξεις βρέθηκαν να κολυμπούν μέσα στα δάκρυα, σαν ένα μήνυμα σε μπουκάλι που ρίχνεται στο νερό την τελευταία στιγμή. Καθώς οι λυγμοί της δυνάμωναν, διαπερνούσαν όλο και βαθύτερα στρώματα, που τελικά ενώθηκαν για να ομολογήσουν τον πόνο της ψυχής της μπροστά σ’ αυτό το βασικό ερώτημα, το μόνο που ήθελε και δεν τόλμησε να κάνει· αλλά ούτε αυτό ήταν αρκετό: έπρεπε να το πάρει απόφαση πως δεν θα ερχόταν ποτέ απάντηση, κι αν ακόμα ερχόταν δεν θα ήταν ικανοποιητική.
Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου, αλλά η προσπάθειά της έμεινε μισή· ρίχτηκε στο πάτωμα κι άρχισε να ουρλιάζει. Το ουρλιαχτό είναι το πρώτο και τελευταίο δικαίωμα του ανθρώπου, όπως είχαμε συμφωνήσει κάποτε, και θεωρούσα ότι δεν μπορούσα να το εμποδίσω στο όνομα της συμπόνιας ή της φροντίδας. Όσο σχολαστικά κι αν προσέχω τα έπιπλα του δωματίου μου, εκείνην τη στιγμή θα της επέτρεπα να ξεράσει ή να τα κάνει πάνω στο χαλί· αυτή τη συμβουλή θα της έδινα, αν μπορούσα ν’ ακουστώ. Νομίζω πως επαναλάμβανα ολοένα τ’ όνομά της. Επίσης νομίζω πως έκλαιγα· είχαν ανοίξει κι οι δικές μου βρύσες. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε έτσι…
«Η αναπηρία του αφηγητή βασίζεται στην πεποίθησή μου ότι όλοι είμαστε συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι· το συναίσθημα αντιμετωπίζεται τόσο σκληρά από τον κόσμο, ώστε ή πεθαίνει ή σακατεύεται, σαν ποδοπατημένο χορταράκι ανάμεσα στις πλάκες του λιθόστρωτου» Eeva Kilpi
…Έμεινε μια στιγμή ακουμπισμένη στο τραπεζάκι, θαρρείς για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της, έπειτα σύρθηκε κοντά μου στο πάτωμα κι έγειρε επιτέλους το κεφάλι της στην αγκαλιά μου. Βύθισα τα δάχτυλά μου στ’ ανάκατα μαλλιά της· πόσο είχαν πεθυμήσει το ένα τ’ άλλο, τούτα τα βουβά μέλη του σώματος!...
«Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι»: Ο ερωτισμός ως τραυματική εμπειρία
Τερζής Κ.
Ημερομηνία δημοσίευσης: "ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 15/08/2010
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η καριέρα του Μάρλον Μπράντο, του σημαντικότερου ηθοποιού του εικοστού αιώνα, βρισκόταν κοντά στο ναδίρ. Ήταν τότε που η συνάντησή του, σχεδόν ταυτόχρονα, με δύο σπουδαίους σκηνοθέτες, θα τον ξαναφέρει στο παγκόσμιο προσκήνιο: Ο νεαρός Φράνσις Φορντ Κόπολα στις ΗΠΑ αναζητούσε πρωταγωνιστή για τον φιλόδοξο «Νονό» του, και ένας μάλλον άγνωστος στο διεθνές κοινό Ιταλός σκηνοθέτης ονόματι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αποτόλμησε να πλησιάσει τον Μπράντο προτείνοντάς του έναν ριψοκίνδυνο ρόλο για την επόμενη ταινία του: Στις 14 Οκτωβρίου του 1972, η ταινία του Μπερτολούτσι, «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι" (Ultimo tango a Parigi) πρωτοπαρουσιάζεται στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης.
Ασυνήθιστη επιλογή: ο τυπικά Ευρωπαίος Μπερτολούτσι θεώρησε μάλλον ότι ο «Νέος Κόσμος» θα δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στο τόλμημά του, και όντως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με την ηγερία της αμερικανικής κινηματογραφικής κριτικής Pauline Kael να γράφει έναν πραγματικό ύμνο στο περιοδικό «New Yorker», μιλώντας για «ιστορική στιγμή» για τον παγκόσμιο κινηματογράφο: «Πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ, κι ίσως αποδειχθεί η πιο απελευθερωτική ταινία του κινηματογράφου».
Δεν νομίζω ότι ο χρόνος δικαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις, αλλά οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμη τον σάλο που προκάλεσε η ταινία εκείνη την εποχή (στην Ελλάδα της χούντας προβλήθηκε μια αγρίως λογοκριμένη βερσιόν και κάποιοι είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό μόνο και μόνο για να δουν την «αυθεντική» κόπια). Πράγματι, η ταινία, που ξεκίνησε την εμπορική καριέρα της από το Παρίσι, θα σαρώσει τα ταμεία σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ένα απίστευτο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών, που είναι το περιτύλιγμα ενός σπαραχτικού πυρήνα υπαρξιακού αδιεξόδου. «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» αφηγείται την οριακή, «στην κόψη του ξυραφιού», σχέση ενός 45άρη Αμερικανού με μια νεαρή Γαλλίδα μέσα από μια διαδρομή αυτοκαταστροφής - ένα σχόλιο για τ
η σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού, που αγγίζει και ξεπερνά τα όρια του σαδομαζοχισμού και της συντριπτικής εξουθένωσης...
Όταν ο Μάρλον Μπράντο ρωτήθηκε, σε μια συνέντευξή του το 1979 στο περιοδικό «Playboy», ποιο κατά τη γνώμη του ήταν το «θέμα» στο «Τελευταίο τανγκό», απάντησε με το γνωστό ύφος του, που δεν επέτρεπε δεύτερη κουβέντα: «Η ψυχανάλυση του Μπερτολούτσι». Βέβαια, ο Μπερτολούτσι είχε φροντίσει προκαταβολικά να επιβεβαιώσει την άποψη του Μπράντο, καθώς είχε συμπεριλάβει το όνομα του ψυχαναλυτή του στους τίτλους του τέλους! Για ποιο λόγο; «Επειδή με έσπρωξε να πάω παραπέρα... Βρήκα έναν τρόπο να μιλήσω για τις εμμονές μου χωρίς να κοκκινίζω. Και συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μια έντονα ρομαντική πτυχή σε αυτή την ιστορία, που κρυβόταν πίσω από τις πιο προκλητικές στιγμές της ταινίας. Το πιο ρομαντικό είναι ότι ένας άντρας και μια γυναίκα προσπαθούν να επικοινωνήσουν, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, χωρίς διεύθυνση, απλώς μέσω των κορμιών τους».
Η εποχή εκείνη ωστόσο δεν ήταν εντελώς «έτοιμη» για να δεχθεί την ταινία. Ξεσηκώθηκε ένας ορυμαγδός καταγγελιών, κατασχέσεων, απαγορεύσεων και ο ίδιος ο Μπερτολούτσι θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια! Αλλά σίγουρα ήταν η εποχή της αναζήτησης του «Άλλου». Ο τριαντάχρονος τότε Μπερνάντο Μπερτολούτσι ήταν μάλλον ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Είχε περάσει ήδη από την επιρροή του Παζολίνι στη «γκονταρική» αναζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του '60 και δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Και φυσικά το πολιτικό πρόταγμα ήταν κυρίαρχο. Πολλά χρόνια αργότερα θα σχολιάσει με πικρία: «Πιστεύαμε ότι θα καταφέρναμε να βάλουμε τέλος στη ζούγκλα των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αυταρχικότητα. Κι όταν η περίοδος αυτή τελείωσε το '78 με τον θάνατο του Άλντο Μόρο, για μένα τέλειωσε και το όνειρο».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», που η ιστορία του διαδραματίζεται τυπικά σε δυο-τρεις μέρες, όμως ο θεατής έχει την αίσθηση της βασανιστικής διάρκειας του χρόνου... «Τα χρώματα σε αυτή την ταινία», γράφει η Pauline Kael στο περίφημο άρθρο της στο «New Yorker», «θυμίζουν τις τελευταίες ώρες του απογεύματος: πορτοκαλί, μπεζ, καφετί και ρόδινο -το ρόδινο της σάρκας που έχει αποστραγγιστεί από το αίμα, το ρόδινο του πτώματος. Είναι τόσο απαλά διαμορφωμένα από τον Βιτόριο Στοράρο, ώστε ρομαντισμός και αποσύνθεση γίνονται ένα. Η λυρική υπερβολή της μουσικής του Γκάτο Μπαρμπιέρι επιτείνει αυτή την εντύπωση. Εξω από το διαμέρισμα, τα γκρίζα κτίρια και ο θόρυβος είναι σαφώς το σύγχρονο Παρίσι, κι ωστόσο η πόλη μοιάζει βουβή...».
Κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν βγήκε αλώβητος από την εμπειρία της ταινίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά τραυματική. Η άγνωστη τότε Μαρία Σνάιντερ που έπαιζε δίπλα στον διάσημο Μπράντο, θα πει αργότερα πως υπέφερε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αισθανόταν ότι τη "χειρίζονται" ο συμπρωταγωνιστής της μαζί με τον σκηνοθέτη. Δεν ξαναγύρισε άλλη ερωτική σκηνή σε ταινία από τότε. Η απρόσωπη σεξουαλική σχέση σ' ένα άδειο παριζιάνικο διαμέρισμα, με τον ήρωα να θρηνεί τον θάνατο της γυναίκας του, ήταν το «όχημα» για τον Μάρλον Μπράντο προκειμένου να μιλήσει για την αβάσταχτη μοναξιά και την ερήμωση της ψυχής, καθώς πολλοί από τους μονολόγους του, ιδιαίτερα εκεί όπου μιλά για την εγκατάλειψή του στα παιδικά του χρόνια, στηρίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες και βγήκαν μέσα από αυτοσχεδιασμό. «Όταν τέλειωσε, αποφάσισα ότι ποτέ ξανά δεν θα κατέστρεφα τον εαυτό μου συναισθηματικά για να φτιάξω μια ταινία», θα πει ο Μπράντο στην αυτοβιογραφία του. Και όντως, στα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του θα δουλεύει μόνο με μεγάλη αμοιβή για μικρούς ρόλους, χωρίς να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τις ταινίες που γυρίζει...
Το μόνο καθήκον είναι το πάθος της Νατάσας Μπαστέα ("ΝΕΑ", 13/8/2010)
ΤΟΥ ΕΙΠΕ: «Προσπαθώ να καταλάβω τις προθέσεις σου». Της είπε: «Μη σε απασχολούν οι προθέσεις μου- τις πραγματοποιώ σπάνια».
Του είπε: «Αν αλήθεια θέλουμε να ζήσουμε, καλύτερα ν΄ αρχίσουμε τώρα αμέσως». Της είπε: «Αν πάλι δεν θέλουμε δεν πειράζει, αλλά καλύτερα ν΄ αρχίσουμε να πεθαίνουμε».
Του είπε: «Δεν υπάρχουν απαντήσεις.
Μόνο επιλογές υπάρχουν». Της είπε:
«Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Μόνο επιλογές».
Χθες, πηγαίνοντας στη δουλειά κοίταξα στο φανάρι το διπλανό αυτοκίνητο. Ζέστη, κλειστά παράθυρα και αιρκοντίσιον. Το ζευγάρι είχε μια συνομιλία. Δεν θα την έλεγες χαλαρή. Δεν θα την έλεγες έντονη. Δεν θα την έλεγες αδιάφορη. Δεν θα την έλεγες ζήτημα ζωής και θανάτου. Κι ας είχε ένα τέλος κάπου εκεί δίπλα να παραμονεύει.
Χθες, στη θάλασσα παρατήρησα μια μητέρα να τινάζει την άμμο από τα πόδια του γιου της. Η άμμος ήταν βρεγμένη και επέμενε πεισματικά να μένει κολλημένη στο μαυρισμένο δέρμα του πιτσιρικά. Η μάχη μητέρας- άμμου τελείωσε με συντριπτική νίκη της σαρωτικής γυναικείας φύσης.
Μόνο ένας κόκκος έμεινε λίγο πάνω από τον αστράγαλο να λαμπυρίζει, κοιτώντας αγέρωχος αφ΄ υψηλού όσους υπέκυψαν.
Είχε στόχο να συνοδεύσει την οικογένεια στο σπίτι, να καθήσει στο τραπέζι, να ακούσει τις συζητήσεις, να ξαπλώσει στο παιδικό κρεβάτι και σήμερα την ίδια ώρα, λίγο πριν βουτήξει και πάλι ο πιτσιρικάς στη θάλασσα να επιστρέψει στην συντροφιά της παραλίας για να διηγηθεί στους υπόλοιπους την περιπέτεια. «Μόνο αυτοί που ρισκάρουν να πάνε πολύ μακριά μπορούν πιθανώς να ανακαλύψουν πόσο μακριά μπορούν να πάνε», σκεφτόταν. Δεν πρόλαβε. Την ώρα της επιβίβασης στο αυτοκίνητο γλίστρησε και έπεσε στην άσφαλτο. Εμεινε εκείανάμεσα σε αυτό από το οποίο έφευγε και σε εκείνο στο οποίο πήγαινε. Ανάμεσα στο τίποτα και το τίποτα. Ηταν κι αυτό κάτι.
Χθες, στο σούπερ μάρκετ ένας κύριος διάβαζε επίμονα τις ετικέτες των προϊόντων. Δεν έβλεπε καλά κι έφερνε τα βαζάκια σχεδόν μπροστά στη μύτη του.
Γιαούρτια, αναψυκτικά, κρέμες, πατατάκια γνώρισαν για λίγο τη δόξα μπεστ σέλερ:
τόση προσοχή στα σημεία στίξης και στις παραγράφους είχαν καιρό να δουν τα ράφια με τις κονσέρβες. Στο τέλος ο κύριος δεν αγόρασε τίποτα. Χόρτασε από γνώση.
Χθες, στην ταβέρνα ένα ουζάκι παραπάνω ήταν αρκετό για να υποκινήσει εξέγερση. «Σας θέλω λιγάκι τρελούς», έλεγε ο ηλικιωμένος σε μια παρέα νέων που κάθονταν μαζί. «Λίγο τρελούτσικους, να ξεφεύγετε από τα εμφιαλωμένα νοήματα. Η ζωή δεν έχει πώμα». Και δώστου έβγαζε το πώμα από τα μπουκάλια και το πέταγε κάτω για να δώσ΄ του έμφαση στην προτροπή. Οχι, το πώμα δεν το πήρε προσωπικά. Οι υποψήφιοι τρελούτσικοι, ναι.
ΧΘΕΣ, ΑΡΓΑ το βράδυ ένα ζευγαράκι καθόταν σε ένα ψωραλέο αλσύλλιο που διέκοπτε τις γραμμές της τρικυμισμένης πατησιώτικης τσιμεντοθάλασσας. Πώς το κάνουν αυτό οι ερωτευμένοι- να φτιάχνουν έναν κόσμο που δεν περιέχει τίποτε άλλο πέρα απ΄ τους ίδιους; Πώς το κάνουν αυτό οι ερωτευμένοι- να φτιάχνουν έναν κόσμο που περιέχει τα πάντα εκτός από εκείνους όπως ήταν πριν τον έρωτα;
Χθες, όλες αυτές οι εικόνες επιτέλεσαν το χρέος κάθε καλής ιστορίας: έγιναν σημεία εκκίνησης. Σήμερα έχουν απελευθερωθεί γύρω κι ανάμεσά μας ξεφεύγοντας από τους δημιουργούς τους. Ηδη κάποιοι άλλοι τις πλάθουν κάπου αλλού. Παρόντες στη ζωή μας κάθε στιγμή, αυτό είναι το μυστικό. Κάποιος λέει: το μόνο καθήκον είναι το πάθος...
Του είπε: «Αν αλήθεια θέλουμε να ζήσουμε, καλύτερα ν΄ αρχίσουμε τώρα αμέσως». Της είπε: «Αν πάλι δεν θέλουμε δεν πειράζει, αλλά καλύτερα ν΄ αρχίσουμε να πεθαίνουμε».
Του είπε: «Δεν υπάρχουν απαντήσεις.
Μόνο επιλογές υπάρχουν». Της είπε:
«Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Μόνο επιλογές».
Χθες, πηγαίνοντας στη δουλειά κοίταξα στο φανάρι το διπλανό αυτοκίνητο. Ζέστη, κλειστά παράθυρα και αιρκοντίσιον. Το ζευγάρι είχε μια συνομιλία. Δεν θα την έλεγες χαλαρή. Δεν θα την έλεγες έντονη. Δεν θα την έλεγες αδιάφορη. Δεν θα την έλεγες ζήτημα ζωής και θανάτου. Κι ας είχε ένα τέλος κάπου εκεί δίπλα να παραμονεύει.
Χθες, στη θάλασσα παρατήρησα μια μητέρα να τινάζει την άμμο από τα πόδια του γιου της. Η άμμος ήταν βρεγμένη και επέμενε πεισματικά να μένει κολλημένη στο μαυρισμένο δέρμα του πιτσιρικά. Η μάχη μητέρας- άμμου τελείωσε με συντριπτική νίκη της σαρωτικής γυναικείας φύσης.
Μόνο ένας κόκκος έμεινε λίγο πάνω από τον αστράγαλο να λαμπυρίζει, κοιτώντας αγέρωχος αφ΄ υψηλού όσους υπέκυψαν.
Είχε στόχο να συνοδεύσει την οικογένεια στο σπίτι, να καθήσει στο τραπέζι, να ακούσει τις συζητήσεις, να ξαπλώσει στο παιδικό κρεβάτι και σήμερα την ίδια ώρα, λίγο πριν βουτήξει και πάλι ο πιτσιρικάς στη θάλασσα να επιστρέψει στην συντροφιά της παραλίας για να διηγηθεί στους υπόλοιπους την περιπέτεια. «Μόνο αυτοί που ρισκάρουν να πάνε πολύ μακριά μπορούν πιθανώς να ανακαλύψουν πόσο μακριά μπορούν να πάνε», σκεφτόταν. Δεν πρόλαβε. Την ώρα της επιβίβασης στο αυτοκίνητο γλίστρησε και έπεσε στην άσφαλτο. Εμεινε εκείανάμεσα σε αυτό από το οποίο έφευγε και σε εκείνο στο οποίο πήγαινε. Ανάμεσα στο τίποτα και το τίποτα. Ηταν κι αυτό κάτι.
Χθες, στο σούπερ μάρκετ ένας κύριος διάβαζε επίμονα τις ετικέτες των προϊόντων. Δεν έβλεπε καλά κι έφερνε τα βαζάκια σχεδόν μπροστά στη μύτη του.
Γιαούρτια, αναψυκτικά, κρέμες, πατατάκια γνώρισαν για λίγο τη δόξα μπεστ σέλερ:
τόση προσοχή στα σημεία στίξης και στις παραγράφους είχαν καιρό να δουν τα ράφια με τις κονσέρβες. Στο τέλος ο κύριος δεν αγόρασε τίποτα. Χόρτασε από γνώση.
Χθες, στην ταβέρνα ένα ουζάκι παραπάνω ήταν αρκετό για να υποκινήσει εξέγερση. «Σας θέλω λιγάκι τρελούς», έλεγε ο ηλικιωμένος σε μια παρέα νέων που κάθονταν μαζί. «Λίγο τρελούτσικους, να ξεφεύγετε από τα εμφιαλωμένα νοήματα. Η ζωή δεν έχει πώμα». Και δώστου έβγαζε το πώμα από τα μπουκάλια και το πέταγε κάτω για να δώσ΄ του έμφαση στην προτροπή. Οχι, το πώμα δεν το πήρε προσωπικά. Οι υποψήφιοι τρελούτσικοι, ναι.
ΧΘΕΣ, ΑΡΓΑ το βράδυ ένα ζευγαράκι καθόταν σε ένα ψωραλέο αλσύλλιο που διέκοπτε τις γραμμές της τρικυμισμένης πατησιώτικης τσιμεντοθάλασσας. Πώς το κάνουν αυτό οι ερωτευμένοι- να φτιάχνουν έναν κόσμο που δεν περιέχει τίποτε άλλο πέρα απ΄ τους ίδιους; Πώς το κάνουν αυτό οι ερωτευμένοι- να φτιάχνουν έναν κόσμο που περιέχει τα πάντα εκτός από εκείνους όπως ήταν πριν τον έρωτα;
Χθες, όλες αυτές οι εικόνες επιτέλεσαν το χρέος κάθε καλής ιστορίας: έγιναν σημεία εκκίνησης. Σήμερα έχουν απελευθερωθεί γύρω κι ανάμεσά μας ξεφεύγοντας από τους δημιουργούς τους. Ηδη κάποιοι άλλοι τις πλάθουν κάπου αλλού. Παρόντες στη ζωή μας κάθε στιγμή, αυτό είναι το μυστικό. Κάποιος λέει: το μόνο καθήκον είναι το πάθος...
...που να έχει όνομα και πρόσωπο μέχρι την τελευταία πνοή, σαν αυτή του καταρρέοντος Μπράντο, πριν κολλήσει την τσίχλα στο κάγκελο, αποχαιρετώντας οριστικά τον ουρανό του Παρισιού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου