Από τη "Βιβλιοθήκη" της "Ελευθεροτυπίας" (7-9/4/2011)
...Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina από τον Χρήστο Δανιήλ
ένα βιβλίο για τη Μάτση Χατζηλαζάρου, την πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια.
...Από τα βασικά ζητούμενα για τον υπερρεαλισμό, την αφετηρία της δημιουργικής της πορείας, ήταν η απελευθέρωση του ανθρώπου σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, η σύζευξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας με την ίδια τη ζωή. Για τη Μάτση Χατζηλαζάρου, όσο για ελάχιστους δημιουργούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η ποίηση και η γραφή είναι συνδεδεμένες με την ίδια της τη ζωή, τα πάθη της, τον έρωτα. Για τη Μάτση Χατζηλαζάρου, ποίηση και ζωή λογίζεται ένα: ποιητικός τρόπος να ζεις, σωματοποιημένος ποιητικός λόγος. Σταχυολογώ στίχους της:
η ποίησή μας είναι η ζωή/
ένας βίος ποίησης/
τα ποιήματα που/ αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου/
και θα σκαλίσεις με το σουγιά πάνω στην κοιλιά μου/
με τα όμοια γράμματα που έχουν οι μπάγκοι του Ζαππείου το αληθινό/
ποίημα που σαλεύει τα κρόσσια του για να σβήσει το ουράνιο τόξο.
Ο λόγος (ο ποιητικός) είναι η αφετηρία και το τέρμα του βίου της, της δημιουργίας της στη ζωή:
εγώ καταγωγή μου τα λόγια/
το παν είναι ομιλία ως το αίμα/
εγώ όταν φύγω στο θάνατο/ το κάλυμμα που θα 'χω εκκρίνει/
δεν θα 'ναι παρά λόγια λογιών
Η ποίηση/έρωτας στο έργο της Μάτσης ταυτίζεται με τη ζωή. Λειτουργεί αποτρεπτικά για το θάνατο:
λέξεις γανώνω/ μήπως κι αποκάνω/ για μας τη θανή
Η απουσία του έρωτα αποτελεί συνώνυμο του θανάτου:
στάζανε οι χάντρες του κομπολογιού έρως θα πεθάνω έρως θα πεθάνω/
* * * * *
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό/
λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς. Μανιούς, ίσως και
Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης,/
δώστε μου να / πεθάνω όλους τους θανάτους.
Μάτση Χατζηλαζάρου...
.......................................................................
Από την "Πράσινη αειφόρο ανάπτυξη", τη σελίδα του "Πεντάλ" της Μαρίας Λαϊνά
Όταν ο Δίας, ύστερα από του ήλιοι το γύρισμα εξήντα μέρες του χειμώνα δώση να τελειώσουν, τότε ο αστερισμός του Αρκτούρου, αφήνοντας τα ιερά ρέματα του Ωκεανού, ανατέλλει για πρώτη φορά λάμποντας στην άκρη του ζόφου.Τότε αντάμα η χελιδόνα, η κόρη του Πανδίονα, ξανασηκώνεται στο φως: Ειν' η καινούργια άνοιξη που γεννιέται για τους ανθρώπους.
Ησίοδος, σε μετάφραση Παναγή Λεκατσά...
* * * * *
...Το Κοινόβιο
"και είναι τάχα απλό πράγμα
να πεις νερό ή στενά παπούτσια."
Δ.Ν. Μαρωνίτης
Ο απλός ο λόγος και ο τίμιος
Και οι κόλακες να γυροφέρνουν το βασίλειο
Η πουτάνα με το σκυλάκι και το βλέφαρο.
Σε πόσα μέρη χωρισμένος ο αυλόγυρος
Πόσες τάξεις πραγμάτων
Πόσα χρονοδιαγράμματα.
Μας μπέρδεψαν
Μας έκαναν άνω κάτω
Μας ρήμαξαν
Ψελλισματα τώρα και αινίγματα
Ακατανόμαστα.
Η φωνή σου κάπου κάπου και ο άνεμος
Και η νύχτα με την ξεχαρβαλωμένη στέγη
Ποίημα της Μαρίας Κυρτζάκη από τη συλλογή Κύκλος (1976) και τη συλλογική έκδοση των ποιημάτων της (1973-2002) με τίτλο, στη μέση της ασφάλτου...
* * * * *
ΕΡΩΤΙΚΟ
Θα σε πάρει ο άνεμος
Σαν τα φύλλα των δέντρων
Σαν τους ένοικους και τους ταξιδιώτες
Αφού πρώτα
Αδειάσεις τον παλιό χώρο
Συγκεντρώσεις τις αποσκευές σου
Γυμνοί τοίχοι
Γυμνά δάπεδα
Κλειδώνοντας την πόρτα
Επιστρέφοντας στον ιδιοκτήτη τα κλειδιά
Προτρέποντάς τον να τοποθετήσει στην είσοδο
Το ενοικιαστήριο
Κι αυτό της Μαρίας Κυρτζάκη. Από την πρώιμη συλλογή της, Οι Λέξεις (1973). Και εκεί είχε προδεί το μέλλον, προτάσσοντας ως μότο τους παρακάτω τρεις στίχους του Σεφέρη που τους παραθέτει ο ποδηλάτης με "ευχαρίστηση":
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα.
.....................................................................
Στο γράμμα του Σαββάτου
Τα αντίγραφα Αρκεί στον τοίχο Πόνο στον πόνο
επιμένουν στη θλίψη ανεπαίσθητη ρωγμή γεμίζουν τα κόκαλα
της γέννησής τους να τον γκρεμίσει κάποτε μέλι
* * *
Της μοίρας πικρό Αν είναι πληγή Ή σωπαίνεις τον
υφαντό, δίχως πουλί και λέξη γάζα να βρεις θάνατο χορεύοντας
δίχως κοτσάνι πάλι ματώνει ή μη χορεύεις
ΤΕΤΟΙΑ ΚΟΙΤΗ ΚΟΙΤΩ Ο ΑΛΛΟΣ ΒΥΘΟΣ
Οι φωλιές Ιεροφάνης της λεπτομέρειας
δένονται με χορτάρια μεταξωτά κρατάς
τολμάς την αποκάλυψη
Τι να ξέρουν τα πουλιά και τη νηστεύεις
και μαλακώνουν το μαξιλάρι;
Σκάβεις, σκάβεσαι και κινδυνεύεις
ΗΜΙΦΩΣ
Η νύχτα σαλιώνει τ' αγάλματα ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
μ'ένα χνούδι μαύρο φως Ζει μέσα στο φως
Τα καταπίνει και μέσα του πεθαίνει.
Πάνος Κυπαρίσσης
Από το βιβλίο του Μαύρο βαμβάκι, εκδόσεις Μελάνι
.....................................................................
Πολωνός ελαιοχρωματιστής
Ο Φούτης ήρθε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Έμαθε το ποτό από έφηβος στην Πολωνία, όταν ενσωματώθηκε, ως μαθητευόμενος, σε μεγάλο συνεργείο, που δούλευε σ' ένα πανύψηλο κτήριο στο κέντρο της Βαρσοβίας. Στα διαλείμματα ο πρωτομάστορας τον έστελνε ν' αγοράσει βότκα / κάθονταν έπειτα όλοι στην ημιτελή σκεπή και την έπιναν αγναντεύοντας τα υπερώα της πολωνικής πρωτεύουσας. Χρόνια μετά, κάποια βραδιά, έκλεψε με τουε φίλους του ένα βαρέλι καθαρό οινόπνευμα. Το ξημέρωμα τον βρήκε στο σαλόνι του σπιτιού του να παριστάνει τον πιανίστα μπρος στο καλοριφέρ. Ο Φούτης γνώρισε του καλλιτέχνη τα βάσανα, τους κόπους και τις στερήσεις του αθλητή, αφού δούλεψε ένα φεγγάρι χορευτής στην όπερα της Βαρσοβίας κι έπαιξε επαγγελματικά μποξ στην κατηγορία φτερού. Του άρεσε συχνά ν' αναπολεί το μποέμικο κλίμα της Βαρσοβίας. "Εκεί οι γυναίκες δίνονται με τα μάτια", έλεγε. Είχε κάτι το ασκητικό η όψη του Φούτη, το λιπόσαρκο και άτριχο κεφάλι του φώλιαζε σαν αβγό μες στα πυκνά του γένια. Κάπνιζε Καρέλια κασετίνα και χάριζε τη γελοιογραφία, που 'χει μέσα το πακέτο, στα παιδιά, κι έβηχε έναν βήχα κούφιο, σαν ψεύτικο, σκεπάζοντας πάντα το στόμα με τη μεγάλη χούφτα του. Τα νύχια του τότε, σαν περασμένα βερνίκι, έλαμπαν. Έτρωγε πάντα σαν πουλάκι (λίγο ψωμί, λίγο τυρί, δυο φέτες ζαμπόν) κι έπινε σαν άλογο. Δεν έμενε στην πόλη. Απ' το χωριό ερχόταν κάθε πρωί με τα πόδια, τρέχοντας / το βράδυ, αν ήταν νηφάλιος, έτρεχε πάλι, ειδάλλως έπαιρνε ταξί. Κι έπειτα, ρίχνοντας τσίπουρο σε πηγάδι δίχως πάτο, βούλιαζε στις βραζιλιάνικες σειρές.
Κάποτε ήταν να βάψει την ταμπέλα ενός μαγαζιού και χρειάστηκε μια σκάλα ψηλή για ν' ανεβεί, σ' ένα ρινγκ άλλου είδους, όπως φάνηκε ύστερα. Πλαγιάσανε τη σκάλα. Η μια της άκρη ακουμπούσε στη συμβολή του μπαλκονιού και του τοίχου, η άλλη έβγαινε αρκετά μες στον δρόμο, που ήταν πολύ στενός. Όποτε ερχόταν αμάξι, δεν έκοβε πολύ και περνούσε σύρριζα από τη σκάλα, "Κανείς δεν μου κρατάει!...", έλεγε κάθε λίγο κλαψουρίζοντας ο Φούτης, κι ενώ τα χάχανα έδεναν με το βόμβο των τροχών, εκείνος συνέχιζε, με το βλέμμα θολό και πυρετικό συνάμα, ν' απλώνει τη γαλάζια μπογιά, μοιάζοντας με μοναχό που φτιάχνει ουρανό για να δραπετεύσει.
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Καστοριά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου