Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Για τον "Ορέστη" του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο - καλοκαίρι 2010

Έντυπη Έκδοση 



Γιάννης Χουβαρδάς

«Ποιος ευθύνεται για τη μαυρίλα των νέων;»



Από το 1996 έχει να κάνει παράσταση στην Επίδαυρο ο Γιάννης Χουβαρδάς. Το «Θέατρο του Νότου» έμπαινε τότε με την «Ελένη» του Ευριπίδη για πρώτη φορά στο Αργολικό Θέατρο. Και ο ιδρυτής του, που μια δωδεκαετία πριν, με την «Αλκηστη», είχε ανοίξει τον ασκό των επιδοκιμασιών και είχε ερεθίσει το συντηρητικό κοινό και τη δεξιά παράταξη, είχε διαλέξει να κάνει ένα tour de force σκηνοθετώντας δύο... σκηνοθέτες: εκτός από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πρωταγωνιστούσαν ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Είναι απαραίτητη λίγη ιστορία τώρα που ο Γιάννης Χουβαρδάς, ως διευθυντής πια του Εθνικού Θεάτρου, ξαναμπαίνει την Παρασκευή με τον «Ορέστη» στην Επίδαυρο. Πάλι με έργο του αγαπημένου του Ευριπίδη, πάλι με... κάζουαλ διάθεση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενώ έχει σκηνοθετήσει πολλές τραγωδίες (Μήδεια, Ηλέκτρα, Βάκχες, Ιφιγένεια εν Αυλίδι και εν Ταύροις, Φοίνισσες), συμμετέχει μόλις για τέταρτη φορά στα Επιδαύρια και οι περισσότερες τραγωδίες του ήταν για θέατρα του εξωτερικού και κλειστούς χώρους.
«Δεν έχει τίποτα αυτός ο χώρος που να με συγκινεί ιδιαίτερα», λέει. «Το είδος, ναι. Η Επίδαυρος με ενδιαφέρει μόνο κατά αραιά χρονικά διαστήματα κι όταν υπάρχουν, όπως τώρα, κάποιες προϋποθέσεις, δηλαδή ένας γερός οργανισμός, σαν το Εθνικό, και ένας ικανός αριθμός καλών ηθοποιών».
- Τι ακριβώς σας ενοχλεί στην Επίδαυρο;
«Δεν είναι γι' αυτά που θέλω εγώ να κάνω στο θέατρο, βάζει πολλούς περιορισμούς. Είναι ένα τεράστιο θέατρο. Δεν είναι το απλούστερο πράγμα να στήσεις μια παράσταση και να ακούγονται τα πάντα. Και επιπλέον το γεγονός ότι έχουν πολύ μεγάλη απόσταση οι τελευταίες κερκίδες από τη σκηνή δημιουργεί προβλήματα ορατότητας σε μεγάλο μέρος κοινού. Δεν είναι ελκυστικό για έναν σκηνοθέτη σαν εμένα, που δεν κάνει ποτέ γιγαντοθεάματα. Το αρχαίο δράμα με ενδιαφέρει ιδιαίτερα για την αντίθεση που δημιουργείται όταν ανεβαίνει σε κλειστό χώρο».
- Κάτι που δεν υπάρχει στην τωρινή σας παράσταση.
«Προσαρμόζομαι στις συνθήκες. Είπα στον τρίτο χρόνο της θητείας μου στο Εθνικό, που μπορεί να ήταν και ο τελευταίος (γιατί δεν ήξερα αν θ'ανανεωθεί η θητεία μου), να κλείσω με μια πιο μεγάλη θεατρική χειρονομία».
- Δεν διαλέξατε όμως Οιδίποδα, Βάκχες, Ηλέκτρες, τα μεγάλα «κλισέ» έργα του είδους, αλλά κάτι «παραδίπλα», τον «Ορέστη». Την τελευταία φορά που τον είδα, μόνο που δεν χειροκρότησε από τη χαρά του το κοινό στο τέλος με όλους αυτούς τους γάμους που οργανώνει σαν καλή προξενήτρα ο Απόλλωνας.
«Δεν κάνω ποτέ έργο δεύτερη φορά. Επειτα μου πάει ο Ευριπίδης, έχω μια μοιραία σχέση μαζί του προφανώς. Τον "Ορέστη" όχι μόνο δεν τον είχα ανεβάσει, αλλά και τον είχα παρεξηγήσει. Νόμιζα ότι είναι έργο αποσπασματικό, με συρραφές σκηνών. Αλλά όταν το πλησίασα με τη διάθεση να δω το... "ποτήρι μισογεμάτο", είδα ότι είναι πιο μπροστά από την εποχή του. Δεν το βλέπω, βέβαια, ως χάπι εντ το τέλος του. Είναι από αυτές τις ειρωνείες του Ευριπίδη για μια πόλη-κράτος που έχει φτάσει στα έσχατα όρια της παρακμής. Αυτό κάνει πάντα. Βάζει τον από μηχανής θεό για να τονίσει πόσο αδιέξοδη είναι η κατάσταση, που μόνο αυτός μπορεί να φέρει λύση. Και επειδή οι άνθρωποι που έβλεπαν το έργο δεν ήταν ηλίθιοι, ήταν σαν κι εμάς, μπορούσαν να καταλάβουν ό,τι τους έλεγε: "κάντε κάτι πριν είναι αργά". Αλλωστε, τον επόμενο χρόνο από τον "Ορέστη" είδε και απόειδε κι έφυγε από την Αθήνα, πήγε στη Μακεδονία».
- Ο Ευριπίδης, πενήντα χρόνια μετά την «Ορέστεια» του Αισχύλου, δίνει τη λύση για τον μητροκτόνο Ορέστη και τη σύμμαχό του Ηλέκτρα μέσα στο Αργος. Τι ήθελε να πει στους Αθηναίους;
«Ο πόλεμος μαίνεται τριάντα χρόνια. Εχουν καταλυθεί όλες οι αξίες. Αν εμείς σήμερα συζητάμε για έκπτωση αξιών, ας φανταστούμε πώς ήταν τότε τα πράγματα. Οι ήρωες του μύθου είναι για τον Ευριπίδη η νέα γενιά των Αθηναίων, η οποία έχει ζήσει τον πόλεμο κι έχει βγει από αυτόν έχοντας κληρονομήσει ένα ασήκωτο βάρος, για το οποίο δεν φέρει καμία ευθύνη -τα λάθη των προηγουμένων γενεών».
- Η νέα γενιά, όμως, του έργου, ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, κάνει βίαια και απεγνωσμένα πράγματα.
«Είναι ένα μεγάλο ζήτημα να αναρωτηθούμε εάν και η νέα γενιά έχει ευθύνες. Η νέα γενιά που έκαψε την Αθήνα το 2008 εν μέρει ήταν υπεύθυνη για τις πράξεις της, αλλά ποιος φέρει την πραγματική ευθύνη; Ποιος έφερε σ' αυτό το σημείο τα σημερινά νέα παιδιά, που βλέπουν μόνο μαυρίλα και αδιέξοδο;».
- Κάνετε μια καθαρά πολιτική ανάλυση του έργου, κάτι στο οποίο δεν μας έχετε συνηθίσει.
«Προσπαθώ τις περισσότερες φορές να είμαι έμμεσος. Το ίδιο κι εδώ. Η ανάγνωση που κάνεις δεν είναι ανάγκη να βγαίνει σε πρώτο πλάνο. Το έργο, όμως, μόνο αυτό το θέμα πραγματεύεται. Το πώς, δηλαδή, τα λάθη των προηγούμενων γενιών φορτώνονται στην επόμενη, τη φέρνουν σε αδιέξοδο και στα άκρα για να κάνει χοντράδες και η ίδια μεταθέτοντάς τες στην επόμενη. Το τέλος του "Ορέστη" με τους γάμους, το αμφισβητώ. Είναι παραμύθι. Ο Ευριπίδης λέει ότι έτσι όπως πάμε, ίσως και να μην υπάρχει καν επόμενη γενιά. Η πολιτική βάση του έργου καθόρισε και τον τρόπο που βλέπω τον Χορό».
- Δηλαδή;
«Ο Χορός στο έργο είναι ανωτέρας τάξης νεαρές κοπέλες του Αργους, που έρχονται, πιθανόν από αρρωστημένη περιέργεια, να δουν τι συμβαίνει με τον Ορέστη και την Ηλέκτρα. Δεν παίζουν κανένα σημαντικό ρόλο. Πολλοί, μάλιστα, θεωρούν τα χορικά εμβόλιμα, ότι σαν αγγαρεία τα έγραψε ο Ευριπίδης και ότι δεν αποκλείεται να έβαλε το χεράκι του και κάποιος τρίτος. Εγώ το αμφισβητώ αυτό -το βλέπεις το χέρι του Ευριπίδη εδώ και εκεί. Αλλά σίγουρα είναι ένας Χορός, στον οποίο δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Στην αρχή είναι και παρείσακτος. Η Ηλέκτρα τον διώχνει, γιατί κάνει θόρυβο και ο Ορέστης θέλει να κοιμηθεί. Προσπάθησα, λοιπόν, και πάλι να δω τον Χορό με μια διάθεση "μισογεμάτου ποτηριού" και σκέφτηκα: κι αν ανάμεσα σ' αυτές τις νέες κοπέλες υπήρχαν και μερικά αγόρια, μήπως θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν εκπρόσωπος μιας σημερινής νέας γενιάς, που έχει εντελώς επιφανειακή σχέση με την αρχαία τραγωδία, τον αρχαίο πολιτισμό, το θέατρο της Επιδαύρου, αλλά και με τα πολιτικά ζητήματα που θέτει το έργο; Που τα ζει αλλά δεν τα συνειδητοποιεί ή τα αναλύει σε βάθος;».
- Βοηθάει το κείμενο;
«Βοηθάει. Ο Χορός είναι συνεχώς απέξω, μπαίνω-δεν μπαίνω... Αλλά καταλυτική για την επιλογή μου ήταν μια μέρα του χειμώνα, πριν αρχίσουμε τις πρόβες, που πήγαμε στην Επίδαυρο με τον σκηνογράφο να δοκιμάσουμε το σκηνικό. Πετύχαμε πολλά ξένα σχολεία. Είχαν έρθει με τουριστική διάθεση, να ρίξουν το νόμισμά τους στη θυμέλη κ.λπ. Ταυτόχρονα, όμως, είχαν κάνει πρόβες σε κομμάτια από αρχαία τραγωδία για να τα παίξουν επί τόπου. Ενα σχολείο από την Ολλανδία φορούσε, μάλιστα, χλαμύδες, είχε κάνει ημιχόρια και έπαιζε με σεβασμό στο κείμενο και στον χώρο. Ενα άλλο, ισπανικό, έπαιξε "Ιππόλυτο" και η κοπέλα που έκανε τη Φαίδρα ήταν συγκλονιστική, χειροκρότησε όλη η Επίδαυρος. Ενα άλλο γκρουπ, στο βάθος κάτω από τα πεύκα, έκανε θεατρικά παιχνίδια. Ετσι αποφάσισα να είναι ο Χορός νέα παιδιά, με τα σπορ κανονικά ρούχα τους...».
- Και ο Ορέστης, η Ηλέκτρα και η παρέα τους;
«Ανήκουν σαφώς σε μια άλλη εποχή. Αλλά δεν το αναπαριστούμε με το να φοράνε παλιά ρούχα, απλώς λίγο πιο στιλιζαρισμένα, αλλά πάντα σύγχρονα. Ο Χορός είναι και νεότερος και λιγάκι από... άλλο ανέκδοτο. Από την παρουσία των νέων παιδιών στην ορχήστρα αρχίζει και ερεθίζεται ένας άλλος κόσμος, αρχαίος, που βρίσκεται πίσω από τα ερείπια της σκηνής. Ερχεται μπροστά και παίζει το δράμα του. Σιγά σιγά ο Χορός, επειδή έχει την ανοιχτοσύνη και την αφέλεια των παιδιών, μπλέκεται ακόμα περισσότερο από ό,τι ένας κανονικός Χορός με την ιστορία. Στο τέλος έρχεται αντιμέτωπος με ένα ερώτημα: "Τι παίρνουμε φεύγοντας από δω;". Γιατί είναι φανερό ότι στο τέλος φεύγουν, ό,τι ζήσανε το ζήσανε. Σαν μια μεταφυσική εμπειρία. Αλλά από δω και πέρα μια σειρά από ζητήματα δεν θα είναι πια γι' αυτούς τα ίδια. Πρέπει να πάρουν θέση».
- Και τα πρόσωπα της τραγωδίας;
«Θα μείνουν εκεί, θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο τους. Γιατί από μόνη της η ιστορία τους είναι ένα επίπεδο αυτό καθεαυτό, μια ολοκληρωμένη οικογενειακή ιστορία, που συνεχώς επαναλαμβάνεται. Είναι σαφές στο έργο ότι ο οίκος των Ατρειδών συγκλονίζεται κάθε τόσο από μεγάλα εγκλήματα, που η μια γενιά φορτώνει στην επόμενη. Τα πρόσωπα του έργου, εγκλωβισμένα σ' αυτόν τον κύκλο, καλωσορίζουν την ύπαρξη του Χορού σαν ευκαιρία να ξεφύγουν».
- Υποκριτικά υπάρχει διαφορά;
«Ο Χορός μπαίνει μέσα υπερνατουραλιστικά. Δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τους υπόλοιπους θεατές της Επιδαύρου. Ούτε χορογραφία ούτε μουσική. Οι δύο κόσμοι υποκριτικά ενώνονται από ένα σύγχρονο κώδικα, με μια ελάχιστη διαφορά: οι ήρωες είναι πιο στιλιζαρισμένοι, αφαιρετικοί και ποιητικοί, ο Χορός πιο καθημερινός».
- Είναι καλή εποχή να πάτε στην Επίδαυρο; Εδώ και λίγα χρόνια άρχισε ο κόσμος να γιουχάρει...
«Είναι καλή στιγμή. Πρώτα πρώτα πιστεύω ότι η παράσταση -όχι επειδή το επιδίωξα, έτσι βγήκε- δεν έχει καμιά διάθεση να προσβάλει. Από τό 1984, που έγιναν τα επεισόδια με την "Αλκηστη", έχουν περάσει 26 χρόνια. Νομίζω ότι ο κόσμος μπορεί να ξεχωρίσει μια παράσταση που δεν κάνει επιδρομή πάνω στο έργο με εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά ξεκινάει από ένα εσωτερικό νήμα. Στην παράστασή μας είναι όλα μαγικά και γλυκά, τίποτα δεν γίνεται με βίαιο τρόπο. Σε άλλους, βέβαια, θα αρέσει, σε άλλους όχι. Φυσιολογικά πράγματα». 


......................................................................

Ο Νίκος Κουρής, εννέα χρόνια μετά, υποδύεται ξανά τον τραγικό Ορέστη. Είναι, βεβαίως, πολύ πιο ώριμος σήμερα -έχει πρωτίστως αυτή τη στωικότητα που δίνει μόνο η πατρότητα. Είναι, συγχρόνως, πιο οργισμένος από ποτέ με τη χυδαία πραγματικότητα που τον περιβάλλει και τον κάνει, όσο κι αν αντιστέκεται, «χειρότερο άνθρωπο». Ευτυχώς, όχι χειρότερο ηθοποιό.


- Πώς δουλέψατε τον «Ορέστη» με τον Γιάννη Χουβαρδά; Εχει αναπτύξει ειδικούς κώδικες για την αρχαία τραγωδία;
«Δεν μπορώ να σας μεταφέρω τον κώδικα της δουλειάς. Ομως, ο Γιάννης είναι εξαιρετικά οργανωμένος».
- Δηλαδή, οι υπόλοιποι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργαστήκατε για αρχαίο δράμα, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Ντίμιτερ Γκότσεφ, ο Γιάννης Κόκκος, είναι χαοτικοί;
«Περισσότερο. Ο Γιάννης όταν έρχεται στην πρόβα έχει ήδη ένα υλικό. Δεν είναι έτοιμο, αλλά είναι "ανοιχτό" για να αντλήσει ό,τι χρειάζεται από τον ηθοποιό. Στις πρόβες μιλάμε ελάχιστα. Μόνο όταν χρειάζεται. Πάντως, όλοι οι σκηνοθέτες, και ο Γιάννης και ο Λευτέρης και ο Γκότσεφ, την αλήθεια επιζητούν. Πασχίζουν να φύγουμε από τη βαρύγδουπη, ξεπερασμένη, ψεύτικη εκφορά του λόγου στην αρχαία τραγωδία. Και να βγάλουμε τα πέπλα που έχουν σκεπάσει τα πάντα. Είναι χρέος μας. Γιατί αυτά τα κείμενα είναι σπουδαία».
- Δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος να γειωθεί αυτός ο λόγος, που δεν είναι οτιδήποτε, αλλά ποίηση, και να γίνει εντελώς καθημερινός;
«Προφανώς υπάρχουν και κίνδυνοι στην τέχνη. Με αυτούς παλεύουμε. Πρέπει να μιλήσουμε για την τραγωδία με όρους αληθινούς.
να το κρατούμενο. Δεύτερον, δεν ξεκινάς να αποδομήσεις κάτι που δεν ξέρεις τι είναι. Παίζεις το έργο σε μετάφραση. Ηδη, δηλαδή, πρέπει να μεταφέρεις μια ποιητική δύναμη που δεν ξέρεις. Μόνο να υποψιαστείς μπορείς. Η μεταφορά ενός φορτίου από τα αρχαία ελληνικά στα νέα εναπόκειται στην ευαισθησία του καθένα. Πώς μεταφέρεις στη νεοελληνική μια αρχαία λέξη με 15 ερμηνείες; Ακόμη και σαν μουσική. Γιατί έχουν γίνει τόσο κοινόχρηστες και καθημερινές οι λέξεις. Τα προβλήματα από εκεί ξεκινούν. Αρα, χρέος του ηθοποιού είναι να ηχήσει η γλώσσα ακόμα και στη μετάφραση με πολλά επίπεδα».

- Μήπως, πάλι, εξιδανικεύουμε σήμερα τα πάντα σε σχέση με την αρχαιότητα;
«Ασφαλώς. Γιατί όταν δεν γνωρίζεις κάτι το μυθοποιείς».
- Υπήρχε κάτι που ο Χουβαρδάς ήθελε να περάσει άμεσα κι ακαριαία στο κοινό;
«Δεν μιλήσαμε θεωρητικά. Στην ίδια την παράσταση, η οποία έχει μια φόρμα πάρα πολύ συμπαγή, υπάρχει η απάντηση. Ο Γιάννης κατάφερε να φτιάξει ένα αποτέλεσμα ενιαίο από υλικό κατακερματισμένο. Είναι ένα επίτευγμα. Εχει μια συνέπεια και μια νομοτέλεια η πρότασή του».
- Ο Ορέστης σας ποια χαρακτηριστικά έχει;
«Είναι παράξενο. Διαβάζω κριτικές για την παράσταση και ανακαλύπτω πράγματα που δεν τα είχα σκεφτεί. Δεν έκανα έναν οργισμένο νέο. Δεν θεωρώ ότι ο Ορέστης είναι οργισμένος. Δεν είναι τόσο "λίγος". Είναι πιο σύνθετο πρόσωπο. Ξεκινά από την απόλυτη αρρώστια, την ενοχή που παραλύει. Αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι κάτι πρέπει να κάνει. Εξαντλεί αυτή τη δυνατότητα και καταρρέει. Και ξαναπαίρνει μπρος, για νέο φόνο. Και γίνεται ένα κτήνος».
- Προσπαθήσατε να τον δικαιολογήσετε για να τον ερμηνεύσετε;
«Δεν τον δικαιολογείς. Γενικά, δεν είμαι άνθρωπος που προσπαθεί να δικαιολογήσει κανέναν. Βλέπεις παράδοξες συμπεριφορές και λες "μα αυτός ο άνθρωπος είναι ο ίδιος με χθες;". Κι, όμως, είναι το ίδιο πρόσωπο. Λίγο "δοχεία" είμαστε όλοι. Ο Ορέστης του Ευριπίδη είναι αμάλγαμα. Πολύ πιο ανθρώπινο και ψυχαναλυτικό, εντός εισαγωγικών, από τον ήρωα του Αισχύλου. Ο Ορέστης είναι ένας από εμάς. Είναι ένας άνθρωπος σε κρίση, ένας άνθρωπος στα κόκκινα, στα όρια του παραλόγου. Είναι όμως κι ένας πρίγκιπας, δεν είναι Χορός. Ενσαρκώνει τη δύναμη, την εξουσία, παρ' όλο που είναι πιο ανθρώπινος. Ολα γύρω μας, όπως και στην τραγωδία του Ευριπίδη, έχουν το στοιχείο της υπερβολής, η οποία είναι απαραίτητη για να στηρίξουμε το παράλογο. Ανοίγεις, δηλαδή, την τηλεόραση, βλέπεις τη Βουλή και θες να πετάξεις βόμβα. Αναρωτιέσαι αν σου κάνουν πλάκα. Το έργο του Ευριπίδη είναι τόσο πολύ "εδώ και τώρα". Εχει τέτοια λοξή και άγρια ειρωνεία, που είναι σαν να ήταν τώρα εδώ. Δεν ξέρεις στο τέλος τι να κάνεις. Να κλάψεις, να γελάσεις; Το δυστύχημα είναι ότι και σήμερα το ίδιο έργο θα έγραφε!».
- Οπότε βλέπετε να υπάρχει ένας ισχυρότατος σύνδεσμος του κειμένου με το σήμερα.
«Δεν πιστεύω στις γενικεύσεις. Μας αφορά όμως ο "Ορέστης" ως έργο που μιλά για μια ακραία βία, που υφίστανται τα πρόσωπα. Και δεν μιλώ μόνο για τον φόνο που διαπράττει ο Ορέστης. Ο κατήφορος της κοινωνίας παρασύρει και τα υπόλοιπα πρόσωπα. Προσπαθούν να δώσουν μια πειστική απάντηση, προκειμένου να κρατηθούν σε μια κανονικότητα. Αλλά δεν μπορούν. Κι όλα οδεύουν στην καταστροφή. Ισως αυτό είναι το σημείο όπου το έργο συναντά την εποχή μας. Αλλά το ερώτημα "γιατί φτάσαμε εδώ; Γιατί πρέπει να πληρώνω τέτοιο εξωφρενικό ενοίκιο;", "γιατί να πληρώσω εγώ το χρέος που προκάλεσαν άλλοι;" δεν μπορεί να μου το αλλάξει κανένας Απόλλωνας. Κι αυτό είναι αποτρόπαιο».
- Ακούγεστε εξαιρετικά απαισιόδοξος.
«Εγώ είμαι απαισιόδοξος ή τα ίδια τα πράγματα; Το κοινωνικό μοντέλο είναι λάθος. Θα πληρώνουν, δηλαδή, τα παιδιά μου τις αμαρτίες των προηγούμενων, όπως ο Ορέστης, σε ένα φαύλο κύκλο χωρίς τέλος; Σε αυτόν τον κόσμο όμως γεννιέσαι χρεωμένος -και δεν εννοώ μόνο οικονομικά. Μπορείς να ξεκινήσεις από την αρχή; Δεν μπορείς. Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος, ακόμα και ο πιο ευνοημένος, ο οποίος να αισθάνεται καλά με ένα σύστημα που λέει «γίνε κλέφτης για μια θέση στο ήλιο». Αυτό είναι το σύστημα. Κι έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά. Και στη γενιά μου υπήρχε ανεργία, αλλά σκεφτόμασταν ότι θα σπουδάσουμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Σήμερα μου λένε "Γίνε σκουπίδι, γίνε ο χείριστος για να υπάρξεις". Και το κάνω. Και δεν μπορεί να με σώσει κανένας. Κι εγώ γίνομαι χειρότερος. Δεν χρειάζεσαι νομιμοποίηση ή πρόφαση γι' αυτή τη χυδαιότητα. Και ο Ευριπίδης στον "Ορέστη" είχε συλλάβει το τετελεσμένο του συστήματος. Το μήνυμά του ήταν "η κατρακύλα δεν έχει σωτηρία". Ο,τι ζούμε και σήμερα».
- Όταν δεν κάνετε θέατρο...;
«Το ονειρεύομαι. Κι αυτό είναι, πολλές φορές, πολύ πιο ισχυρό. Δεν είμαι άνθρωπος της πραγματικότητας εγώ. Πιο πολύ ζω με τα πράγματα όταν μου λείπουν». 
 





Δεν υπάρχουν σχόλια: