Σάββατο 9 Απριλίου 2011

"Ο μαύρος ήλιος" του Ηλία Παπαμόσχου



Ο μαύρος ήλιος

Ο θάνατος πάει να γίνει ένα ψέμα κοινό, ένα ψέμα ανάμεσα στ' άλλα... Ενώπιόν του οι άνθρωποι μετατρέπονται σε αυτόματα, σε κακούς ηθοποιούς, γιατί πεθαίνουμε στη σκηνή ενός θεάτρου όπου θα 'λεγες πως παίζεται ένα έργο που βγήκε εκτός θέματος.
Ακόμη και ο πρωταγωνιστής υποδύεται τον εαυτό του, έναν εαυτό που θυμίζει τον ίδιο όσο το ψεύτικο λουλούδι τα αληθινά. Οση αλήθεια του 'χει απομείνει, είναι, αλίμονο, υλικής φύσης μόνον πια, και για τούτο αβάσταχτη, ο θάνατος δίχως μεταφυσική είναι η πιο απόλυτη εξορία που επινόησε ποτέ ο άνθρωπος. Ο άρρωστος και η ομήγυρη θυμίζουν υπνοβάτες. Η παρηγορητική ιατρική, στην περίπτωση της ανιάτου, περνώντας απ' την ατελέσφορη πολυφαρμακία στη νομιμοποιημένη ναρκομανία, φροντίζει μόνο για τον πόνο, μόνο που ο πόνος είναι διφυής, στην άλλη του μορφή παρηγορείται με θρησκεία και τέχνη, με μνήμη δηλαδή χρηστής ζωής. Η μνήμη, όμως, τελεί και αυτή υπό εξορία, οποιαδήποτε αναφορά στο παρελθόν είναι μια προδοσία, καθ' ότι έχουμε εισέλθει προ πολλού στο παράλογο. Ο χρόνος συρρικνώνεται στο παρόν, στην κάθε στιγμή, που είναι αδιαφόρετη, όπως η σταγόνα του ορού που στάζει ανωφέλευτα μέσα στη φλέβα του αρρώστου. Πίσω από τη «φιλανθρωπία» των οικείων και των συγγενών σαρκώνονται σκοπιμότητες, αφού συνήθως ορίζονται στρατόπεδα, αφού ένας ακήρυχτος πόλεμος έχει ήδη αρχίσει. Ο ετοιμοθάνατος μοιάζει ουσιαστικά σαν να αδιαφορεί για το τι θα εκτυλιχθεί στη σκηνή μετά την αποχώρησή του, και οι οικείοι κάνουν το παν για να τον αποκοιμίσουν. Η ζωή του μοιάζει σαν κάτι που δεν έζησε, μοιάζει κι αυτή ψέμα. Τα παιδιά, συνήθως, απουσιάζουν, το ψέμα ξεκινάει από νωρίς, οι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές καλλιεργούνται απ' τα τρυφερά χρόνια, όπως και η εκπαίδευση, στην προκειμένη περίπτωση μια εκούσια τύφλωση. Καθετί δίχως τέρμα είναι ημιτελές και η ζωή αρνούμενη την περάτωσή της κάτι το ατελές, λέμε πως κάποιος «έφυγε» κι έχει αυτό την έννοια της παραίτησης, γιατί ήρωας είναι αυτός που αποδέχεται το πεπρωμένο, γιατί ο θάνατος είναι παντρειά και η ζωή το προικιό της. Αν η αλήθεια ομολογούνταν, σκέφτονται στα κρυφά οι εναπομείναντες, ο ανίατος ίσως να άλλαζε στάση, πράγμα που θα ανάγκαζε κι εκείνους να φανερώσουν πράγματα που τους συμφέρει να μείνουν κρυφά. Του στερούν τη δυνατότητα να σκεφτεί, να θυμηθεί, να επιθυμήσει, να νιώσει πως ακόμη ζει, γιατί φοβούνται αυτό που θα ζητήσει, το αδιαπραγμάτευτο, αυτό τρομάζει τους συγγενείς, το αδιαπραγμάτευτο των τελευταίων επιθυμιών, δίχως επιθυμίες, όμως, ακυρώνεται η ζωή. Το γεγονός του θανάτου, από γενεσιουργός αιτία σύμπνοιας ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας έγινε πηγή διχασμού, και μάλιστα ανάμεσα σε όμαιμους. Στις τελευταίες του στιγμές, όμως, εκείνος ονόματα πεθαμένων αναφέρει, μες στις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς έρχονται αυτοί που ξέρουν, και φαντάζουν πιο ζωντανοί αυτοί απ' τους άλλους, τους κατ' όνομα. Υπάρχει, όμως, και για τον θάνατο ένας πλανήτης και λάμπει ήλιος μαύρος στον ουρανό του, πολύ μακριά απ' την ομόχρωμη οπή της ανθρώπινης καρδιάς που λέγεται απληστία, μακριά απ' του θανάτου το κάλπικο όνομα που λέγεται λήθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: