................................................................
Εμπειρίες στην Ελλάδα του 21ου αιώνα
Ντίνα Δασκαλοπούλου μαζί με Ilias Daskalopoulos και Igglezi Katerina
Απέναντι
από το κατάλευκο, αχανές και με αμέτρητα κλειστά παράθυρα υπουργείον
της εθνικής μας αμύνης, καταμεσής της λεωφόρου Μεσογείων, απέναντι από
ένα σκοτεινό πάρκο βρίσκεται το
νοσοκομειακό κελί του Νίκου Ρωμανού. Από τον ψηλό καγκελόφραχτο
μαντρότοιχο βλέπεις μόνο το μισοφωτισμένο καγκελόφραχτο δωμάτιό του. Δεν
μπορεί να σηκωθεί και να τους δει. Άραγε μπορεί να ακούσει τους
ανθρώπους που του φωνάζουν μέσα στη νύχτα; «Νίκο γερά ως τη λευτεριά».
Σχεδόν κανείς από τους ασθενείς και τους συνοδούς τους δεν βγαίνει στα
μπαλκόνια. Σχεδόν κανείς - ούτε καν οι εργαζόμενοι- δεν κυκλοφορούν πια
άνετα στο νοσοκομείο. Για να μπεις θα πρέπει να αντιμετωπίσεις πρώτα
τον σεκιουριτά και μετά τον αστυνομικό με το αλεξίσφαιρο. Κι αν τα
καταφέρεις αντικρίζεις την πρώτη διμοιρία. Παρκάρεις. Κλούβες,
περιπολικά, αστυνομικοί, ασφαλίτες, ασπίδες, όπλα, φουλ φέις μάσκες:
ολόκληρος ο αστυνομικός μηχανισμός επί ποδός πολέμου.
Αν τα
καταφέρεις κι η πόρτα του ασανσέρ ανοίξει στον τρίτο όροφο, θα σε
υποδεχτεί ένας άντρας με πολιτικά. Ποιος είσαι; Που πας; Γιατί ρωτάς; Τι
σε νοιάζει η υγεία του; Μήπως είσαι συγγενής πρώτου βαθμού; Ο άντρας
ξέρει που πας, ξέρει ότι δεν είσαι συγγενής, ξέρει ότι δεν πρόκειται να
σου δώσει καμία απάντηση, ξέρει ότι και γιατρός να ήσουν πάλι θα σε
έδιωχνε.
Oι αστυνομικοί γυροφέρνουν το κτίριο, πίνουν φραπέ κι
αναψυκτικά, πιάνουν ψιλή κουβέντα κι αστειεύονται. Πώς να βγει η βάρδια;
Που και που έξω από το νοσοκομείο μαζεύονται κάτι μουσάτοι
μακρυμάλληδες και φωνάζουν συνθήματα. Τότε οι αστυνομικοί πιάνουν την
ασπίδα, πιάνουν τα όπλα και νοστιμεύει η μέρα.
«Βλέπουν οι
ασθενείς τα κουμπούρια και φοβούνται», μας λέει ένας τραυματιοφορέας.
«Εμείς εδώ έχουμε ειδικούς χώρους για τους κρατούμενους, πάντα μας
φέρνουν, αλλά τέτοια κινητοποίηση πρώτη φορά βλέπουμε», λέει μια
νοσοκόμα. «Δεν μαθαίνουμε τίποτα για τον Ρωμανό, ούτε μας λένε, ούτε που
μπορούμε να πλησιάσουμε στον όροφό του», συνεχίζει η τραυματιοφορέας.
Οι εργαζόμενοι μιλάνε χαμηλόφωνα – όταν ξέρουν πως ακόμα κι οι γιατροί
πιέζονται, αυτοί που βρίσκονται ακόμα χαμηλότερα στην ιεραρχία φοβούνται
ακόμα περισσότερο.
Ο κύριος που κάθεται απέναντί μου στην
υπαίθρια καφετέρια είναι ασθενής. Νοσηλεύεται για λίγες μέρες «κι ελπίζω
όταν θα φύγω να είναι ακόμα το παιδί εδώ, να ζει εννοώ και να είναι
εδώ». Ο κύριος, που είναι σε διαθεσιμότητα «και δεν είναι μέρες τώρα να
λέμε με το όνομά μας τέτοια πράγματα», περιγράφει πως είναι η
αστυνομοκρατούμενη νοσηλεία: «τους βλέπεις παντού, πάνω κάτω, πέρα δώθε,
με τις μάσκες στα πρόσωπα. Δεν το αντέχω αυτό. Και δεν αντέχω που ένα
παιδί σαν το γιo μου μπορεί να πεθάνει στο από πάνω δωμάτιο. Και δεν
αντέχω που δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Σαν να ‘ναι το δικό μου παιδί. Και
βλέπω και τον πατέρα του και δεν μπορώ να του πω δυο κουβέντες».
Λίγα μέτρα πιο μακριά, έξω από το νοσοκομείο, ο πατέρας του Νίκου
Ρωμανού, εξαιρετικά ευγενής, σφίγγει χέρια, στέκεται ορθός και μεταφέρει
στον κόσμο που έχει συγκεντρωθεί το κάλεσμα του γιου του για τις 8 το
πρωί. Υπερασπίζεται τον αγώνα του ανθρώπου που αγαπά περισσότερο στον
κόσμο ακόμα και μπροστά στον – πολύ κοντινό πια- ενδεχόμενο θάνατό του.
Κάνω την πιο ανόητη ερώτηση: «πως είστε κύριε Ρωμανέ;» «Αγώνα κάνουμε.
Αγωνίες ζούμε. Αγωνίες…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου