Από την ποιητική συλλογή της Διονυσίας Ανδριτσάνου
«Ντελλαγράτσια» (εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΌ)
Από το (Ι)
Ρυθμικοί κοφτοί χτύποι του σιδερένιου μάγκανου ντακ ντακ ντακ. Μαζί τους λεπτοί μεταλλικοί θόρυβοι σαν πανοπλίας. Μικρός καταρράχτης κι η ροή του νερού προς τη στέρνα. Το γαϊδουράκι με τις οπλές του ποφ ποφ ποφ στο χιλιοπατημένο χώμα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
Κελάρυσμα σιγανό. Ασημένιο το νερό στον ποτιστή
καθέτως.
Τσαφ τσαφ σχλιαπ η τσάπα από αυλάκι σε αυλάκι
οριζοντίως.
Μουσική και γεωμετρία
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
Νιιλν λιινλ ζίιλν το μεγάλο καρούλι με το σκοινί – πλαφ γκλουπ ο κουβάς με το βαρίδι στο νερό δέκα οργιές βάθος. Το στρίγκλισμα πιο διαπεραστικό / και αργό στο ανέβασμα. Το πήδημα του νερού στο γκαζοντενεκέ – μικρά ουράνια τόξα. Παρακάλια παιδιών να τ’ αφήσουν να σκύψουν βαθιά στο κυμάτισμα του σκοτεινού νερού. Μαλώματα, κλάματα. Η ηχώ αφηνιάζοντας στις καμάρες, κατρακυλώντας από πέτρα σε πέτρα. Το ξάφνιασμα του παιδιού πάνω απ’ το γεμάτο κουβά – ανάσυραν μια μορφή, τη δικιά του
Από το (ΙΙ)
Αμανές, ο πιο παραπονεμένος και μακρόσυρτος σχεδόν μουρμούρισμα: ο μαστρο-Γιάννης στον αμαξωτό πάνω στη φοράδα για το σπίτι. Ο μισός του εαυτός ακόμα στη Μικρασία, τραυματιοφορέας
Από το (ΙΙΙ)
σήμερα που γράφεις
το σπίτι το πήραν τα περιστέρια
απ’ τα παράθυρά του βλέπεις τον ουρανό
ως και το κυπαρίσσι ξεράθηκε
μένει τώρα το πηγάδι με τις κολόνες
τις γούρνες και το πλακόστρωτο
με το βαρύ σιδερένιο καρούλι
που στρίγκλιζε σε κάθε του βόλτα
τότε κατά το σούρουπο σαν
άναβαν τα παιχνίδια κι οι μεγάλες φωτιές
κι οι φωνές : Ρόζη Μαίρη Μαρίνο…
Πατέρα Πατέρα
Σιωπή
……………………………………………………………………………………..........
Από το (V)
Από γέννα ή έρωτα Ντελλαγρατσιανοί – ή μήπως Ποσειδωνιάτες; Ο Λουσιαντώνης, ο μπαρμπα-Λινάρδος, η κυρά-Φραντζέσκα, η Ζαμπέτα, Ο Νικολάριος, ο Μπουγιούρας, η Κατσαντώναινα, η κυρα-Αντριάννα, ο Φετουρής, ο Συμπέθερος, ο Αγάντας, ο Άκλερος, ο Μπαζάνης… Ο Ακύλας, ο Χρύσανθος, η Κλειώ. Η κυρα-Μαρία – εκ λίθου τιμίου
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΝΤΕΛΛΑΓΡΑΤΣΙΑ
της Μαρίας Π. (1894 – 1976)
Τρυφερό χρυσαφί
σαν την αγκαλιά της Μαρίας με στάχυα
κριθαριού στη σκλερή
με την πέτρα της χάρης και τον άνεμο
της νιότης τα μεσημέρια
πεύκο γιασεμί
πορφυρό του ιβίσκου τα δειλινά που
λυγίζουν τ’ αγάλματα στη δύση τους
και σαν γάλα η γαλήνη
βαραίνει τις θηλές της κατάφασης
στα γαιώδη και στα σκοτεινά
μα πού τρέχεις
μ’ αυτό το γύψινο προσωπείο…
ραγίζεις την παλιά σου καρδιά
τους κρυφούς σου καθρέφτες στους καλαμιώνες
με το πρόσωπο της Ελπίδας
ξυπόλυτης με πλατιές πατούσες
τα χέρια της αργυρά και πράσινα κυνηγώντας
το χρυσόψαρο
ή κλείνοντας το νερό στο αυλάκι
με την τελευταία τσαπιά
όπου χάνεται ή κερδίζεται η ψυχή σου
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
Από το (VI)
μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία
Μέσα στους πευκώνες τους βαθυκόκκινες επαύλεις. Βεράντες με τζαμαρίες, ξύλινες δαντελωτές γιρλάντες. Βαθιά πηγάδια με πέτρινες κολόνες. Σπασμένες κρήνες, σχέδια παρτεριών, ανεμοδείχτες. Σιωπή. Στις κλειστές κάμαρες ευωδιάζει το ξύλων των πατωμάτων, των επίπλων. Τρίζει πού και πού τονίζοντας τη μεγάλη σιγή. Χτες κήδεψαν τη γηραιά κυρία, ως το τέλος ευθυτενή και ωραία. Φόρτωσαν το φέρετρο στο φορτηγό. Τη συνόδεψαν μια σκυφτή ξενιτεμένη αδελφή, ο μπαξεβάνης κι ένας γείτονας, στριμωγμένοι πλάι στον οδηγό. Ενταφιάστηκε στο χορταριασμένο οικογενειακό μαυσωλείο. Ίσως να ‘γραψαν τ’ όνομά της – Ιφιγένεια, Ζενή, Φεβρωνία… Χρόνια της έγνοιας και τα σπίτια της εξοχής βουβάθηκαν ένα- ένα. Στις σκάλες και στα κατώφλια τους σωριάζονται οι πευκοβελόνες, τ’ αγριόχορτα. Σπάνια στο μαντρότοιχο μια θεριεμένη μποφόλια, μια γλυσίνα. Στη σέρα λίγες μπιγόνιες, ένα φούλι – κάποια Ελπίδα ή Σπεράντσα επιμένει να τα ποτίζει
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
Από το (VII)
Πορφυρός ο ήλιος βουτάει στο Τσιγγανόκαστρο, ξεπηδούν ίσκιοι. Γυρνώντας αιώνες πίσω σημαίνει η καμπάνα της Δύσης και Angelus Domini κατεβαίνει σαν ένα λευκό φεγγαράκι στο στερέωμα, ενώ πέρα η Κύθνος η Σέριφος λούζονται σε φως ιλαρό. Ώρα του γκιώνη ν’ ανοίξει μ’ ένα σολ έλασσον την ασυγκέραστη νύχτα. Των γρύλλων, των φρύνων να πλημμυρίσουν με ρρρρρρ ερωτικά το στεγνό χώμα
Των παγονιών να θρηνήσουν
Deficit anima mea
Επόθησεν η ψυχή μου
………………………………………………………………………………………………………………………..
στη Σύρα των σιγανών καιρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου