Λαϊκή Απογευματινή
ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΩΝ γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης («Αθηνόραμα», τ.535, 12-18/8/10)
Τον Ιούλιο του ’68, λίγο μετά τον Μάη δηλαδή, βρεθήκαμε μόνοι κι έρημοι στο Παρίσι, όπου – εκτός από τα ξηλωμένα πεζοδρόμια, τα κομμένα δέντρα και την εθνική εορτή της 14ης Ιουλίου – εκείνο που μας ξάφνιασε ήταν η εκκένωση της πόλης. Σχεδόν σε όλα τα καταστήματα ήταν αναρτημένη η πινακίδα «Φερμετίρ ανιέλ», ήτοι «Φύγαμε για διακοπές». Μόνο έπειτα από μήνες πληροφορηθήκαμε ότι οι διακοπές για τους Γάλλους αποτελούσαν – και αποτελούν βέβαια – κοινωνικό δικαίωμα πρώτης γραμμής. Το έθιμο δεν άργησε να επιβληθεί και στα καθ’ ημάς· τώρα πια δεν νοείται καλοκαίρι χωρίς αναχώρηση έστω και για λίγο – έστω και για το χωριό ή έστω και για ένα σαββατοκύριακο. Εξαιρούνται ασφαλώς οι φυλακισμένοι, οι πένητες, οι γέροι και άρρωστοι, φυσικά οι μετανάστες και ακόμα πιο φυσικά οι νησιώτες! Θα περίμενε κάποιος ότι ο χρόνος των διακοπών (πιο σωστά των διακοπών εργασίας) θα σήμαινε αποσκίρτηση από τη ζωή στην πόλη, απαλλαγή από τους εθισμούς και τις ανέσεις, κατιτί δηλαδή σαν επιστροφή στον ευεργετικό πρωτογονισμό. Πράγματι, ο νέος που βουτάει ένα σακίδιο και παίρνει το πρώτο πλοίο της γραμμής δικαιώνει λιγάκι αυτήν την άποψη. Ισχύει όμως; Πόσοι κοιμούνται στην άμμο; Πόσοι την βγάζουν με σάντουιτς και λίγες μπύρες; Πόσοι στήνουν σκηνή στην αμμουδιά; Σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, οι διακοπές συνεπάγονται κανονικό ταξίδι με βαλίτσα, ρουχισμό, άπειρα συμπράγκαλα, φάρμακα, βιβλία, λάδια για τον ήλιο και ό,τι βάλει ο νους του παραθεριστή. Κατά μία έννοια δηλαδή, ο παραθεριστής έχει μεγαλύτερη ανάγκη την άνεση στις διακοπές: παραπονείται για το ξενοδοχείο, είναι μίζερος με τα φαγητά, αυστηρός με τη θάλασσα (λες κι οι ακτές έγιναν για τις διακοπές των εργαζομένων), μικρόψυχος με τους ντόπιους που – όπως λέει – τον αντιμετωπίζουν σαν ληστές στο δάσος. Ποιο είναι το μυστικό λοιπόν; Ο παραθεριστής μεταφέρει μαζί του τις συνήθειες της πόλης (και την ίδια την πόλη) ή θέλει να ζήσει στο νησί σαν να το έχει μεταφέρει ταχυδακτυλουργικά στην πόλη; Στην ουσία ισχύουν και τα δύο, για τον απλούστατο λόγο ο ξενομερίτης που φτάνει με τα μπαγκάζια και πατάει στην προβλήτα του λιμανιού είναι άνθρωπος χωρίς έκτακτη συμπεριφορά, προσαρμοσμένη στο νέο τόπο, παρά ριζωμένος και κακότροπος πρωτευουσιάνος – και ως εκ τούτου ευάλωτος. Μήπως τυχαία κρατάει διαρκώς το κινητό περίπου σαν περίστροφο και δίνει διαταγές σε όσους οικείους ή γείτονες έχουν μείνει πίσω; Τυχαία κάνει διαρκώς συγκρίσεις ώστε να μην του ξεφύγει το παραμικρό; Τυχαία, μετά τις πρώτες μέρες, ξυπνάει μέσα του η νοσταλγία για την πόλη και το «σπιτάκι» του; Ένα από τα πλέον άσχημα που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος είναι η μανία που πιάνει τους παραθεριστές όταν – λόγω καιρού (υπάρχουν και οι κάτοχοι ιστιοφόρων), λόγω αμέλειας ή για κάτι σχετικό – χάνουν το πλοίο της γραμμής και αναγκάζονται να περάσουν επιπλέον μερικές ώρες στο νησί κι έτσι έχουν την αρνητική ευκαιρία να «μισήσουν» την προσωρινή «εξορία» τους. Τότε η πόλη είναι πατρίδα και το νησί καψόνι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου