...Η πόλη είχε εγκαταλειφθεί χρόνια πριν αλλά προχωρούσαν στους κατάμεστους από σκουπίδια δρόμους προσεχτικά, το αγόρι κρατώντας τον σφιχτά από το χέρι. Πέρασαν μια μάντρα με παλιοσίδερα όπου κάποτε κάποιος προσπάθησε να κάψει στον κλίβανο πτώματα. Τα μαυρισμένα κρέατα και τα κόκαλα κάτω απ' το θάμπος της στάχτης θα μπορούσαν να μην έχουν ταυτότητα αν δεν απόμεναν ακόμα τα κρανία. Μυρωδιά καμία πλέον. Στο τέρμα του δρόμου υπήρχε ένα σούπερ μάρκετ και σ' ένα διάδρομο με στοίβες άδεια χαρτόκουτα στο εσωτερικό στέκονταν τρία μεταλλικά καροτσάκια. Τα περιεργάστηκε και τράβηξε το ένα και γονάτισε και γύρισε τις ροδίτσες κι έπειτα σηκώθηκε και το 'σπρωξε ως την άκρη του διαδρόμου και πίσω.
Μπορούμε να πάρουμε δύο, είπε το αγόρι.
Όχι.
Θα το σπρώχνω εγώ το δεύτερο.
Εσύ είσαι ο τσιλιαδόρος είπαμε. Σε θέλω επιφυλακή.
Και τι θα κάνουμε τόσα πράματα;
Αναγκαστικά θα πάρουμε όσα χωράνε εδώ.
Λες να 'ρχεται κανείς προς τα δω;
Όλο και κάποιος θα 'ρθει. Κάποτε.
Αφού είπες ότι είμαστε μόνο εμείς.
Δεν εννοούσα για πάντα.
Μακάρι να μέναμε εδώ.
Μακάρι να μπορούσαμε.
Μπορούμε να 'μαστε κι οι δυο επιφυλακή.
Μα είμαστε έτσι κι αλλιώς.
Κι αν ερχόταν κόσμος που είναι σαν εμάς με τους καλούς;
Τι να πω, δεν νομίζω ότι έχουμε πολλές πιθανότητες να βρούμε άλλους καλούς στο δρόμο.
Έχουμε βγει ξανά στον ίδιο δρόμο.
Το ξέρω.
Άμα είσαι σε επιφυλακή συνέχεια σημαίνει ότι όλο φοβάσαι;
Τι να πω. Υποθέτω πως χρειάζεται να φοβάσαι λιγάκι για να είσαι σε επιφυλακή έτσι κι αλλιώς. Για να προσέχεις. Να είσαι σε ετοιμότητα.
Αλλά δεν φοβάσαι τον υπόλοιπο καιρό.
Τον υπόλοιπο καιρό;
Ναι.
Δεν ξέρω. Μπορεί να πρέπει να 'σαι συνέχεια σε επιφυλακή. Αν είναι να σου 'ρθει το ξαφνικό από κει που δεν το περιμένεις καλύτερα να το περιμένεις συνεχώς.
Εσύ το περιμένεις συνεχώς; Ε μπαμπά;
Το περιμένω, ναι. Όμως καμιά φορά μπορεί να ξεχάσω ότι είμαι σε επιφυλακή...
...Το νερό ίσα ίσα σκέπαζε το χώμα. Το 'βλεπε να κυλά ανεπαίσθητα προς ένα σημείο του δρόμου όπου πύκνωνε μέσ' από ένα τσιμεντένιο πέρασμα κι έφτυσε μέσα στο νερό και κοίταξε να δει αν θα παράσερνε το σάλιο. Πήρε ένα πανί απ' το καρότσι κι ένα πλαστικό βάζο και γύρισε και τύλιξε το πανί πάνω στο στόμιο του βάζου και το 'χωσε στο νερό και το 'δε που γέμιζε. Το σήκωσε μουσκεμένο και το κοίταξε στο φως. Έδειχνε αρκετά καθαρό. Έβγαλε το πανί κι έδωσε το βάζο στο παιδί. Καλό είναι, πιες, είπε.
Το αγόρι ήπιε και το το 'δωσε πάλι.
Πιες κι άλλο.
Να πιεις κι εσύ μπαμπά.
Οκέι.
Κάθισαν και φιλτράρισαν τη στάχτη απ' το νερό και ήπιαν ώσπου πρήστηκαν. Το αγόρι ξάπλωσε στο χορτάρι.
Πρέπει να φύγουμε.
Είμαι πτώμα.
Το ξέρω αλλά πρέπει.
Το ξέρω αλλά πρέπει.
Τον παρατηρούσε. Δυο μέρες ήταν νηστικοί. Άλλες δυο και θ' άρχιζαν να κουράζονται με το παραμικρό. Σκαρφάλωσε στην απέναντι όχθη μέσα απ' τις καλαμιές να ελεγξει το δρόμο. Σκοτεινιά και μαυρίλα και ίχνη πουθενά σ' όλη την απλωσιά. Οι αέρηδες είχαν σαρώσει τα πάντα, κάνοντας τέφρα και χώμα μια λεία επιφάνεια. Πάλαι ποτέ εύφορη γη. Κι ίχνος ζωής ούτε μισό. Δεν ήταν τόπος να τον ορίζει τούτος. Ούτε όνομα πόλης ούτε ποτάμια.
Πάμε, είπε. Πρέπει να συνεχίσουμε.
- Από το βιβλίο του Κόρμακ Μακ Κάρθυ "Ο ΔΡΟΜΟΣ" (εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ από τα αγγλικά Αύγουστος Κορτώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου