«Όλο το λέω εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας, αλλ' όταν βλέπω τα μάτια σας να χαμηλώνουν στο ίδιο συρματόπλεγμα, αλλ' όταν βλέπω τα μάτια σας, το νιώθω πως είμαστε από το ίδιο αίμα εσείς κι εγώ σύντροφοι επαγρυπνητές» 

Χρίστος Ρουμελιωτάκης «Κλειστή Θάλασσα»
 
Υπάρχουν δύο μεγάλες «σιδερένιες σφαίρες» που συμπιέζουν την Αριστερά. Η μία είναι η φαντασιακή ισοδυναμία με τους (π.χ.) Πλεχάνωφ, Λένιν, Λούκατς, Μπένγιαμιν, Μπρεχτ, Γκράμσι, Μπαχτίν, Τζβετάγιεβα, Κονδύλη, Ίγκλετον, Μπελ, Τζέιμσον και τα μεγάλα, αποκλίνοντα θεωρητικά κληροδοτήματα. (Πολλοί θέλουν κι έναν Λουνατσάρσκι που θα τα ράβει). Η άλλη σιδερένια σφαίρα είναι οι εμπράγματες πολιτικές πολιτισμού οι ασκημένες για πολλές δεκαετίας από τα υπουργεία, αλλά και οι βεβαιότητες, οι ανασφάλειες, οι ματαιώσεις, τα τραύματα και τα κεκτημένα που δημιουργούν. Ανάμεσα στις δύο «σφαίρες» συμπιέζεται η Αριστερά, που, ενώ είναι αβέβαιη, εύθραυστη, εξουσιοδοτείται να αφομοιώσει όλες τις θεωρητικές, θεωρησιακές αντιφάσεις, να αποκαταστήσει τα απωλεσθέντα, να άρει τον συλλογικό και ατομικό φόβο. Είναι σίγουρο. Ο καθένας φοβάται κάτι. Οι μεν προνομιούχοι συνομιλητές του κράτους να μη χάσουν, οι αποκλεισμένοι να «μπουν μέσα», οι τραυματισμένοι να βρουν την απόλυτη επούλωση και οι θεωρητικοί στον άλλο κόσμο να μην ξυπνήσουν από τους νόμιμους κληρονόμους τους!*
Η έννοια του «πολιτισμού» συχνά διαρρέει προς την έννοια της «κουλτούρας» (και το αντίστροφο) σε μια, εν τέλει, ανταγωνιστική και απονοηματοδοτική θεωρητική σύμμιξη. Στη δε πολιτική καθημερινότητα έχουν επικρατήσει επισφαλείς εννοιοδοτήσεις που (απολύτως παρωχημένα), περιστρέφονται γύρω από τις μορφές τέχνης και τις εκδηλώσεις τους. Εν τούτοις, για επιχειρησιακούς λόγους, θα μεταχειριστώ αυτούς τους όρους. Οι μέχρι σήμερα ασκούμενες πολιτικές στο χώρο του πολιτισμού εξαντλούνται είτε σε φεστιβαλικές εκδηλώσεις, είτε (και συνήθως) σε επιχορηγήσεις. Συχνά, μέσα στις δομές άσκησης πολιτιστικών πολιτικών, αναπτύσσονται κλειστά ευνοιοκρατικά δίκτυα, που αναπαράγουν σε μεγάλο βαθμό όλες τις παθογένειες του συστήματος: επιδοτήσεις, εργολαβίες και αποκλεισμούς. Σοβαρές διοργανώσεις όπως ο θεσμός των πολιτιστικών πρωτευουσών, η Πολιτιστική Ολυμπιάδα και πολλά φεστιβάλ, συναθροίζουν ποιοτικά άνισες και ασύνδετες μεταξύ τους εκδηλώσεις, οι οποίες δεν υπακούουν σε καμιά πολιτιστική στρατηγική, ούτε συνθέτουν αξιόπιστη χαρτογράφηση της καλλιτεχνικής πράξης. Ενίοτε, σκάνδαλα και αδιαφάνεια ακυρώνουν την ποιότητα που ενέχουν αρκετές από τις εκδηλώσεις. Κύριος μοχλός πολιτιστικής πολιτικής είναι το υπουργείο Πολιτισμού, ιδίως οι εκάστοτε πολιτικοί του προϊστάμενοι (και οι αυλικοί τους). Όχι πάντα αναξιόλογοι συνήθως όμως επιλεγμένοι κατόπιν «αναγκαστικών» διανομών χαρτοφυλακίων, τις γνωστές ενδοκομματικές καραμπόλες.
Στον τόπο μας ο «πολιτισμός» εν γένει νοείται ως ένας ακόμα μοχλός εξουσίας, κυβερνητικής ισχύος και αναπαραγωγής εσωκομματικών ή προσωπικών ρουσφετικών δεσμεύσεων. Φαραωνικές εκδηλώσεις ενός αδιέξοδου μεγαλοϊδεατισμού και από την άλλη μικροδιευθετήσεις απίθανων συλλόγων και προσώπων, δίκτυα, πολιτιστικοί ηγεμόνες, αυλικοί αλλά και αξιόλογοι, συγκροτούν μια πραγματικότητα που δεν επιτρέπει πάντα στο σημαντικό να εκφραστεί, που δεν διαθέτει δημοκρατική ανοικτότητα, δικαιοσύνη, που δεν διαχειρίζεται με ηθική τους πόρους και που πολλές φορές λειτουργεί με όρους αποκλεισμού, παρέας, άβατου. Αυτό, εκτός του ότι αποτελεί παραμόρφωση ενός ανοικτού, δημοκρατικού κράτους, εκπαιδεύει και τους δημιουργούς στην παραμορφωτική αναζήτηση της προσωπικής «άκρης» ώστε να υλοποιήσουν το έργο τους. Στον κύκλο της κρίσης, η πολιτιστική πολιτική ταλαντεύεται ανάμεσα στα κονδύλια του ΕΣΠΑ και στις πολιτικές που «τρέχουν» τα ιδιωτικά πολιτιστικά ιδρύματα.
Ανάμεσα στους δύο πόλους αναπτύσσεται ένα πρωτοφανές στο σφρίγος του πολιτιστικό κίνημα «από τα κάτω», με άπειρες εκδηλώσεις τέχνης, δρώμενα, ομάδες και καλλιτέχνες, με χρήση εναλλακτικών χώρων, γλωσσών, φόρμας. Η ζωή συγκροτεί τη δική της πολιτική περί πολιτισμού. Φτηνά και ελεύθερα. Οι εκδηλώσεις αυτού του ανοιχτού και αχανούς πεδίου, είναι άνισες, όχι πάντα επεξεργασμένες ή λόγιες, όμως φαίνεται ότι εκφράζουν μια διάχυτη ανάγκη για συνέκφραση, αισθητικό αυτοπροσδιορισμό, επικοινωνία, ένταξη, κοινωνική εξισορρόπηση. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και αναπτύξιμο κληροδότημα για την Αριστερά. Από την άλλη, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ως δομές της πιο κραταιάς πολιτιστικής βιομηχανίας, χτίζουν ένα κοινότοπο και μερικώς εξατομικευμένο πολιτιστικό εποικοδόμημα. Με χαρακτηριστικά τη διαρκή κοινοποίηση του ελάσσονος δίπλα στο μείζον, την δημοσιοποίηση του ιδιωτικού ή του ομοιώματος, θεμελιώνουν μια αργκό και επικοινωνιακά στερεότυπα που συχνότατα το εύρος τους συγχέεται με τη δημοκρατία, η γλώσσα τους συγχέεται με την αμεσότητα και ο αρχαϊσμός τους με την αλήθεια.
Εν τούτοις, ακριβώς αυτά τα μέσα και ο ενεστωτικός χαρακτήρας τους διαμεσολαβούν και διακτινίζουν το υψηλό σε ευρύτερο κοινό, διαρρηγνύουν τους αποκλεισμούς, δίνουν κάποιες δυνατότητες στον αδύναμο να εγγραφεί κοινωνικά. Στο νέο πεδίο κρίσης που διαμορφώνεται, πεδίο δύσκολων, σπάνιων δογματικά κατηγοριοποιήσιμων οικονομικών και συμβολικών πόρων αλλά και πεδίο ιδεολογικής πίεσης για εμπορευματοποίηση και «ανταποδοτικότητα», η Αριστερά πρέπει να εσωτερικεύσει τις αντιφάσεις, να εκλογικεύσει τις συνεπακόλουθες εργασιακές ανισότητες και να συγκροτήσει μια πολιτιστική πολιτική η οποία θα συνθέσει τις μεγάλες λόγιες πυκνώσεις και το τεράστιο πολιτιστικό απόθεμα όλων των ιστορικών περιόδων με τα καινούργια, υβριδικά εργαλεία, τις νέες εκφραστικές περιοχές και την έρευνα. Προς τούτο, εκτός από τις ομάδες εργασίας, εξαιρετικά κείμενα σημαντικών διανοουμένων -απολύτως αφομοιώσιμα- εισρέουν και εισφέρουν. Νέες πολιτικές πολιτισμού πρέπει να εξορθολογήσουν ειδολογικούς διαχωρισμούς, υπαρκτούς μεν, αλλά ενδεχομένως όχι τόσο επιχειρησιακούς. Προϋποθέτουν όμως, ορισμένα κρίσιμα πρωτόκολλα. Πριν από όλα, το άνοιγμα των δομών και τον εκδημοκρατισμό τους. Πολιτισμός δεν είναι μόνο η τέχνη, αλλά και η παραγωγή και η παραγωγική συνείδηση, τα εργαλεία διαμεσολάβησης και η πολιτική κουλτούρα. Η Αριστερά, ως βαθιά αναμορφωτικό, μεταρρυθμιστικό και εξυγιαντικό κίνημα, πρέπει να εννοήσει τα επίδικα, έξω απ τις συνηθισμένες γραφειοκρατικές σταθμίσεις και τις αγκυλώσεις της διοίκησης και τις στοχεύσεις της ιδιοτέλειας. Καμιά λειτουργία του κράτους - πολύ περισσότερο του εκπτωχευμένου, δεν μπορεί να αναπτύξει την πολιτιστική δημοκρατία χωρίς την αυτενέργεια των ανθρώπων που «δεν έχουν μέσον», χωρίς τον βαθύ αναδημοκρατισμό, χωρίς εμπράγματη εσωτερική σύνδεση με τις δομές παιδείας, χωρίς αναγωγή της πολιτικής πράξης σε εργαλείο κοινωνικής ρύθμισης, εξορθολογισμού και εξισορρόπησης.*
Υστερόγραφα προς «επαγρυπνητές»:
ΥΓ. 1: Δεν μπορείς να είσαι μακαρθικός και αντισταλινικός ταυτόχρονα.
ΥΓ. 2: Το Ματαρόα δεν τους χώρεσε όλους, ούτε παρέλαβε όλη τη διαθέσιμη σκέψη.
ΥΓ. 3: Να κερδίσουμε διά του ποιητή, όχι να τμηθούμε.
 
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ
dsevastakis@arch.ntua.gr
 
ΜΟΤΟ
Καμιά λειτουργία του κράτους - πολύ περισσότερο του εκπτωχευμένου, δεν μπορεί να αναπτύξει την πολιτιστική δημοκρατία