Κυριακή 17 Απριλίου 2011

"Για ποιο πράγμα μιλάμε, όταν μιλάμε για ένα βιβλίο;" του Δημοσθένη Κούρτοβικ ("ΤΑ ΝΕΑ", 16/4/2011)


Για ποιο πράγμα μιλάμε, όταν μιλάμε για ένα βιβλίο

Τoυ Δημοσθένη Κούρτοβικ



Ένα βιβλίο αξίζει, όταν μπορεί να γεννήσει συζητήσεις που προχωρούν πέρα απ΄ αυτό. Ενας βιβλιοκριτικός αξίζει, όταν δεν σκέφτεται μόνον ως βιβλιοκριτικός. Μια βιβλιοκριτική αξίζει, όταν ακυρώνει την ετικέτα της. 
Δεν είναι κάτι που το ζήτησα, αλλά μου αρέσει πολύ αυτό το σύστημα: να τοποθετείται η φωτογραφία του εξώφυλλου και τα στοιχεία του βιβλίου που απασχολεί κάθε φορά τη στήλη μου στο κάτω μέρος της σελίδας. Συνάδει απόλυτα με το πνεύμα με το οποίο ασκώ τη δουλειά αυτή. Θέλω να πω ότι ένα βιβλίο είναι για μένα πάντοτε η αφορμή να μιλήσω για άλλα πράγματα. Όχι βέβαια πράγματα άσχετα με το βιβλίο, όχι ερήμην του βιβλίου ούτε αγνοώντας τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του, προπαντός όταν πρόκειται για λογοτεχνία. Ας πούμε ότι το βιβλίο είναι ένα βοτσαλάκι που πέφτει στον γιαλό του νου μου και προκαλεί ομόκεντρα, ολοένα πλατύτερα κύματα σκέψεων. Αυτά τα κύματα έχουν μεγαλύτερη σημασία από το ίδιο το βότσαλο. Τουλάχιστον πρέπει να έχουν. Αυτός είναι ο στόχος που βάζω στον εαυτό μου (άλλο αν τον πετυχαίνω). Και η υπόσχεση που δίνω στον αναγνώστη μου (υπόσχεση που τρέμω κάθε φορά μήπως δεν μπορέσω να τηρήσω) είναι ότι θα τον παρασύρω όσο το δυνατό πιο μακριά από το άμεσο αντικείμενο του άρθρου μου. 

Σημαίνει αυτό ότι υποτιμώ το ίδιο το βιβλίο; Όχι. Σημαίνει το αντίθετο: ότι το τοποθετώ στην ψηλότερη βαθμίδα της εκτίμησής μου. Λέγεται, και σωστά, ότι ο μεγαλύτερος έπαινος για έναν συγγραφέα είναι να του πουν ότι γίνεται αόρατος μέσα στο βιβλίο του. Με ανάλογο τρόπο, ο μεγαλύτερος έπαινος για ένα βιβλίο είναι, όπως πιστεύω, να εξαφανιστεί μέσα στα κύματα των σκέψεων, των συναισθημάτων, των προβληματισμών που γέννησε. 

Ενας από τους βασικούς λόγους που το βιβλίο διέρχεται σήμερα κρίση, όχι ως εμπορικό αγαθό, αλλά ως σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση μαζικής συνείδησης, είναι ότι έχουν σχεδόν χαθεί από τον δημόσιο χώρο οι «πολλαπλασιαστές ισχύος» του βιβλίου, οι έγκυρες φωνές που θα έχτιζαν γέφυρες ανάμεσα σ΄ ένα ορισμένο βιβλίο και το κοινό. Που θα εντόπιζαν και θ΄ αναδείκνυαν, δηλαδή, τους δεσμούς του (προπαντός τους αφανείς, αυτοί είναι συνήθως οι σημαντικότεροι) με ζητήματα πολύ γενικότερου ενδιαφέροντος. Η έννοια του κριτικού βιβλίων, ακόμη και στην ειδικότερη μορφή του κριτικού λογοτεχνίας, είχε άλλοτε διαφορετικό περιεχόμενο στις λειτουργίες της πολιτισμικής ζωής. Ο κριτικός ήταν ένας εισηγητής στην εκκλησία του δήμου, σε μια υπόθεση όπου έπρεπε ν΄ αποφασιστεί κάτι πιο βαρυσήμαντο για τη ζωή της πόλης από τον αν ο τάδε ή ο δείνα θα σιτίζεται δωρεάν στο πρυτανείο. Η εισήγησή του μπορεί να μη γινόταν δεκτή, μπορεί να εξόργιζε το κοινό ή να το άφηνε αδιάφορο. Αλλά το ίδιο το θέμα της δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. 

Αυτό είναι που λείπει σήμερα. Η δημόσια συζήτηση για τα βιβλία, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη μεσολάβηση μιας ανήσυχης κριτικής. Χρειαζόμαστε επειγόντως κριτικούς που δεν θα είναι απλώς τεχνικοί της ανάγνωσης ή, πολύ χειρότερα, γρανάζια στη μηχανή του μάρκετινγκ. Κριτικούς που δεν θ΄ αυτοπεριορίζονται στο πλαίσιο του ενός ή του άλλου βιβλίου, που δεν θα θεωρούν ότι ο ρόλος τους είναι απλώς να περιγράφουν ή να κάνουν αισθητικές βαθμολογήσεις (το τελευταίο γεννάει στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη αυταρέσκεια και έπαρση από αυτή των παλιών ιδεολογικών κριτικών), αλλά που θα προτείνουν με την ανάλυσή τους για το βιβλίο μια κριτική άποψη για την εποχή τους και τον πολιτισμό της. 

Συναπάντησα προ εβδομάδων ένα πολύ γνωστό πρόσωπο της δημόσιας ζωής, επιστήμονα με κύρος και νηφάλια σκέψη, τον οποίο εκτιμώ πολύ και νομίζω ότι μ΄ εκτιμά και αυτός. Μου ανακοίνωσε ότι θα έβγαινε τις επόμενες μέρες ένα καινούργιο βιβλίο του και ήθελε να μου το στείλει- «αλλά», σαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι, «εσείς είστε κριτικός λογοτεχνίας». Η αντίδραση αυτή δείχνει καθαρά τι συμβαίνει σήμερα με την κριτική βιβλίου. Οι εθιμικές ταμπέλες είναι ικανές να επηρεάσουν ακόμη και ανθρώπους με τόσο φωτεινό πνεύμα όσο ο συνομιλητής μου. Πέρα από το ότι δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στον τρόπο που περιέγραψε την ιδιότητά μου, γιατί άραγε ένας κριτικός λογοτεχνίας να μη μπορεί ν΄ ασχολείται και με άλλου είδους βιβλία; Γιατί πρέπει να έχει τόσο εξειδικευμένα ενδιαφέροντα, τόσο περιορισμένο εύρος γνώσεων, τόσο στενό πεδίο εφαρμογής της κριτικής ικανότητάς του; Αν ο έγκριτος αυτός λόγιος θεωρούσε ότι το σύγγραμμά του προοριζόταν αποκλειστικά για ειδικούς, δεν θα μου γνωστοποιούσε την έκδοσή του πριν εγώ τον ρωτήσω οτιδήποτε, πολύ περισσότερο δεν θα είχε σκοπό να μου το στείλει. Διευκρίνισε άλλωστε, όταν τον ρώτησα όχι χωρίς έναν τόνο διαμαρτυρίας, ότι συνέβαινε το αντίθετο, ότι το βιβλίο του παρουσίαζε ευρύτερο ενδιαφέρον (για την ακρίβεια, προσθέτω εγώ, ανέπτυσσε ένα σπουδαιότατο πολιτικό ζήτημα) και δεν απευθυνόταν μόνο σ΄ ένα κοινό με τεχνικές γνώσεις περί το αντικείμενο. Αλλά εγώ ήμουν κριτικός λογοτεχνίας και δεν ήταν δυνατό να καταπιαστώ μ΄ ένα εξωλογοτεχνικό βιβλίο! Βέβαια, ο άνθρωπος αυτός, παρά την εκτίμηση που δηλώνει ότι μου έχει, δεν πρέπει να παρακολουθεί την αρθρογραφία μου, αλλιώς θα ήξερε ότι έχω γράψει για πολλές δεκάδες εξωλογοτεχνικά βιβλία, κι εξάλλου όχι μόνο για βιβλία. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι ότι, συχνά, ακόμη και αναγνώστες του επιπέδου του, για να μη μιλήσουμε για άλλους, δυσκολεύονται ν΄ αναγνωρίσουν σε κείμενα που συμβατικά αποκαλούνται «βιβλιοκριτικές» ή «κριτικές λογοτεχνίας» τις συσχετίσεις ετερογενών ιδεών και, ναι, την πολιτικότητα της σκέψης του αρθρογράφου, ενώ τα αναγνωρίζουν και τα δέχονται αμέσως σε άλλα κείμενα, που ονομάζονται δοκίμια ή επιφυλλίδες. Αυτά κάνει μια κουλτούρα που λατρεύει τις κατηγοριοποιήσεις κι έχει απονείμει στην κατηγορία «κριτική βιβλίου» έναν ρόλο εξίσου στενό όσο στις περισσότερες άλλες. 

Αλλά, ειδικά σε περιόδους κρίσης και ανακατατάξεων όπως η σημερινή, που απαιτούν πνευματικές συνέργειες και άνοιγμα του προβληματισμού, έχουν τάχα την πολυτέλεια οι κριτικοί, εκείνοι που τους διαβάζουν κι εκείνοι που δεν τους διαβάζουν να επιμένουν σε μια τέτοια συρταρωμένη αντίληψη του κριτικού λόγου; 


Δεν υπάρχουν σχόλια: