Το κουδούνι. Έτυχε να ‘ναι στο χολ. Η φωνή του στο θυροτηλέφωνο με αδημονία. Έλα, άνοιξε… Βαθιά ανάσα. Φαντάστηκε την πόρτα να παραμερίζει με προσπάθεια και μετά να κλείνει δυο βήματα πίσω του μ’ ένα κλακ. Οριστικό. Τώρα βαδίζει προς το ασανσέρ… το χέρι του στο στρογγυλό πόμολο… ετοιμάζεται ν’ ανοίξει… ή μήπως το περιμένει να κατέβει; Μια ματιά στον καθρέπτη. Ναι, είναι όμορφη, πολύ όμορφη, ξαναμμένη, ζωντανή, νέα, έξυπνη, δεν πρέπει να το ξεχνάει, αξίζει πολλά, αξίζει καλύτερα. Το ‘λεγε στον εαυτό της διαρκώς πριν γυρνώντας για να μην το ξεχνάει, της το ψιθύριζε ο Πάνος στο αυτί όλο το απόγευμα, της το ‘χε φωνάξει κι η ταλαίπωρη η μάνα της χρόνια πριν, μα τι του βρήκες του κοντοπίθαρου του καθηγητάκου που για να διορισθεί θα πάρει πρώτα σύνταξη! Ποια;, εκείνη που χήρα τώρα και με μια ψωραλέα σύνταξη έχει πέσει πάνω τους για γηροκόμημα φροντίζοντάς τους γι’ αντάλλαγμα το παιδί! Όπως και να ‘χει, αν την είχε ακούσει, λίγο αν σκεφτόταν πιο λογικά τότε, δεν θα βρισκόταν τώρα σε αυτή τη θέση. Αβέβαια βήματα, μπρος – πίσω, τα χέρια μισάνοιχτα στο πλάι, τι να κάνει τώρα, τι να πρωτοκάνει τα λίγα λεπτά που της μένουν; Προς την πόρτα του παιδιού. Κοιμάται. Και της μάνας της η ανάσα ρυθμική, ανίδεη. Την έκλεισε απαλά και με δυο βήματα – τόσο μικρό το χολ τους άλλωστε – πίεσε προς τα κάτω το χερούλι της εξώπορτας.
Το φωτάκι του ασανσέρ στο κόκκινο. Όπου να ‘ναι θα εμφανιστεί η καμπίνα σαν μια φωτεινή οριζόντια γραμμή στην αρχή και μετά λαμπερό τετράγωνο, παραλληλόγραμμο. Κι όλα θα τελειώσουν μετά. Εντάξει, ή τώρα ή ποτέ! Μα καλά, πώς κάνει έτσι; Αφού το σκέφθηκε, το αποφάσισε, είναι προετοιμασμένη για όλα, για όποια τροπή κι αν πάρουν τα πράγματα. Δεν θα κωλώσει τώρα, έτσι; Έχει κάνει τόσες πρόβες μέσα της. Τα ‘χει μάθει απ’ έξω τα λόγια.
Το αποφάσισε οριστικά έτσι καθώς κατηφόριζε γρήγορα, σχεδόν πετώντας, τη Συγγρού κι ο αέρας έφευγε μ’ έναν ελαφρύ βόμβο σαν φτεροκόπημα προς τα πίσω στα ιδρωμένα της μάγουλα και στα χυμένα ανάκατα μαλλιά, αλλά εκείνη είχε ξαναβρεί το νήμα, ένιωθε, και το στέρνο της φούσκωνε ως επάνω με μια πρωτόγνωρη δύναμη, είχε ξαναποκτήσει νόημα ο εαυτός της κι η ζωή της, η μέχρι τώρα κι αυτή που θα ‘ρθει, που θα ‘ρχόταν, είχε ξαναγαπήσει τον εαυτό της ξαφνικά, πλάσμα των δικών του χεριών κι άγαλμα των ματιών του, λιμάνι νιόσκαφο εκείνη για πάρτη του, που η καρίνα του πάντα προσεγγίζει με σοφία κι αλάθητο ένστικτο τον μυχό, αλλά και πείρα, έτσι της έλεγε για το λιμάνι της, σίγουρος για τους συνειρμούς που εκτοξεύει ολόγυρα σαν σπινθήρες, της τα ‘λεγε πάνω σε στιγμές τελείωσης απόλυτης κι εκείνη με μιας και ξαναγεννιόταν άλλος άνθρωπος, μόνο γι’ αυτόν σκεφτόταν και του το ‘λεγε, κομματάκι, εξάρτημα, μέσο, ειδώλιο, κόλπος απάνεμος μόνο για τον δικό του σκάφος, αγλαϊσμένη απ’ το φως της σοφίας του, καθηγητής της στο μεταπτυχιακό γαρ, έρμαιο στη ρητορική του δεινότητα, καθηγητής της στο μάθημα της Επικοινωνίας πιο συγκεκριμένα, όλος ο θαυμασμός της γι’ αυτόν καιρό τώρα, καιρόν πριν εντελώς τυχαία φαινομενικά πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, κι όλος ο σεβασμός της γύρναγε μπούμερανγκ κι αντανακλόνταν τώρα πάνω της, ναι, τον θαύμαζε τον εαυτό της και τον σεβόταν και τον αγαπούσε όσο ποτέ δεν τον αγάπησε 25 χρόνια τώρα, γιατί απλώς τον λάτρεψε εκείνος. Έτσι της έλεγε τουλάχιστον.
Όχι, αυτό δεν θα μπορούσε άλλο να συνεχιστεί. Δεν είναι φτιαγμένη για διπλή ζωή. Αυτή που δεν μπορούσε να πει ψέμα και να κοιτάξει μετά τον άλλο στα μάτια. Ο Σωκράτης θα καταλάβει, αργά ή γρήγορα. Πάντα καταλαβαίνει ο Σωκράτης. Αν και το τρικυμισμένο του πρόσωπο την πονάει ήδη πριν το αντικρύσει. Μα θα το αντέξει! Ο γιος της δεν χρειάζεται να καταλάβει γιατί είναι μόνο δύο. Κι ώσπου να μεγαλώσει έχει καιρό η ίδια να σκεφθεί, να στρογγυλέψει λίγο τα επιχειρήματά που θα τον πείσουν, θα υπάρξουν και καινούργια επιχειρήματα εν τω μεταξύ. Η μάνα της δεν θα καταλάβει φυσικά, αλλά δεν έχει και τόση σημασία πια, γιατί οι μάνες των κοριτσιών δεν καταλαβαίνουν ποτέ, ούτε πριν αλλά ούτε και μετά. Είναι άλλωστε πού αργά γι’ αυτήν, αφού ο Σωκράτης της έχει εξηγηθεί σπαθί, όπως θα της πει για μια ακόμη φορά, παρ’ ότι ήξερε εκείνος πως αυτή δεν τον ήθελε για γαμπρό από την αρχή αρχή! Όχι, η μάνα της είναι η μόνη που δεν θα καταλάβει. Γιατί στις μανάδες ποτέ δεν αρέσουν τα ρίσκα, ειδικά στις νησιώτισσες μανάδες, τα οποιαδήποτε ρίσκα, μα κυρίως των αποκατεστημένων θυγατέρων, μα δεν θα κάτσει ν’ ασχοληθεί. Ή τώρα ή ποτέ γι’ αυτήν! Θα πάρει το ρίσκο αυτή που δεν τόλμησε μέχρι τώρα, σαν τζογαδόρος θα τα παίξει όλα για όλα κι αυτό θα είναι το κέρδος τελικά, να πέσει και να σηκωθεί μόνη της, να ματώσει τα γόνατα και να συρθεί και να αναδυθεί στην επιφάνεια μετά μόνο σαν πιάσει πάτο, γιατί χαζή δεν είναι, κι ούτε τρέφει αυταπάτες, ο Πάνος δεν θα ρισκάρει ποτέ τίποτα γι’ αυτήν για το λιμάνι της, κι ούτε θα βουτήξει για να την ανταμώσει στον βυθό, γιατί του Πάνου του αρέσει να ρισκάρει από ψηλά καραβοκύρης μόνο κι αρμενίζοντας, πάντα γι’ αυτόν αυτή θα είναι η γκόμενα, έστω και η εκλεκτή, για κάποιον καιρό ακόμη ίσως. Και ταυτόχρονα θα ‘ναι πάντα περήφανος για τη γυναίκα του, συνομήλική του κι όχι 20 χρόνια μικρότερη όπως η ίδια, περήφανος για τα συγγράμματά της και για την εκλεκτή της καριέρα, ίσως καλύτερη ακόμη κι από τη δική του, λέει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, και προς τιμήν του.
Το ασανσέρ προσγειώθηκε μπροστά της μ’ έναν γδούπο όπως πάντα. Ένας όγκος από μέσα, η σκιά του, μα τι κρατάει; Το φως του απλώνεται αργά στο δάπεδο προς τη μεριά της, είχε ξεχάσει ν’ ανάψει το φως του διαδρόμου. Ο Σωκράτης όρθιος μπροστά της κρατώντας αγκαλιά, με την οθόνη να εφάπτεται στο στήθος του, έναν υπολογιστή. Το λουρί της δερμάτινης τσάντας με τα λυσάρια των Μαθηματικών κρεμασμένης στον δεξί του ώμο μόλις φαινόταν.
-Έλα, κράτησε λίγο την πόρτα.
-Για σένα, ματάκια, της είπε, ξεφορτώνοντας το βάρος προσεκτικά στο τραπέζι της κουζίνας. Για να μη μου λες πως θέλεις να γράψεις μα δεν μπορείς πάνω σε κωλόχαρτα γεμάτα μουτζούρες. Έχω αφήσει τον πύργο κάτω, ξανακατεβαίνω να τον πάρω.
-Μα πώς, πού τα βρήκες τα λεφτά; Δεν έχουμε, το είπαμε, το παιδί…
-Τι σε νοιάζει εσένα; Αυτό είναι δικό μου θέμα. Ένας συνάδελφος στο φροντιστήριο, κομπιουτεράς τον συναρμολόγησε, καινούργιος, άψογος, απλώς δεν τον πήρα έτοιμο, δηλαδή, από μαγαζί… Θα του δίνω τα λεφτά λίγα λίγα, του είπα, απ’ το καινούργιο ιδιαίτερο που φώναζες να μην το πάρω. Τώρα όταν σ’ αφήνω μόνη θα ‘χεις παρέα αυτόν εδώ, δεν θα παραπονιέσαι, θα γράφεις… Τι να γίνει, στο τραπέζι της κουζίνας προς το παρόν, μέχρι να πάμε σε μεγαλύτερο σπίτι…
Την βρήκε στο κρεβάτι μπρούμυτα βουτηγμένη στα δάκρυα σαν γύρισε. Καμιά σχέση με τον υπολογιστή, του είπε, πώς θα μπορούσε;, τον ευχαριστεί τόσο… μα τόσο, του το ‘πε και πριν… Να, εκείνο το καδράκι όμως σκεφτότανε, είπε, πάνω απ’ το τραπέζι της κουζίνας, με το ψαροκάικο να βγαίνει απ’ το λιμάνι. Κι έλεγε αλήθεια. Θα κάθεται και θα γράφει και θα το κοιτάει είχε σκεφθεί λίγο πριν κι ένιωσε κάπως… να, δεν ξέρει, ειλικρινά δεν ξέρει πώς της ήρθε ξαφνικά αυτό, απόψε ειδικά… ειδικά απόψε… της έχει λείψει όμως η Τήνος κάποια χρόνια τώρα και του το ‘χει πει, δεν το ‘χει;… ναι, θα γράφει και θα το κοιτάει, σκέφτεται…
Πραγματικά δεν ήξερε. Ούτε κι εκείνος βέβαια, πόσω μάλλον, κι ούτε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει, να φανταστεί, να συσχετίσει τα ασυσχέτιστα, τόσο τυχαία η εικόνα, τόσο μπανάλ, το εύρημα, δεν ήταν εύρημα!, η διέξοδος της συγκίνησης, του πόνου τέλος πάντων… Κι ούτε και τώρα ξέρει. Πόσα χρόνια μετά; Απ’ τις αρχές του ’90. Το ’92 νομίζει ήτανε. Απλώς τα θυμήθηκε όλ’ αυτά προσπαθώντας να απαντήσει αυτήν την πρώτη ερώτηση για τη συνέντευξη στην εφημερίδα κάτω από το γενικό τίτλο «Τα κουζινικά του Συγγραφέα», που της έστειλαν με e-mail σήμερα το πρωί. Τόσο χαζή! Τι θα πει, πώς πρωταρχίσατε να γράφετε; Όλοι κι όλες κάπως αρχίζουν κάποτε και γι’ άπειρους λόγους, που ίσως ύστερα από 20 τόσα χρόνια να μη θυμούνται καν.
«Όταν μου έφερε ο άντρας μου τον πρώτο υπολογιστή» πληκτρολόγησε γρήγορα και μετά τελεία. Θα μπορούσε να αρχίσει και με «επειδή» αντί για «όταν», αλλά ούτε κι αυτό θα απέδιδε την κατάσταση με μεγαλύτερη ακρίβεια. Κι ούτε ακόμη ξέρει αν έφταιγε ο υπολογιστής καν. Ε, και τι σημασία έχει πια, σκέφθηκε και προχώρησε στην επόμενη ερώτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου