..............................................................
Μένης Κουμανταρέας
Την Αθήνα ο Μένης Κουμανταρέας δεν την
αρνήθηκε ποτέ. Ακόμα και στα λογοτεχνήματά του που δεν έχουν βιωματική
αφορμή αλλά αποτελούν καθαρή μυθοπλασία, η πόλη του τον ακολουθεί· σαν
μνήμη ή σκιά, σαν λόγος ζωής και γραφής. Ο ρεαλισμός του τον υπηρετεί
και όταν διαχειρίζεται το απίθανο ή το παράδοξο. Την πόλη του την έψαξε.
Τρύπωσε στις ταπεινές γωνιές της, κουρεία, καφενεία, συνεργεία. Στάθηκε
στις πλατείες της για να δει τον κόσμο, να γίνει κύτταρό του.
Αν μείνουμε στη φλούδα των ορισμών κι αν εξισώσουμε περιοριστικά την πολιτική έγνοια με τη στράτευση, ο Κουμανταρέας δεν είναι πολιτικός λογοτέχνης. Αλλά στον μισό αιώνα της συγγραφικής παρουσίας του ο «άσεμνος» Κουμανταρέας, για να θυμηθούμε την εις βάρος του κατηγορία επί χούντας, για το «Αρμένισμα», υπήρξε ουσιαστικότερα πολιτικός απ’ ό,τι όσοι συνάδελφοί του ζόρισαν το γράψιμό τους υποβαθμίζοντάς το στο επίπεδο της προκήρυξης. Ελεύθερο μυαλό, έφερε στο λογοτεχνικό προσκήνιο (χωρίς ηθικοδιδασκαλικό ή προσηλυτιστικό σκοπό και χωρίς αυτοδικαιωτικό τόνο) απωθημένες πτυχές του ανθρώπινου βίου. Αλλά και πτυχές του ανθρώπινου συναισθήματος που αμήχανοι ή και περίφοβοι τις χαρακτηρίζουμε άρρωστες, κακοήθεις, ενίοτε και ανθελληνικές.
Ο Κουμανταρέας, όπως το βλέπουμε στα πεζά του αλλά και στις συνεντεύξεις του, δεν συμβιβαζόταν με τις συνήθεις δοξασίες. Η καθημερινότητά του στην Κυψέλη λ.χ. δεν τον οδήγησε στην υιοθέτηση αφιλόξενου λόγου. Εγκαιρα στρατεύτηκε (εδώ το ρήμα αυτό είναι το πιο ταιριαστό, ακριβώς επειδή δηλώνει το άκρως απαραίτητο) στον αγώνα κατά της Χ.Α. Και αυστηρότατα επιτίμησε τον μύθο περί φυλετικής καθαρότητας, χαρακτηρίζοντάς τον φασιστοειδή.
Ας πω και κάτι που με έκανε να νιώσω πως η δουλειά του κριτικού λογοτεχνίας έχει τα τυχερά της. Δεκέμβριο του 1996 έγραφα εδώ για το βιβλίο του «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω». Τιμώντας τη δεξιοσύνη του, σημείωνα πως «ο σκληρός λόγος του, ελεγειακός σε ορισμένες περιοχές του, διεκδικεί επιτυχώς την υποβλητικότητα μέσα από την επιμελημένη τραχύτητά του. Είναι ένας λόγος που δεν δικάζει [τους “καταραμένους”], δεν αποδοκιμάζει, δεν πριμοδοτεί, αλλά ιστορεί επιλέγοντας μια σκοπιά που ακουμπάει ακριβώς πάνω στο όριο του κόσμου τον οποίο ανατέμνει».
Υποδείκνυα ωστόσο, ίσως με την εμμονή τού διορθωτή, και κάποια γλωσσικά σφάλματα. Ε λοιπόν, λίγο αργότερα, Απρίλιο του ’97, σε συνέντευξή του στον Νίκο Βατόπουλο στο «Διαβάζω», ο Κουμανταρέας έπραξε το ασυνήθιστο αλλά γι’ αυτόν φυσικό: με απερίστροφη ειλικρίνεια συμφώνησε πως είχε λαθέψει, προσθέτοντας πως «ένας συγγραφέας δεν είναι ποτέ αλάνθαστος». Λέω «φυσικό» γιατί επίσης τίμια και σεμνή ήταν η αντίδρασή του και αρκετά παλαιότερα, αρχές του ’81, σε γλωσσικές παρατηρήσεις του Γ.Η. Χάρη στον «Πολίτη» για τη μετάφραση του «Μπάρτλεμπι», του Μέλβιλ. Ασήμαντο. Αλλά η ποιότητα του ανθρώπου φανερώνεται και στα ασήμαντα.
Αν μείνουμε στη φλούδα των ορισμών κι αν εξισώσουμε περιοριστικά την πολιτική έγνοια με τη στράτευση, ο Κουμανταρέας δεν είναι πολιτικός λογοτέχνης. Αλλά στον μισό αιώνα της συγγραφικής παρουσίας του ο «άσεμνος» Κουμανταρέας, για να θυμηθούμε την εις βάρος του κατηγορία επί χούντας, για το «Αρμένισμα», υπήρξε ουσιαστικότερα πολιτικός απ’ ό,τι όσοι συνάδελφοί του ζόρισαν το γράψιμό τους υποβαθμίζοντάς το στο επίπεδο της προκήρυξης. Ελεύθερο μυαλό, έφερε στο λογοτεχνικό προσκήνιο (χωρίς ηθικοδιδασκαλικό ή προσηλυτιστικό σκοπό και χωρίς αυτοδικαιωτικό τόνο) απωθημένες πτυχές του ανθρώπινου βίου. Αλλά και πτυχές του ανθρώπινου συναισθήματος που αμήχανοι ή και περίφοβοι τις χαρακτηρίζουμε άρρωστες, κακοήθεις, ενίοτε και ανθελληνικές.
Ο Κουμανταρέας, όπως το βλέπουμε στα πεζά του αλλά και στις συνεντεύξεις του, δεν συμβιβαζόταν με τις συνήθεις δοξασίες. Η καθημερινότητά του στην Κυψέλη λ.χ. δεν τον οδήγησε στην υιοθέτηση αφιλόξενου λόγου. Εγκαιρα στρατεύτηκε (εδώ το ρήμα αυτό είναι το πιο ταιριαστό, ακριβώς επειδή δηλώνει το άκρως απαραίτητο) στον αγώνα κατά της Χ.Α. Και αυστηρότατα επιτίμησε τον μύθο περί φυλετικής καθαρότητας, χαρακτηρίζοντάς τον φασιστοειδή.
Ας πω και κάτι που με έκανε να νιώσω πως η δουλειά του κριτικού λογοτεχνίας έχει τα τυχερά της. Δεκέμβριο του 1996 έγραφα εδώ για το βιβλίο του «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω». Τιμώντας τη δεξιοσύνη του, σημείωνα πως «ο σκληρός λόγος του, ελεγειακός σε ορισμένες περιοχές του, διεκδικεί επιτυχώς την υποβλητικότητα μέσα από την επιμελημένη τραχύτητά του. Είναι ένας λόγος που δεν δικάζει [τους “καταραμένους”], δεν αποδοκιμάζει, δεν πριμοδοτεί, αλλά ιστορεί επιλέγοντας μια σκοπιά που ακουμπάει ακριβώς πάνω στο όριο του κόσμου τον οποίο ανατέμνει».
Υποδείκνυα ωστόσο, ίσως με την εμμονή τού διορθωτή, και κάποια γλωσσικά σφάλματα. Ε λοιπόν, λίγο αργότερα, Απρίλιο του ’97, σε συνέντευξή του στον Νίκο Βατόπουλο στο «Διαβάζω», ο Κουμανταρέας έπραξε το ασυνήθιστο αλλά γι’ αυτόν φυσικό: με απερίστροφη ειλικρίνεια συμφώνησε πως είχε λαθέψει, προσθέτοντας πως «ένας συγγραφέας δεν είναι ποτέ αλάνθαστος». Λέω «φυσικό» γιατί επίσης τίμια και σεμνή ήταν η αντίδρασή του και αρκετά παλαιότερα, αρχές του ’81, σε γλωσσικές παρατηρήσεις του Γ.Η. Χάρη στον «Πολίτη» για τη μετάφραση του «Μπάρτλεμπι», του Μέλβιλ. Ασήμαντο. Αλλά η ποιότητα του ανθρώπου φανερώνεται και στα ασήμαντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου