Σημαντικοί στοχαστές υποστηρίζουν ότι η επιθυμία είναι η κινητήρια δύναμη του ανθρώπινου βίου. Και διευκρινίζουν: η επιθυμία δεν αποσκοπεί σε τούτο ή εκείνο. Αποσκοπεί σε μιαν άλλη επιθυμία, στην επιθυμία του Άλλου. Αυτό που επιθυμώ είναι να με επιθυμήσει ο Άλλος.
Τα επιμέρους αντικείμενα της επιθυμίας μου είναι ό,τι εκλαμβάνω ότι επιθυμεί ο Άλλος να έχω -ή να είμαι- προκειμένου, ακριβώς, να με επιθυμήσει. Δύναμη, δόξα, χρήμα, εμφάνιση, είναι απλώς μέσα που επιδιώκουν να σαγηνεύσουν τον Άλλο. Να προσελκύσουν την επιθυμία του.
Ο Άλλος είναι ο Πατέρας, ο Νόμος, το Κόμμα, ο Θεός. Εκείνος του οποίου η επιθυμία μετράει απόλυτα. Αλλά αν η δική μου επιθυμία είναι η κινητήρια δύναμη του βίου μου, τότε η εκπλήρωσή της -η κατάκτηση της επιθυμίας του Άλλου- ταυτίζεται με την απόλυτη καταξίωσή μου στα μάτια του Άλλου. Ταυτίζεται με τον ολοκληρωτικό "έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών", με "τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε".
Ο "έπαινος" αυτός συνιστά την αναγνώρισή μου. Ολόκληρος ο βίος μου κινείται έτσι από την επιθυμία να με αναγνωρίσει ο Άλλος. Να με αναγνωρίσει γι' αυτό που είμαι. Εγώ.
Αλλά ποιος είμαι εγώ που κινούμαι από μια τέτοια αβυσσαλέα επιθυμία;
Το "εγώ" είναι παραγωγή του ασυνειδήτου. Δεν ανάγεται σε ό,τι πιστεύω πως είμαι ή θέλω να είμαι. Συνιστά μόνον ασταθές σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην αβυσσαλέα, ακριβώς, επιθυμία για αναγνώριση και στους πραγματικούς όρους με τους οποίους μέρος της παρέχεται ή δεν παρέχεται. Ασταθές σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην υποτίμηση και στην υπερεκτίμηση, ανάμεσα στο να εκλαμβάνω τον εαυτό μου -ή να νομίζω πως με εκλαμβάνουν οι άλλοι- είτε ως τίποτα είτε ως γίγαντα.
Υπάρχουν χώροι όπου η αναγνώριση αποτελεί νόρμα. Χώροι όπου αυτό που μου αρέσει -που επιθυμώ- γίνεται επάγγελμα. Έτσι η εξέλιξη του πανεπιστημιακού εξαρτάται ρητά από την "αναγνώριση" του έργου του. Και μάλιστα διεθνή. Ο καλλιτέχνης την προσμετρά σε αριθμό εμφανίσεων ή εκθέσεων, σε εισιτήρια παραστάσεων, σε έργα που πούλησε, σε αντίτυπα βιβλίων. Ο ασχολούμενος με την πολιτική την αποτιμά σε αξιώματα και σε αριθμό ψήφων.
Αλλά τα "δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε" δεν είναι ποτέ αρκετά. Η αβυσσαλέα επιθυμία για αναγνώριση δεν ικανοποιείται ποτέ πλήρως. Οπότε, ειδικά σε τέτοιους χώρους, το "Εγώ" τείνει να διογκώνεται μέχρι σκασμού και να γίνεται επιθετικό: Γιατί εκείνος και όχι εγώ; Τι είναι εκείνος που δεν είμαι εγώ; Αφού εγώ έχω πασιφανώς προσφέρει, πετύχει, αποδείξει..., τόσα και τέτοια ενώ εκείνος είναι, εξίσου πασιφανώς, λίγος, ανάξιος, καιροσκόπος,...
Ο Μάριος Μαρκίδης (Αυγή, 16.11.2014) το διατυπώνει επιγραμματικά:

"Μόλις ξεπεράσω το ρίγος των δικών μου ποιημάτων
θα ασχοληθώ με τον κόσμο των πραγμάτων
...
δεν με αποθαρρύνει της συνθέσεως η βραδύτης.
...
Είναι καλύτερος από εμένα ο Ελύτης;"

Τουλάχιστον στον χώρο της πολιτικής, η διόγκωση του "Εγώ" χαλιναγωγείται μέσω του ελέγχου που ασκεί η συλλογικότητα. Αλλά όταν αυτή τείνει να εκλείψει, τότε, ιδίως λίγο πριν μια δημόσια δοκιμασία της "αναγνώρισης", ο χώρος μπορεί να μετατραπεί σε ζούγκλα.
Ας το έχουμε κατά νου εν όψει εκλογών. Που προϋποθέτουν, βέβαια, επιλογή υποψηφίων...
 
Αριστείδης Μπαλτάς