Μπορνχόλμερστρασε
Γράφει ο Χρήστος Αστερίου
Είναι μερικές φορές που η ζωή σπρώχνει τους ερωτευμένους να κτίσουν με τα ίδια τους τα χέρια τα τείχη που θα τους χωρίσουν από τον έρωτά τους. Είναι φορές που καταλήγουν να βολευτούν στα δεσμά τους. Και είναι άλλες φορές που διαλέγουν την ελευθερία τους θυσιάζοντας τον έρωτά τους. Τι γίνεται όμως αν κάποτε τα φέρει η ζωή να ξανασυναντηθούν; Θα ξαναξυπνήσουν τα θαμμένα αισθήματά τους ή θα δηλητηριαστούν οι αναμνήσεις τους; Ο Χρήστος Αστερίου εξερευνά μια τέτοια περίπτωση όπου η μεγάλη ιστορία έχει εισβάλει στις ιδιωτικές ζωές.
Η αλήθεια είναι πως είχα σκεφτεί πολλές φορές να σε ξεχάσω. Να το πάρω απόφαση και να πω ότι δεν υπήρξε ποτέ τίποτα ανάμεσά μας. Πως δεν σε είχα δει σ΄ εκείνη τη συνάντηση των αποφοίτων μέσα στο λινό σου, ολόλευκο φουστάνι, πως δεν σε είχα πλησιάσει μέσω του Στέφαν Χάας που σε γνώριζε από τις συναντήσεις της νεολαίας του κόμματος, πως δεν σε είχα ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή. Αναπολούσα εκείνες τις στιγμές και μαζί τις καταριόμουνα κιόλας γιατί δεν ήθελα να δεχτώ την εξέλιξη των πραγμάτων, την πρώτη σπίθα, την πυρκαγιά κι ύστερα την απουσία σου και το κενό, το σάλιο που στέρευε στον λαιμό μου όταν χανόμουνα στις σκέψεις προσπαθώντας να καταλάβω το γιατί. Στην αρχή μου φαινόταν δύσκολο αλλά με τον καιρό, πίστεψέ με, όλα άρχιζαν να αμβλύνονται μέσα μου. Αυτή η μάζα του πόνου, συμπαγής μαζί και φορτική, σαν μπάλα που φούσκωνε στο στήθος θέλοντας να με ξεκάνει, άρχισε με τον καιρό να μαλακώνει και να συρρικνώνεται σαν πληγή που θρέφει και κλείνει σιγά σιγά.
Τον πρώτο καιρό, ομολογώ πως δεν ήξερα τι να κάνω. Υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος ν΄ αντιδράσεις σε τέτοιες περιπτώσεις; Ακολουθείς μια συγκεκριμένη διαδρομή για να γιατρευτείς ή είναι όλα μια άσκηση ματαιότητας, μια διαδικασία που είσαι υποχρεωμένος να την περάσεις ούτως ή άλλως χωρίς εγγύηση επιτυχίας; Οι ανακρίσεις κρατούσαν ώρες ολόκληρες, τι ήξερα για τη δράση σου, αν ετοιμαζόμουνα κι εγώ να σ΄ ακολουθήσω, αν καταλάβαινα πόσο μεγάλο κακό θα έκανε στην καριέρα και στη φήμη μου η απόδρασή σου στη Δύση. Εκαναν το σπίτι φύλλο φτερό τρεις- τέσσερις φορές, έψαχναν για τα πειστήρια μιας πιθανής ενοχής μου, περισσότερο τους φόβιζε μια δικιά μου συμμετοχή σ΄ όλο αυτό, ύστερα είδανε πως δεν ωφελούσε, μ΄ αφήσανε μόνο στη γωνιά μου, μ΄ ένα χαφιέ που ήταν κάθε πρωί στημένος απέναντι από το σπίτι να με παρακολουθεί.
Μετά τις ανακρίσεις με πετούσαν στον δρόμο από την πίσω πόρτα του κεντρικού κτιρίου της αστυνομίας. Χανόμουν στα στενά πραγματικό κουρέλι. Τριγύρναγα στην Αλεξάντερπλατς, καθόμουνα στο Καφέ Μίχελ κι έπινα τον ένα καφέ μετά τον άλλο προσποιούμενος πως είσαι δίπλα μου όπως παλιά αναλύοντας όλες τις τελευταίες εξελίξεις στην απέναντι όχθη μιλώντας χαμηλόφωνα για ένα άρθρο στο «Σπίγκελ» που είχε φτάσει λαθραία στα χέρια σου, για την κατάστασή μας και για τις αναπόφευκτες αλλαγές στην πυραμίδα του κόμματος. Στο τέλος κατέληγα πάντα στο στέκι της γωνίας. Ο Ράινερ σε μνημόνευε συνεχώς με διακριτικότητα σκουπίζοντας τα ποτήρια του πίσω από το μπαρ μ΄ εκείνη την αιώνια κίτρινη πετσέτα. Μ΄ αγαπούσε και δεν ήθελε να με φέρει σε δύσκολη θέση, καταλαβαίνεις τώρα. Μόνο όταν έπινε πολύ του ξέφευγαν κουβέντες, πώς ήταν δυνατόν να έχεις κάνει κάτι τέτοιο εσύ, ειδικά εσύ, μουρμούριζε, αλλά το γύριζε σχεδόν αμέσως σαν να ΄θελε να σε δικαιώσει, «μια μέρα θα επιστρέψει και θα μας τα εξηγήσει όλα, θα τα πιούμε όλοι μαζί αγκαλιασμένοι ξανά», συνέχιζε για να σκεπάσει τις κατηγορίες του κάτω από μια στοίβα κούφιων προτάσεων. Κατέβαζα το ένα σναπς μετά το άλλο ώσπου δεν μπορούσα ούτε να περπατήσω καλά καλά για το σπίτι. Θολωμένος από το φθηνό αλκοόλ, γιατί φθηνά κι απαίσια ήταν αυτά που μας σερβίριζαν, τρέκλιζα στην άκρη του πεζοδρομίου γεμάτος τύψεις που εγώ τουλάχιστον, ένας αναγνωρισμένος ποιητής του καθεστώτος, μπορούσα να βγαίνω και να πνίγω τον πόνο μου στο ποτό, ενώ κάθε άλλος πολίτης της λαϊκής μας Δημοκρατίας στη θέση μου δεν θα είχε ούτε αυτή την ανθυγιεινή πολυτέλεια, θα θρηνούσε γοερά στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του.
Γνώρισα τη Μάρτα μόνο αφού είχαν περάσει γεμάτα δύο χρόνια αφότου έφυγες χωρίς να πεις κουβέντα. Ούτε καν ένα σημείωμα δεν είχες αφήσει, ένα σημείωμα θα μου έφτανε, θα μου αρκούσε για να κρατηθώ. Υστερα την παντρεύτηκα με συνοπτικές διαδικασίες ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, μετά ήρθαν τα παιδιά, ο Μίχαελ, η Πάουλα, ο Γιούργκεν. Τα παιδιά δεν μάθανε ποτέ τίποτα και σου ζητώ συγγνώμη γι΄ αυτό, αλλά σε αποσιώπησα, κυρίως για να μην ξαναπεράσω τη διαδικασία της ανάκρισης που καμιά φορά είναι πιο επώδυνη όταν έχεις ν΄ απαντήσεις στις αφοπλιστικές ερωτήσεις ενός ανηλίκου. Πριν απ΄ τη Μάρτα δεν τόλμησα ούτε να κοιτάξω γυναίκα, έβλεπα μονάχα την πόρτα με την ελπίδα της επιστροφής σου, φανταζόμουν αγκαλιές, εσένα να κλαις από χαρά στο καναπεδάκι του χολ και να διηγείσαι τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Ανακάλυψα πόσο δειλός ήμουν τελικά και πήρα τις αποφάσεις μου μόλις μπόρεσα να βρω μια σχετική ψυχική ισορροπία. Αφού δεν μπορούσα να γκρεμίσω το μεγάλο τείχος εκεί έξω αποφάσισα να χτίσω κι ένα δεύτερο πίσω απ΄ αυτό και να κλειστώ με τη θέλησή μου μέσα του, το τείχος μιας οικογένειας που μου δόθηκε αλλά που δεν είχα πραγματικά θελήσει, κάτι που ξεκίνησε σαν καπρίτσιο, σαν βιοτική ανάγκη, όπως τρως για μεσημέρι δηλαδή, όπως ζητάς έναν απογευματινό περίπατο χωρίς πολύ σκέψη. Εζησα για χρόνια στα στενά όριά του και θα ήμουν ψεύτης αν υποστήριζα πως δεν ήταν χρόνια όμορφα, πως η Μάρτα δεν στάθηκε δίπλα μου σαν βράχος να μεγαλώνει τα βλαστάρια μας και να συμβιβάζεται με κάποιον που δεν της έδωσε ποτέ όσα της άξιζαν να πάρει. Δεν ξέρω αν τη θυμάσαι τη Μάρτα, ήταν η κοπέλα που συνήθιζε να φέρνει μια στο τόσο την απόρρητη αλληλογραφία από το υπουργείο με τις ντιρεκτίβες και τις ιδεολογικές πλατφόρμες για τη λογοτεχνία. Οταν θεώρησα πως δεν υπήρχε λόγος να περιμένω πια, της ζήτησα να βγούμε και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Νοέμβριος ήταν που άνοιξε η συνοριακή γραμμή στην Μπορνχόλμερστρασε, δεν ξέρω αν το έζησες το ίδιο έντονα όπως το ζήσαμε εμείς. Μεγάλη αναταραχή στα σύνορα, παντού κόσμος σοκαρισμένος, κόσμος απροετοίμαστος και διψασμένος για το μεγάλο άλμα. Ημουν ένας απ΄ αυτούς που δεν τόλμησαν τις πρώτες μέρες, περίκλειστος στον κόσμο μου, βολεμένος στα δεσμά μου στην άλλη πλευρά της πόλης, δεν μπορούσα να το πιστέψω πως ήταν δυνατόν ξαφνικά να περάσω την κόκκινη γραμμή και να σε ψάξω στο πλήθος. Μάλλον φοβήθηκα τόση ελευθερία, άμα χωθείς στο καβούκι σου είναι δύσκολο να διαχειριστείς μια τέτοια κατάσταση όταν έχει περάσει τόσος πολύς χρόνος. Στέκεις σαν το χαζό μπροστά στις ανοιγμένες πόρτες χωρίς να ξέρεις τι να κάνεις, πώς ν΄ αντιδράσεις, τι να πεις. Υστερα τόλμησα να έρθω απέναντι, πρώτα με όλη την οικογένεια για σιγουριά, φαινομενικά χαρούμενος για όλα μα κατά βάθος σφιγμένος με τη σκέψη πως θα μπορούσες να είσαι εσύ που θα έστριβες ξαφνικά στην επόμενη γωνία. Υστερα πέρασα μόνος μια φορά, ύστερα πάλι ξανά και ξανά. Ελπίζω να μη σοκαριστείς αν σου γράψω πως όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν έρχομαι συχνά και στέκομαι απέναντι από το μαγαζί σου. Σε χαζεύω να σερβίρεις κούχεν, γλυκά και βουτήματα στις παχουλές πελάτισσές σου, ψωμιά και πρέτσελ στους περαστικούς που μπαίνουν να ψωνίσουν. Ρώτησα για σένα, έμαθα πως μεταμορφώθηκες, πως άλλαξες ταυτότητα, είδα το καινούργιο σου όνομα στην ταμπέλα:Ο φούρνος της Ινγκε. Κάτω απ΄ την πλατιά μου τραγιάσκα, μέσα απ΄ τα πέτα που ανασήκωνα για να κρυφτώ ρουφούσα κάθε σου κίνηση πίσω απ΄ τα διπλά τζάμια της βιτρίνας, έβλεπα το περίγραμμα ενός γνώριμου σώματος με λίγα παραπανίσια κιλά χωρίς να πλησιάζω, ανάσαινα την άχνα απ΄ τα χείλη σου που ανοιγόκλειναν στο βάθος χωρίς ήχο, πίσω απ΄ τη θολή ζελατίνα της καθημερινότητας που παρεμβαλλόταν ανάμεσά μας.
Πριν από καιρό ζήτησα να μετακομίσουμε στη Δρέσδη, άλλη μια απόφαση δειλίας για ν΄ αποφύγω μια πιθανή συνάντηση μαζί σου. Η Μάρτα κατάλαβε, όχι αμέσως, ωστόσο κατάλαβε, αλλά ούτε μια φορά δεν μου άνοιξε κουβέντα, ούτε και μου ζήτησε ποτέ εξηγήσεις που βυθιζόμουνα σε σκέψεις χωμένος στη δερμάτινη πολυθρόνα του σαλονιού. Τη σέβομαι και την ευγνωμονώ γι΄ αυτό. Ακόμα κι από δω, πάντως, δεν σταμάτησα να παίρνω τ΄ αυτοκίνητο και να ΄ρχομαι στο Βερολίνο κόβοντας βόλτες μπροστά από το μαγαζί σου, σαν να προκαλούσα ενδόμυχα το μοιραίο να συμβεί, θέλοντας ν΄ αναμείξω τεχνηέντως την τύχη, να κρυφτώ πίσω από μια σύμπτωση που θα ΄ταν σκηνοθετημένη. Τίποτα δεν συνέβαινε. Το απασχολημένο βλέμμα σου προσπερνούσε τη φευγαλέα φιγούρα μου κι όταν καμιά φορά φαινόταν να επιμένει δεν έδειχνε ν΄ αναγνωρίζει στο πρόσωπό μου κάτι το ιδιαίτερο. Ηταν, άλλωστε, πάντα η απόσταση τόσο μεγάλη που δεν επέτρεπε στην περιέργεια να ικανοποιηθεί, στη μνήμη να πιαστεί απ΄ το αγκίστρι μιας λεπτομέρειας. Δεκάδες φορές έφτασα κοντά να σπρώξω την πόρτα και να σου συστηθώ ξανά, μα πάντα την τελευταία στιγμή έκανα πίσω. Ωσπου σταμάτησα, το έκοψα μαχαίρι. Το σκέφτηκα πολύ κι αποφάσισα να μην παρουσιαστώ μπροστά σου. Οριστικά και αμετάκλητα, ίσως η πρώτη θαρραλέα και έντιμη απόφαση που πήρα πραγματικά στη ζωή μου. Ομολογώ πως δεν θέλω να δεις ούτε τις ρυτίδες κάτω απ΄ τα μάτια μου ούτε τα μαλλιά μου που έχουν αραιώσει στους κροτάφους ούτε τη μεσόκοπη πλάτη μου που καμπουριάζει. Κι αν σου έγραψα αυτό το γράμμα ήταν που ήθελα μόνο να ξέρεις πως είμαι καλά και σε θυμάμαι, πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς αν ήθελες, αν μπορούσαμε. Κι αν άνοιξε η συνοριακή γραμμή και μπορώ πια να περνάω απέναντι, το άλλο τείχος που μ΄ έβαλε η ζωή να χτίσω με τα ίδια μου τα χέρια δεν μπορώ και δεν θα είχε πια κανένα νόημα να το γκρεμίσω. Νομίζω πως το οφείλουμε στους εαυτούς μας ν΄ αφήσουμε ζωντανή εκείνη την ανάμνηση και να μην τη δηλητηριάσουμε παρουσιάζοντας ο ένας στον άλλον από κοντά ό,τι απέμεινε από μας τους δυο. Εκείνη η αγάπη θα γινόταν οίκτος, θα γινόταν γλυκερή συμπόνια, γέρικος συναισθηματισμός, θα ΄σπαγε σ΄ ένα σωρό κουρασμένες λέξεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου