Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

«Η τρομάρα του Σέργιου» διήγημα από τις «Νησιώτικες ιστορίες» του Αργύρη Εφταλιώτη (εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»)

.............................................................








Αργύρης Εφταλιώτης
(1849 - 1923) 






 


·       «Η τρομάρα του Σέργιου»

διήγημα από τις «Νησιώτικες ιστορίες» του Αργύρη Εφταλιώτη (εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»)

   Τι παράξενος εκείνος ο Σέργιος, τότες που αγαπούσε τη Φρόσω του! Ή κάτι του έλειπε, ή κάτιτις είχε περίσσιο μες στο μυαλό του. Θαρρώ πως και τα δυο. Του μιλούσες, κι αυτός ονειρεύουνταν. Τραγούδι άκουγε και δάκρυζε. Γέλια κι αναστέναζε. Ο νους του όλο ταξίδευε, η καρδιά του όλο πονούσε. Ως και την αγαπητικιά του τη βασάνιζε με τις παραξενιές του. Εκεί που κρυφομιλούσανε μια βραδιά στο περιβόλι της κόρης ίσια ίσια τη βραδιά που συμφωνούσανε ν’ ανταμωθούν και να ξεκινήσουν κρυφά να στεφανωθούνε στ’ αντικρινό χωριό, κι ας πάει να σκίζει ο γέρος τα ρούχα του, τον πιάνει άξαφνα ένας φόβος πως θα ποθάνει, πως δε θα ζήσει να το χαρεί ένα τέτοιο μεγάλο καλό, πως τέτοια μεγάλα καλά σε τέτοιο ψεύτικο κόσμο δε δίνουνται. Την άφησε την κοπέλα καταστεναχωρημένη κι ήρθε σε μένα καθώς ήρχουνταν πάντοτε. Του μίλησα και γω καθώς συνήθιζα να του τα λέω, σαν είδος γιατρός που μιλάει του αρρώστου του σαν πονεί, κι έτσι τον καθησύχασα.

   Σα να το ήξερε, πως δε θα τα βγάλει πέρα μοναχός του, και μου ζητούσε βοήθεια. Του έταξα πως θα κάμω ό,τι μπορώ. Ήτανε ν’ ανταμωθούνε, μου είπε, στ’ άλλο το πλαγινό περιβόλι, την τάδε ώρα της νύχτας, κι η βάρκα έτοιμη στο γιαλό, λίγο παρακάτω. Φεγγάρι δεν είχε, ο κόσμος εκείνη την ώρα, άλλος νυχτέρευε, άλλος κοιμούνταν, ο πατέρας έλειπε, η μάνα δεν ήξερε τίποτις, αδέρφια το κορίτσι δεν είχε, η δουλειά λοιπόν ήτανε στο δρόμο. Ένα πράμα μοναχά, του είπα, να πάει να συχάσει λιγάκι, γιατί έτρεμε σαν το ψάρι.

   -Ναι, πήγαινε να πλαγιάσεις, και μη σε μέλει. Έχεις ακόμα πέντε ώρες μπροστά σου. Να μη συλλογιέσαι τίποτε, κι όλα θα γίνουν καθώς τα θέλεις. Είσαι γαμπρός που ο καθένας παρακαλεί να πάρει. Ο πατέρας της Φρόσως, σε θέλει κι αυτός, μα το ‘βαλε πείσμα. Πήγανε να μαλώσουν κι οι δικοί σου μαζί του για ένα σπιτότοπο! Εγώ είμαι δω όμως, και μη φοβάσαι. Τον έχω το γέρο στα χέρια μου. Να το μόλογό του. Τρέχα και πήγαινε να πλαγιάσεις. Θα σας περιμένω στο περιγιάλι.

   Κι έφυγε ο Σέργιος καταχαρούμενος.

   Ήρθε η ώρα, κατεβαίνω στο γιαλό, η βάρκα έτοιμη, μα Σέργιος πουθενά, Φρόσω πουθενά! Περίμενα ως μισή ώρα. Ύστερα ξεκινώ κατά το περιβόλι, και βρίσκω την κοπέλα σαν άρρωστη από το κλάψιμο. Ήτανε ολομόναχη. Ακόμα να φανεί ο καλός της! Πού να γυρίσει τώρα πίσω που μπορεί να το μυρίστηκαν κιόλας πως έφυγε από το σπίτι!

   -Στάσου, της λέω, μια στιγμή να τρέξω να δω τι γίνεται. Δεν έκαμα είκοσι βήματα, και σκουντουφλώ σ’ ένα δεμάτι κληματόβεργες και πέφτω σ’ έναν που κοίτουνταν χάμω. Ήταν ο Σέργιος! Τινάζεται απάνω και μου λέει σαστισμένα. –Εσύ είσαι; Αχ, δόξα σοι ο Θεός, γλύτωσα! πού είναι η Φρόσω!

   Σε μια στιγμή βρέθηκαν αγκαλιασμένοι.

   -Τρεχάτε τώρα, τους κάνω, κι ύστερα τ’ αγκαλιάσματα.

   Άλλες δυο τρεις στιγμές, και σηκώνουνταν η βάρκα. Ένα πανάκι, και χάθηκε από μπρος μου.

  

   Έγιναν όλα καθώς τα λογάριαζα. Και το νόστιμο, που ο Σέργιος ήταν άλλος άνθρωπος τώρα. Κατοικούσε στου πεθερού του, κι η διασκέδασή του ήτανε να διηγάται τα παθήματά του τότες που αγαπούσε κρυφά την καλή του και βασανιζότανε με χίλια φαντάσματα.

   -Μα είναι και μια δουλειά, του είπα που δε μας τήνε ξήγησες. Και τον παρακάλεσα να μας δηγηθεί τι ήταν που έπαθε τη βραδιά εκείνη, που παρά λίγο να φανερωθεί το μυστικό τους παράκαιρα με την άργητά του.

   -Εκείνη, μας είπε ο Σέργιος σοβαρά και με συλλογή, ήταν η μεγαλύτερή μου τρομάρα! Μου είχες πει να πάω να κοιμηθώ. Ότι σκοτείνιασε, πήγα και κρύφτηκα πίσω από κείνο το δεμάτι, και πλάγιασα. Πρέπει να έμεινα ως δυο ώρες ολόξυπνος. Πού να κοιμηθώ! Και τώρα που σας το λέω, θαρρώ πως ύπνος δεν ήταν εκείνο το πράμα! Ήμουν αφανισμένος από την κούραση κι από την αγρυπνιά, τρεις νυχτιές. Τα ξέρεις αυτά. Μού ήρθε ένα πράμα σα βύθος. Σα να μου τον έδεσαν το νου μου, καθώς που σου δένουν τα μάτια. Ήμουν ο μισός ξυπνός κι ο μισός κοιμισμένος. Αχ, τι τρομάρα, τι κόλαση! Να θυμάσαι πως έχεις αγάπη μες στην καρδιά σου, πως έχεις να πάρεις μεγάλη απόφαση και να μην θυμάσαι μήτε τι λογής αγάπη, μήτε τι λογής απόφαση! Σα να περπατείς μέσα σε καταχνιά φωτερή, μα καταχνιά που δε βλέπεις ολόγυρά σου παρά το φωτισμένο το σύννεφο! Κόλαση, κόλαση τρομερή! Συλλογιούμουν τι πόνο πρέπει να ‘χει κάποια καρδιά που θαρρούσε πως τη θυμούμαι, και πήγαινα να λιώσω από τη λύπη. Ζητούσα να ξετιναχτώ, να ξυπνήσω, να δω την αγάπη μου, να θυμηθώ τ’ όνομά της, να θυμηθώ τον τόπο, την ώρα, να τρέξω, να τη ρωτήσω τι είναι που είχαμε στο νου μας να κάμουμε, να μου το πει να γλυτώσω, να φέξει πάλι η ψυχή μου, να ζήσω και να χαρώ – κι όσο πολεμούσα να ξυπνήσω, τόσο δυνατότερα μου τον έδενε το νου μου η μαύρη μοίρα, που με κράταγε βυθισμένο σε κείνη την καταχνιά. Ώρες ώρες μού ερχότανε μια λάμψη κι έβλεπα ένα ίσκιο μέσα στην καταχνιά, κάτι μου έλεγε πως αυτός ο ίσκιος ήταν η κόρη που ήθελα ν’ ανταμώσω, έκανα να τρέξω κοντά της, κι άξαφνα έπεφτα σε μεγαλύτερο βύθο! Κόλαση φοβερή! Ίδρως ψιλός με περέχυνε, γύρευα να γογγύξω και δεν μπορούσα. Σα να λιγοθυμούσα σιγά σιγά. Σα να βυθιζόμουνα στη σκοτεινότερη καταχνιά της απελπισιάς. Θα ποθάνω, θα ποθάνω, δε γίνεται έλεγα. Και κει πάνω, σ’ έστειλε ο Θεός και σκουντούφλησες στο δεμάτι, κι έπεσες απάνω μου, και ξύπνησα, και βρήκα τη Φρόσω μου, κι είδα το φως.




Δεν υπάρχουν σχόλια: