Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ της Νατάσας Μπαστέα
(Από "ΤΑ ΝΕΑ",27/8/2010)
ΑΚΟΥΩ ΓΝΩΣΤΟΥΣ, φίλους, συγγενείς και σαν να μη μου φτάνει. Κάτι σαν να χάνω την ώρα που η εμπειρία και το συναίσθημα μετατρέπονται σε λέξεις. Κάνω ζάπινγκ με μανία μήπως, ανάμεσα σε κορίτσια κι αγόρια που λικνίζονται στις μπάρες της Μυκόνου, τρομολάγνους ειδικούς που προειδοποιούν με μάτια που γυαλίζουν για τον ιό του δυτικού Νείλου, τοπικούς άρχοντες που συνωστίζονται μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου, αιμοδιψείς περιγραφές για ληστείες και δολοφονίες, βλαχομπαρόκ γάμους κάποτε βασιλιάδων και ειδήσεις για αυξήσεις, αυξήσεις, αυξήσεις, περικοπές, περικοπές, περικοπές, ακουμπήσω πραγματικά αυτό που συμβαίνει. Κάνω βουτιά στην μπλογκόσφαιρα, παρατηρώ βίαιες αντιπαραθέσεις χωρίς προφανή λόγο, σκέψεις και περιγραφές στιγμών εσωτερικών, αναρτήσεις περίεργες, άλλες επιθετικές, άλλες παρατημένες, φορτισμένες με κάθε είδους μπαχαρικά της καθημερινότητας.
ΚΑΙ ΜΕΤΑ πέφτω πάνω στο μπλογκ της «Κουρούνας». «Να θυμηθώ να ζήσω», είναι ο τίτλος της ανάρτησής της: «Απολύθηκα από την πρωινή part-time δουλειά μου- όπου έπαιρνα τη συνταρακτική αμοιβή των 3,70 ευρώ την ώρα, χωρίς ασφάλιση, έχασα- από δικό μου λάθος, ομολογουμένως- τον καλύτερο συνεργάτη μου στις μεταφράσεις, το σταθερό μου μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται στα 420 ευρώ- εδώ γελάνε- και επίσης απέκτησα μερικά έξτρα προβλήματα υγείας. Οταν ανοίγω τα μάτια μου το πρωί η πρώτη σκέψη μου είναι “Ωχ, άλλη μια μέρα”, αποφεύγω να κυκλοφορώ γιατί με ενοχλεί η παρουσία των ανθρώπων και γιατί γίνομαι
εριστική και αντιπαθητική και υπάρχουν φορές που στέκομαι στο μπαλκόνι μου και σκέφτομαι πώς θα ήταν αν έδινα μια βουτιά. Επειτα βλέπω στις γλάστρες μου τους βολβούς που φύτεψα πριν από μερικούς μήνες να έχουν ανθίσει, τον πλάτανο έξω από το σπίτι μου να βγάζει τα πρώτα ανοιξιάτικα φύλλα του, τη γάτα μου να παίζει με την ουρά της και σκέφτομαι τον στίχο εκείνου του τραγουδιού: «Ωραία μέρα, ο ήλιος με ζεσταίνει, ο παράδεισος μπορεί να περιμένει». Λέω να προτιμήσω αυτόν ως πρώτη σκέψη όταν ανοίγω τα μάτια μου το πρωί. Κάνε και συ το ίδιο».
Σκέφτομαι, νάτο.Το ακούμπησα. Αυτό πραγματικά συμβαίνει. Δεν την ξέρω τη γυναίκα αυτή. Οπως δεν ξέρω και πολλούς άλλους από εκείνους που καθημερινά αναφέρουμε ως ποσοστά ανεργίαςτόσο τοις εκατό στους νέους, τόσες χιλιάδες θέσεις θα χαθούν ακόμα, τόσο τοις εκατό η πρόβλεψη για τον Δεκέμβριο. Κάποιες φορές τα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις για όσα ζούμε και θα ζήσουμε αυτό τον καιρό, μου θυμίζουν τη συζήτηση που είχε το 1933 η σύζυγος του αμερικανού τότε προέδρου Ρούζβελτ, Ελινορ με τη συγγραφέα Γερτρούδη Στάιν. «Δεν νομίζετε ότι υπάρχει κάτι σχεδόν αριστοκρατικό στον εργάτη που δουλεύει σκληρά για να συντηρήσει την οικογένειά του;» είχε ρωτήσει η πρώτη κυρία των ΗΠΑ. «Ισως», απάντησε η Στάιν. «Αλλά προτιμώ να τους παρατηρώ από μια διακριτική απόσταση».
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ, από μια διακριτική απόσταση φαίνεται να παρατηρούμε τους ανέργους γύρω μας, όσοι- ακόμα- έχουμε δουλειά.
Μια απόσταση που ενέχει αμηχανία, φόβο, ενοχή και άλλα. Και ταυτόχρονα, για πρώτη φορά, έπειτα από πολύ καιρό, αυτή η απόσταση δείχνει να μικραίνει κάτω από το βάρος των αριθμών, των αφηγήσεων και των προοπτικών. Τώρα που τελειώνει το καλοκαίρι και αυτός ο Σεπτέμβρης φαντάζει πιο αινιγματικός από ποτέ, θυμάμαι ότι «δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, αλλά όπως είμαστε». Μπροστά στο κενό του μπαλκονιού μας κι εμείς, μπορούμε να επιλέξουμε να είμαστε. Παρόντες, μαχητικοί, αλληλέγγυοι και με ανοιχτή καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου