...............................................................
Μάθε να πουλάς τον εαυτό σου
Σε μια από τις γελοιογραφίες
του ο κορυφαίος σκιτσογράφος της Ευρώπης, Αλτάν, βάζει έναν εξαθλιωμένο
και παρακμιακό γραφειοκράτη (πολιτικό;), καθισμένο στο γραφείο του, να
μονολογεί: «Η χώρα μας χρειάζεται μια νέα πορεία. Να ρίξουμε μια πέτρα
στο παρελθόν και όποιος είναι από πάνω είναι από πάνω και όποιος είναι
από κάτω είναι από κάτω». Ή με άλλα λόγια, να κάνουμε την αλλαγή,
προκειμένου να μην αλλάξει τίποτα!
Θυμήθηκα τον Αλτάν, καθώς μία από τις λέξεις-καραμέλα της
φιλελεύθερης φιλολογίας στις μέρες μας είναι και η «αριστεία», η οποία
παραπέμπει ευθέως στο καθεστώς περί μη αλλαγής.
Το ακραίο Κέντρο σήμερα (παλαιότερα η παραδοσιακή Δεξιά) χρησιμοποιεί
αυτή τη λέξη-χίμαιρα με έναν αλχημιστικό τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η
απρόσκοπτη αναπαραγωγή των κυρίαρχων ελίτ στα πεδία της παραγωγής, της
έρευνας, της κατανάλωσης και του κοινωνικού στάτους.
Αυτό που ζητούν να συντηρηθεί εκείνοι που νιώθουν αυτονόητα ότι
ανήκουν στους «επίλεκτους», είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται
στις (ταξικές) ανισότητες κάθε είδους και διασφαλίζει την επαγγελματική
και κοινωνική αποκατάσταση των προνομιούχων στρωμάτων μέσω ενός δικτύου
«κοινωνικών επαφών», «γνωριμιών», αλληλοϋποστήριξης και ενδογαμίας των
μελών τους.
Το τελευταίο που τους ενδιαφέρει (ανεξαρτήτως της υποκρισίας του
δημόσιου λόγου τους) είναι η πρόοδος των «αρίστων», αφού το σύστημα
είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο (κομματοκρατία, οικογενειοκρατία,
ρουσφέτι, εξαγορά «τίτλων», δύναμη πλούτου κ.λπ.), ώστε οι
θέσεις-κλειδιά να καταλαμβάνονται από τους αποφοίτους των «καλών»
σχολείων της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος και για
αποφοίτους-κοινούς θνητούς που θα δηλώσουν πίστη στις αξίες του
συστήματος και της αγοράς. Αλλωστε κάποιοι πρέπει να κάνουν και την
καθημερινή διεκπεραίωση των υποθέσεων, με την ανάλογη ανταμοιβή.
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 η ριζοσπαστική θεωρία για την
εκπαίδευση (Ιλιτς, Σπρινγκ, Χολτ, Φρενέ, Γκούντμαν κ.λπ.) είχε αναλύσει
επαρκώς τους μηχανισμούς κοινωνικής επιλογής στην εκπαίδευση, τις
ανισότητες των ευκαιριών, αλλά και τον ρόλο του πολιτισμικού κεφαλαίου
κάθε οικογένειας στην πρόοδο των μαθητών.
Οι αναλύσεις αυτές ξεχάστηκαν τις επόμενες δύο δεκαετίες, όταν
κυριάρχησε η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, με τις «αρετές» του ατομικισμού,
του ανταγωνισμού και της «ατομικής διάκρισης», με φόντο πάντα τις
αγοραίες αξίες και την εμπορευματοποίηση της προσωπικότητας («μάθε να
πουλάς τον εαυτό σου, προσθέτοντας δεξιότητες εν είδει προσωπικού
κεφαλαίου»).
Φυσικά δεν υπάρχει καμία συζήτηση (με ευθύνη ΚΑΙ της Αριστεράς) για
το ποιο σχολείο και ποια γνώση θέλουμε. Να τι λέει ο Ιταλός καθηγητής
Λογοτεχνίας, Νούτσιο Ορντινε: «Το σχολείο και το Πανεπιστήμιο θα έπρεπε
να εκπαιδεύουν τις νέες γενιές να αναπτύσσουν κυρίως αιρετικό χαρακτήρα,
ενθαρρύνοντάς τες να ακολουθούν επιλογές αντίθετες προς την κυρίαρχη
‘‘ορθοδοξία’’. Αντί να δημιουργούν υπάκουα πρόβατα, μεγαλώνοντάς τα με
τον πιο δυσοίωνο κομφορμισμό, θα πρέπει να διαμορφώνουν νέους που να
είναι σε θέση να μετατρέπουν τις γνώσεις τους σε μια συνεχή άσκηση της
κριτικής σκέψης τους» («Οι κλασικοί στη ζωή μας», εκδόσεις Αγρα, 2017).
«Παροχή κινήτρων», «ανταγωνισμός», «ανταμοιβή», «αξιολόγηση»,
«βαθμοθηρία», «εξετάσεις», «τεστ», «δεξιότητες», «αριστεία», «σύνδεση
εκπαίδευσης-αγοράς», «επιδοτούμενες έρευνες», «διευθυντές-μάνατζερ»,
«σπόνσορες». Ιδού μέρος του λεξικού της αγοράς εντός της εκπαίδευσης.
«Τα παιδιά, η ανθρώπινη πρώτη ύλη, ταξινομούνται, επιλέγονται,
διαπλάθονται και κατόπιν στέλνονται από τα σχολεία για να καταλάβουν την
‘‘κατάλληλη’’ θέση μέσα στην κοινωνία» (Τζόελ Σπρινγκ, «Το αλφαβητάρι
της ελευθεριακής εκπαίδευσης», Ελ. Τύπος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου